top of page
  • Writer's pictureΑναστασία Σκούλη

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 9

Ο Μάιλο ένιωθε εξουθενωμένος και κοιμήθηκε σύντομα. Η Τζέιν κρατούσε το χέρι του καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Εκείνη δεν έκλεισε μάτι. Προτιμούσε να τον κοιτάζει να κοιμάται ήρεμος, τώρα που ήξερε πως θα άνοιγε τα μάτια του ξανά. Χάιδευε τα μαλλιά του και ελαφριές κινήσεις και μουρμούριζε νανουρίσματα, χαμογελώντας. Δεν μπορούσε να σβήσει το χαμόγελο από τα χείλη της. Είχε ξεχάσει πώς ήταν να χαμογελάει με όλη της τη ψυχή. Επιτέλους, τελείωσε, θεοί… μετά από τόσες βασανιστικές μέρες…αυτή η σκέψη περνούσε από το μυαλό της ανά διαστήματα, και κάθε φορά ήταν όλο και πιο έντονη.

Με την αυγή, βγήκε από το σπίτι, έτοιμη να κυνηγήσει ώστε να είναι όλα έτοιμα μόλις ξυπνούσε ο Μάιλο. Αδημονούσε να φάει κάποιο από τα φαγητά του ξανά, ήταν πολύ καλός στο να τα κάνει όλα νόστιμα. Παρόλα αυτά, σήμερα θα ετοίμαζε εκείνη φαγητό. Δεν ήθελε να τον κουράσει. Ήθελε να είναι ήρεμος. Δεν ήξερε τι συνέβαινε μέσα του όλον εκείνο τον καιρό, αλλά ήθελε να τον ξεκουράσει.

Μέσα στο κεφάλι του Μάιλο, όμως, ο εφιάλτης δεν είχε σταματήσει. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του, βρισκόταν ξανά στην σκοτεινή λίμνη, στην οποία τον κρατούσαν δεμένο μαύρα φύκια. Και η σκιά τον πλησίαζε όλο και περισσότερο. Για να τη διώξει, έπρεπε να χρησιμοποιήσει και να εξασκήσει την Μαγεία του, καθώς και να έχει τα συναισθήματά του υπό έλεγχο. Όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από τα δυο, αν ήταν αναίσθητος όλη μέρα. Ήξερε πως η λίμνη τον τραβούσε. Έπρεπε να κάνει τον εαυτό του να ξυπνήσει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κι έκανε ένα βήμα προς τα έξω, έξω από τη λίμνη και μακριά από τη σκιά.

Ξύπνησε ιδρωμένος, βαριανάσαινε και ένιωθε πως δεν θα μπορούσε να κουνηθεί, όμως τα κατάφερε όταν ηρέμισε. Ανασηκώθηκε και κρέμασε τα πόδια του από το κρεβάτι. Ύστερα πάτησε πάνω τους και σηκώθηκε όρθιος, βασίζοντας το βάρος του στον τοίχο και τη συρταριέρα. Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα και μετά ένα ακόμα και ένα ακόμα. Άφησε το χέρι του ελεύθερο, ήταν κουραστικό, ήθελε να καθίσει κάτω, όμως συνέχισε. Κι έφτασε μέχρι την πόρτα.

«Τζέιν!», φώναξε όταν την άνοιξε, και η κοπέλα γύρισε να τον κοιτάξει.

«Τι κάνεις εδώ; Θα έπρεπε να κοιμάσαι», του χαμογέλασε και τον πλησίασε.

«Δεν μπορώ απλά να κοιμάμαι όλη μέρα».

«Ναι, αλλά δεν πρόλαβα να ετοιμάσω ακόμα το φαγητό και είσαι πάρα πολύ χλωμός…»

«Θέλω να είμαι μαζί σου. Θέλω να σε βλέπω και να σου μιλάω. Όσο μπορώ. Τώρα που μπορώ», της είπε και έγειρε προς τον τοίχο. Έπιασε τα χέρια της και τα χάιδεψε.

«Τι εννοείς;» ρώτησε εκείνη, επιφυλακτικά και σήκωσε το ένα της φρύδι.

«Τίποτα, άσ’ το για τώρα. Έλα, ας κάνουμε κάτι μαζί».

Μαγείρεψαν, έφαγαν, μίλησαν, σαν να μην είχε γίνει τίποτα, σαν να μην είχαν συμβεί όσα συνέβησαν στην πραγματικότητα. Η Καλλιρόη υποδέχτηκε τον Μάιλο σχεδόν δακρυσμένη, την νύχτα.

Πέρασαν τις επόμενες μέρες μαζί, δοκιμάζοντας να είναι ζευγάρι. Ο Μάιλο εφάρμοζε ό,τι είχε διαβάσει στα βιβλία και η Τζέιν, ό,τι της έλεγε η Καλλιρόη.


Ο Μάιλο είχε ακόμη εφιάλτες περιστασιακά, ακόμη και δυο εβδομάδες μετά. Δεν τους άφηνε να τον επηρεάσουν. Ήξερε πως αν το επέτρεπε, θα έχανε μια και καλή. Ήθελε να περάσει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε με τη Τζέιν, γιατί ήξερε πως σύντομα, θα έπρεπε να της αναφέρει ξανά, πως έπρεπε να φύγει.

Δεν θα έχει τίποτα φανταχτερό αυτή τη φορά, δεν θα την καλοπιάσω. Θα της το πω απλά. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει… έχει περάσει ένας μήνα σχεδόν από τότε. Σίγουρα θα το έχει σκεφτεί. Όλα θα πάνε καλά. Είχε τελειώσει πια τη φιγούρα και το βραχιόλι. Ήταν έτοιμος να της τα δώσει, να ζητήσει τη συγχώρεσή της που θα την εγκατέλειπε και να φύγει.

Το βράδυ, οι δυο τους καθόταν κάτω από την κλαίουσα ιτιά κοντά στο σπίτι τους. Τα δάχτυλα τους ήταν μπλεγμένα μεταξύ τους. Οι ώμοι τους ακουμπούσαν. Μιλούσαν για ώρες, για σημαντικά και ασήμαντα πράγματα, μέχρι που η Τζέιν σηκώθηκε όρθια και πρότεινε να γυρίσουν στο σπίτι.

«Περίμενε. Πρέπει να σου δώσω κάτι. Και να… και να σου πω κάτι άλλο».

«Τι είναι;» ρώτησε η κοπέλα.

Ο Μάιλο έβγαλε τα αντικείμενα από τη τσέπη του. Πέρασε προσεκτικά το βραχιόλι στον καρπό της και τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω από την φιγούρα.

«Θέλω να τα κρατήσεις».

Η Τζέιν γέλασε. Θυμόταν πως τα είχε βρει κατά λάθος, όμως δεν ήθελε ο Μάιλο να το μάθει αυτό. «Είναι πανέμορφα», του είπε, «ευχαριστώ».

«Πρέπει να σου πω», ξεκίνησε το αγόρι, κρατώντας το χέρι της, «ότι θα φύγω, με την αυγή».

«Τι εννοείς;»

«Πρέπει να συνεχίσω την αποστολή μου. Και μετά, μετά θα γυρίσω πίσω σε εσένα».

«Δεν θα γυρίσεις. Θα σκοτωθείς. Στο ξαναείπα, γιατί δεν ακούς;» ούτε η έκφρασή της, ούτε και η φωνή της, πρόδιδαν θυμό. Το βλέμμα της, πλησίαζε περισσότερο την απελπισία. Δεν θέλω να του πω για τον αδερφό μου…

«Ξέρεις ότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Σε παρακαλώ, κατάλαβέ το».

Η Τζέιν σκεφτόταν σε επανάληψη ό,τι είχε συμβεί τον τελευταίο μήνα. Πώς ζούσε χωρίς τον Μάιλο. Σίγουρα, ζούσε και πριν τον γνωρίσει, αλλά τώρα που αυτό είχε συμβεί, της ήταν δύσκολο.

«Σε θέλω κοντά μου, τώρα. Θέλω να σε βλέπω και να σε αγγίζω και να σε μυρίζω και να σε φιλάω. Θέλω να είσαι δίπλα μου, μόνο εσένα αντέχω δίπλα μου, το καταλαβαίνεις; Δεν θέλω να φύγεις, δεν θα το αντέξω», ψέλλισε την τελευταία πρόταση και δάκρυσε. «Μην μου φύγεις», του είπε.

Εκείνος την αγκάλιασε. Δεν το σκέφτηκε καν, το σώμα του απλά κουνήθηκε μόνο του. Την έσφιξε στα χέρια του και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της. Τα μαλλιά της ήταν απαλά και μύριζαν φράουλα. Αποφάσισε να αποθηκεύσει τη μυρωδιά της. Θα χρειαζόταν κάτι ώστε να θυμάται το σπίτι του. Όταν εκείνη σήκωσε το κεφάλι της, ο Μάιλο την φίλησε απαλά στο στόμα.

«Δεν μπορώ να μην φύγω. Όμως θα γυρίσω. Δεν μπορώ να σε αφήσω μόνη. Και αρνούμαι οποιοδήποτε μέλλον όπου δεν πεθαίνω γέρος, δίπλα σου». της γέλασε και τη φίλησε ξανά, πεταχτά. Χάιδεψε τα μαλλιά της και το πρόσωπό της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάζει. «Είσαι το πιο λαμπρό άτομο που έχω γνωρίσει. Δεν θα σε άλλαζα για τίποτα στον κόσμο».

Η Τζέιν χαμήλωσε το βλέμμα της, τύλιξε τα χέρια της στο σώμα του ξανά και τον φίλησε. «Ούτε εγώ θα σε άλλαζα ποτέ. Τίποτα από όσα έχουν γίνει δεν θα άλλαζα. Σ’ αγαπώ».

«Κι εγώ σ’ αγαπώ».

«Όμως… το αποτέλεσμα δεν αλλάζει, ε; Όσο κι αν με αγαπάς, πάλι θα φύγεις…»

«Μη το κάνεις αυτό. Πρέπει».

Η νεαρή Μάγισσα χαμήλωσε τα μάτια της κάθισε κάτω και χάιδεψε το γρασίδι. «Τότε, πρέπει κι εγώ να σου πω κάτι σημαντικό».

«Σε ακούω», της είπε και κάθισε δίπλα της.

«Λοιπόν… μην θυμώσεις που δεν στο είπα. Νομίζω πως θα είναι εμφανής ο λόγος, μέχρι να τελειώσω την ιστορία».

Ο Μάιλο κατένευσε.

«Κάθε φορά που αναφέρεις τον Άρχοντα των Ψυχών, γίνομαι αμυντική και απότομη, έτσι;»

«Ναι», συμφώνησε, προσπαθώντας να καταλάβει πού θα κατέληγε η κοπέλα.

«Δεν μπορώ να το ελέγξω, μου βγαίνει αυθόρμητα, συγγνώμη. Αλλά, δεν είναι αυτό το θέμα μου… Το θέμα είναι το γιατί γίνομαι έτσι». Δεν ήθελε να τον κοιτάζει, όμως θεώρησε ότι έπρεπε. Οπότε, πριν πει τις βαριές λέξεις που θα έλεγε, έπιασε το χέρι του και τον κοίταξε στα μάτια. «Ο Άρχοντας είναι ο αδερφός μου».

Ο Μάιλο δεν έμοιαζε να είχε θυμώσει. Φαινόταν απλά σαστισμένος.

«Πώς γίνεται αυτό…;» ρώτησε, σχεδόν ψιθυριστά.

«Πώς γίνεται; Δεν ξέρω τι είδους παιχνίδι έπαιζε η μοίρα όταν ήμασταν παιδιά. Σου έχω πει πως ο μπαμπάς μου…» πρόφερε τη λέξη με μια έκφραση αηδίας, «…μας χτυπούσε. Πολύ. Μια μέρα, κόντεψε να με σκοτώσει… ο αδερφός μου, ο Κέιν, τον είδε και, τον σκότωσε. Και ο μπαμπάς, τον καταράστηκε. Δεν είναι αλήθεια οι φήμες. Δεν καίει χωριά. Δεν σκοτώνει αθώους επειδή του αρέσει να λούζεται στο αίμα τους», γέλασε. «Είναι η κατάρα του. Οποιοσδήποτε -οτιδήποτε τον πλησιάζει, πεθαίνει. Για αυτό στο λέω. Θα πεθάνεις αν πας. Εγγυημένα. Δεν υπάρχει τρόπος να τον νικήσεις. Βέβαια… και να υπήρχε, δεν θα στον έλεγα. Δεν θέλω να πεθάνει κανένας από τους δυο σας».

Ήταν ψύχραιμη όσο του μιλούσε, παρόλο που οι αναμνήσεις που έτρεχαν στο μυαλό της, ήταν σκληρές και επίπονες. Δεν της άρεζε να τα θυμάται, πόσο μάλλον να τα συζητάει.

«Έχω ψάξει σε όλα τα βιβλία με ξόρκια που έχω βρει. Δεν υπάρχει ξόρκι που να διαλύει κατάρες. Ο μόνος τρόπος να σκοτώσεις την κατάρα, είναι να σκοτώσεις τον Κέιν».

Γιατί δεν μου το πες; Ο Μάιλο ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει αυτή την ερώτηση. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε απλά να του αναφέρει τυχαία σε κάποια συζήτηση. Δεν ήταν εύκολο για εκείνη να του αποκαλύψει πως ο αδερφός της ήταν ο δολοφόνος που δημιουργούσε ένα κοινό ανάμεσα σε Μάγους και ανθρώπους: τον φόβο. Δεν θα μπορούσε να του το πει υπό κανονικές συνθήκες, πόσο μάλλον ενώ γνώριζε πως το πεπρωμένο του Μάιλο ήταν να τον σκοτώσει.

«Δεν θέλω να τον σκοτώσω», της ψιθύρισε ο Μάιλο. «Το ξέρεις αυτό, νομίζω. Όμως δεν έχω επιλογή, για να σώσω τις αδερφές μου…»

«Τον δικό μου αδερφό ποιος θα τον σώσει;»

Ο Μάιλο ξεροκατάπιε. Δεν ήξερε -ή μάλλον, δεν μπορούσε να απαντήσει.

«Συγγνώμη, δεν είναι δικό σου πρόβλημα αυτό. Αν μπορείς να κάνεις στ’ αλήθεια κάτι για τις αδερφές σου, καν’ το. Κι ο Κέιν αυτό έκανε. Εγώ το θαυμάζω. Απλά… δεν θέλω να μείνω μόνη ξανά…»

Το αγόρι δεν κινήθηκε ώστε να την αγκαλιάσει. Αντ’ αυτού, απλώς χάιδεψε τα μαλλιά της.

«Θυμάμαι που είχες πει ότι θες να είσαι καλή για να μην γίνεις σαν τον πατέρα σου… δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό δεν είναι κάτι που απλά θες να κάνεις για έναν σκοπό, είναι κάτι που είσαι. Είσαι καλή και λαμπερή και γεμάτη ελπίδα, αν και την κρατάς κρυμμένη πίσω από τείχη. Είμαι σίγουρος… ακόμη και αν δεν επιστρέψω, κάποιος άλλος θα καταλάβει το πόσο καταπληκτική είσαι».

«Δεν με νοιάζει να βρω κάποιον να το δει, με νοιάζει να το βλέπω εγώ… και στέλνοντας σε στον θάνατό σου, αναγκάζοντας τον αδερφό μου να σκοτώσει άλλη μια φορά, δεν το βλέπω, Μάιλο…»

«Δεν φταις εσύ για αυτό».

«Φταίω που δεν μπορώ να το σταματήσω…» του γύρισε την πλάτη. «Του γράφω γράμματα, του τα στέλνω με ξόρκια γιατί δεν μπορώ να τον πλησιάσω. Φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να κρατηθώ, ότι θα τρέξω πάνω του. Το έχω κάνει, παλιά. Με έστειλε στην Καλλιρόη και έπειτα με μεγάλωσε εκείνη. Η μόνη μας επικοινωνία είναι με γράμματα. Εκείνος στέλνει σπάνια, γιατί δεν μπορεί να πάει πουθενά να αγοράσει χαρτί. Όπου πηγαίνει, σπέρνει τον θάνατο. Και δεν φταίει καν αυτός. Δεν φταίει αυτός, Μάιλο. Φταίει ο πατέρας μας, που μας βασανίζει ακόμα και μετά θάνατον, τόσα χρόνια μετά».

Για άλλη μια φορά, ο Μάιλο ήταν άφωνος. Ένιωθε αδύναμος, άχρηστος, που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.

«Δεν χρειάζεται να απαντήσεις κάτι σε αυτό», είπε, «απλά εξιστορώ γεγονότα… και κάνω παράπονα».

«Τζέιν».

«Δεν θα σου πω να μην πας. Όμως, σε παρακαλώ, πριν πας, βοήθησέ με να ψάξω άλλη μια φορά. Αν κάποιος μπορεί να κάνει κάτι για να βοηθήσει τον Κέιν τώρα, είσαι εσύ…»

Ο Μάιλο κατένευσε, όταν η κοπέλα γύρισε να τον κοιτάξει. «Υπόσχομαι», της είπε παραδομένα. Δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του αν δεν το έκανε.

Το επόμενο κιόλας πρωινό, οι δυο τους ξεκίνησαν να διαβάζουν τα βιβλία που είχε η Τζέιν. Περνούσαν την κάθε σελίδα προσεκτικά, ελέγχοντας κάθε ξόρκι για τυχόν κρυμμένες λεπτομέρειες. Ξόρκια με βήματα και συστατικά, με λέξεις της Αρχαίας Γλώσσας που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του και ξόρκια με ανταλλαγές. Βλέποντας όλα αυτά, ο Μάιλο σκεφτόταν πως η Μαγεία ήταν κάτι σκοτεινό και απόκοσμο. Το είχε καταλάβει, το είχε βιώσει. Το ένιωθε στους εφιάλτες που περνούσε, παγιδευμένος στην μαύρη λίμνη στο υποσυνείδητό του. Η Μαγεία ήταν επικίνδυνη, τρομακτική, απόκοσμη, για κάποιους αποκρουστική, μα τόσο όμορφη και αξιοθαύμαστη. Την είχε αποδεχτεί, πια. Έτσι έλεγε στον εαυτό του και είχε αρχίσει να το πιστεύει, περισσότερο από πριν.

«Δεν γίνεται», αναστέναξε ταλαιπωρημένα η Τζέιν, όταν είχε αρχίσει να βραδιάζει, πια. «Είναι μάταιο, όσες φορές και να τα διαβάσω δεν αλλάζει κάτι».

«Ούτε εγώ βρήκα κά… τι…» ψελλίζοντας αυτά, ο Μάιλο θυμήθηκε.

«Τι έγινε;»

«Έχω κι εγώ! Βιβλίο με ξόρκια, έχω κι εγώ ένα».

«Δείξε μου». Η καρδιά της είχε ακινητοποιηθεί και τα μάτια της έλαμψαν ξανά με μια αναγεννημένη ελπίδα. Ίσως, ίσως με αυτό…

Ο Μάιλο έβγαλε τον τόμο με τα ξόρκια που του είχε δώσει ο Νικ, από την τσάντα του. Τώρα μπορούσε να κοιτάξει και άλλα ξόρκια, εκτός από εκείνα της αυτοπροστασίας. Χαμογέλασε πικρά όταν θυμήθηκε εκείνες τις μέρες. Έδωσε το βιβλίο στην Τζέιν.

«Μου το έδωσε ένας φίλος», είπε.

«Θα ξεκινήσω να διαβάζω εγώ, και όταν κουραστώ θα το δώσω και σε εσένα. Μπορείς να μαγειρέψεις μέχρι τότε; Ξέρω ότι είναι σειρά μου σήμερα, θα κάνω τα υπόλοιπα, όμως».

«Μην αγχώνεσαι, το να σωθεί ο αδερφός σου, είναι πιο σημαντικό από το μαγείρεμα και τις δουλείες. Πάω, αν είναι». Τη φίλησε στο μέτωπο και βγήκε από το σπίτι για να ανάψει φωτιά. Κι εκείνη συγκεντρώθηκε στο βιβλίο.

Διάβαζαν μέχρι την αυγή. Κανένας τους δεν κοιμήθηκε. Ο Μάιλο είχε αναλάβει τις τελευταίες σελίδες του τόμου. Γύρισε και την τελευταία, απογοητευμένος, όταν είδε μια γωνία χαρτιού να ξεπροβάλλει από το δέρμα. Σκούντησε τη Τζέιν, η οποία λαγοκοιμόταν δίπλα του. Εκείνη ανασηκώθηκε και φόρεσε μια πικρή έκφραση όταν είδε πως το αγόρι είχε φτάσει πλέον στο οπισθόφυλλο. Αναστέναξε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

«Τίποτα;» ρώτησε διστακτικά.

«Όχι, μπορεί να υπάρχει ακόμα ελπίδα…» προσπάθησε να ξύσει το δέρμα με το νύχι του, ώστε να ελευθερώσει το χαρτί που ήταν παγιδευμένο ανάμεσα στα δυο δερμάτινα κομμάτια.

Η Τζέιν πήρε το βιβλίο από τα χέρια του και έσκισε το δέρμα προσεκτικά, χρησιμοποιώντας ένα στιλέτο. Ξεδίπλωσε το χαρτί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άγγιξε το χέρι του Μάιλο. Και ξεκίνησε να διαβάζει. Ο Μάιλο δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφε, η κοπέλα του όμως μπορούσε και εκείνος έβλεπε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα με κάθε λέξη.

«Αυτό είναι…» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα.

«Σοβαρά;»

«Ναι! Δες», είπε και τον τράβηξε από τον γιακά, κοντά στο χαρτί. «Πρέπει να κάνεις αυτό το ξόρκι ώστε η κατάρα να μετατραπεί σε Μαγεία, και έτσι να εξαντληθεί κάποια στιγμή. Είναι δύσκολο, όμως... θα πρέπει και να το παλέψεις αρκετά, από άποψη αντοχής και Μαγείας, και θα πρέπει να μπορείς να διαλύσεις τη κατάρα όταν σου επιτεθεί…»

«Κάτσε, τι εννοείς; Σε έχασα. Η κατάρες είναι άμορφες. Πώς θα μου επιτεθεί;»

«Η κατάρα είναι κομμάτι ψυχής, από όσο λέει εδώ. Όταν χρησιμοποιείται αυτό το ξόρκι, η Μαγεία της ψυχής αυτής γίνεται δυνατότερη, και μπορεί να βγει από τον ξενιστή και να επιτεθεί σε εκείνον που προσπαθεί να την καταστρέψει… δεν νομίζω πως μπορείς να το κάνεις, Μάιλο. Είναι πολύ επικίνδυνο». Η Τζέιν άφησε το χαρτί να πέσει στο τραπέζι και κάλυψε τα μάτια της με τη παλάμη της, ανασαίνοντας έναν κουρασμένο αναστεναγμό.

Ο Μάιλο δεν μίλησε. Μόνο σκέφτηκε.

Φοβάμαι. Αυτό δεν άλλαξε… άλλαξαν όμως άλλα. Έχω Μαγεία τώρα. Είμαι πιο δυνατός. Πιο… γενναίος; Μπορεί. Σίγουρα θέλω να είναι χαρούμενη η Τζέιν. Σίγουρα θέλω να ζήσω. Ούτε αυτό άλλαξε. Τότε, όμως, ήθελα να ζήσω για να ζήσουν οι αδερφές μου. Πλέον, θέλω να ζήσω και για εμένα. Θέλω να ζήσω με τη Τζέιν. Και για αυτό…

«Θα το κάνω». Είπαν ταυτόχρονα και κοιτάχτηκαν.

«Όχι, δεν θα το κάνεις. Δεν έχεις πιθανότητες επιβίωσης», η Τζέιν πήρε ξανά το χαρτί στο χέρι της. «Άκουσε με. Εξασκώ τη Μαγεία πολλά περισσότερα χρόνια από εσένα, έχω πολλές περισσότερες πιθανότητες».

Ο Μάιλο ξαφνιάστηκε. Ήξερε πως η Μάγισσα είχε δίκιο αλλά ήξερε επίσης πώς να αντιστρέψει ό,τι είχε ειπωθεί.

«Έχεις δίκιο σε αυτό. Απάντησέ μου όμως σε κάτι, νομίζεις πως ο αδερφός σου θα συμφωνήσει στο να ρισκάρει τη ζωή της η μικρή του αδερφή για χάρη του;» χάρηκε όταν είδε πως η Τζέιν δεν είχε απάντηση. «Εγώ, πάντως, δεν θα ήθελα η αδερφή μου, της οποίας τη ζωή έσωσα, να παίξει αυτή τη ζωή κορώνα γράμματα για εμένα».

Το χαρτί έπεσε για άλλη μια φορά στο τραπέζι, μαζί με τον αναστεναγμό της Τζέιν.

«Δεν είναι λογικό αυτό που λέω;»

Η Τζέιν απέφυγε να απαντήσει. Γύρισε το βλέμμα της προς την αντίθετη κατεύθυνση και πήρε μια έκφραση δυσαρέσκειας. Έτριψε το μπράτσο της με το χέρι της. «Είναι λογικό, αυτό δεν σημαίνει όμως πως είναι και σωστό, ούτε σημαίνει πως συμφωνώ».

«Θα πάω εγώ. Θα του πω για το ξόρκι. Θα του πω για εσένα. Και όλα θα πάνε καλά», άγγιξε απαλά τον ώμο της και εκείνη έγειρε προς τα πίσω, ακούμπησε την πλάτη της στο στήθος του.

«Θα έρθω μαζί σου, όμως».

«Θα δούμε», είπε ο Μάιλο, «ίσως θα πρέπει να μείνεις εδώ, να τα έχεις όλα έτοιμα για όταν επιστρέψω με τον αδερφό σου».

«Χα», έκανε η Τζέιν, «είσαι νεκρός χωρίς τη βοήθειά μου».

«Μπορεί και να έχεις δίκιο», γέλασε εκείνος και τη φίλησε στο μέτωπο.

«Δυο είναι καλύτερα από έναν», είπε η κοπέλα σοβαρά.

«Το ξέρω. Και ίσως έχουμε περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρουμε αν έρθεις. Είσαι δυνατή, έζησες μαζί με τα θηρία του δάσους τόσα χρόνια, εγώ δεν μπορώ ούτε να σκοτώσω ένα από αυτά. Αν δεν έρθεις μαζί μου, μάλλον δεν θα μπορέσω να φέρω τίποτα εις πέρας. Έλα, σε παρακαλώ».

Η Τζέιν έκανε να απαντήσει, όμως ο Μάιλο ξανάρχισε να μιλάει.

«Υπό έναν όρο».

«Σε ακούω», είπε η κοπέλα, χαϊδεύοντας το χέρι του.

«Δεν θα εμφανιστείς μέχρι να βγει η κατάρα από τον αδερφό σου. Θα είσαι όσο πιο μακριά γίνεται. Σύμφωνοι;» έπιασε το πρόσωπό της και το γύρισε απαλά προς το μέρος του.

«Σύμφωνοι… θα με χρειαστείς παραπάνω μετά». Τέντωσε τον λαιμό της και τον φίλησε στο μάγουλο. «Ας κοιμηθούμε… νομίζω το αξίζουμε».

«Εγώ νομίζω πως το χρειαζόμαστε…»


Σε δυο μέρες, ήταν και οι δυο τους έτοιμοι για το ταξίδι. Είχαν ενημερώσει τον αδερφό του Μάιλο. Είχαν, επίσης, συμβουλευτεί την Καλλιρόη ως προς το πλάνο που σκέφτηκαν με βάση το ξόρκι. Εκείνη προσπάθησε να τους αποτρέψει, στην αρχή, όμως γρήγορα κατάλαβε πως ήταν αποφασισμένοι.

«Θέλω κάτι δικό σας. Μαλλιά, νύχια, οτιδήποτε από το σώμα σας. Το χρειάζομαι για να μπορώ να σας βρω. Όσο περισσότερο μου δώσετε, τόσο το καλύτερο», τους είπε.

Η Τζέιν έκοψε τα μαλλιά της μέχρι τον αυχένα και ο Μάιλο έβγαλε δυο νύχια του.

«Δεν πονάω, έχω κάνει ξόρκι», είπε στην Τζέιν, λίγο χλωμός, μετά από εκείνη την απόφασή του.

Εκείνη τον αποκάλεσε υπερβολικό, όμως ήξερε πως έκανε τη σωστή απόφαση καθώς όσα και να έκοβε από τα μαλλιά του, δεν θα ήταν αρκετά για το ξόρκι της Καλλιρόης. Κι ας ήταν αρκετά μακριά πια, ώστε να μπορεί να τα μαζέψει σε μια μικρή, χαριτωμένη (όπως της άρεζε να λέει), αλογοουρά.

«Στα έκοψα καλά, ε;»

«Ναι, αν και δεν περίμενα να είσαι τόσο καλός σε αυτό».

«Κόβω τα μαλλιά μου μόνος μου από μικρός. Κρίμα, όμως, μου άρεσαν μακριά».

«Θα ξαναμακρύνουν, σιγά, τρίχες είναι. Εξάλλου, είχα να τα κόψω πολλά, πολλά χρόνια. Νιώθω ελαφρότερη τώρα. Πώς είναι το χέρι σου;»

«Είναι εντάξει, η Καλλιρόη το γιάτρεψε, ως επί το πλείστον».


Εκείνη την αυγή ξεκίνησαν να πηγαίνουν προς την Δύση, το ταξίδι θα κρατούσε τρεις μέρες και δυο νύχτες, τόσο κοντά τους ήταν ο Άρχοντας, όμως και τόσο μακριά τους.

Κρατιόντουσαν χέρι-χέρι, σχεδόν σε όλη τη διαδρομή. Το βράδυ, κοιμόνταν με βάρδιες, για να μην τους πιάσουν στον ύπνο τυχόν θηρία ή μαγικά πλάσματα. Για φαγητό, είχαν ετοιμάσει μερικά φρούτα και ψάρεψαν και τα δυο βράδια. Το ξημέρωμα πριν την μεγάλη στιγμή, ο Μάιλο κοιτούσε τα χρώματα στον ουρανό, που εναλλάσσονταν συνέχεια, παίζοντας στο φως του ήλιου και των φεγγαριών. Κρατούσε στο χέρι του το φλασκί με το νερό, είχε το στόμιο ακουμπισμένο στα χείλη του, όμως δεν έπινε. Απλώς, καθόταν.

Έγιναν τόσα πολλά από τότε που κοίταζα τον ουρανό από τη σκεπή του παλατιού… είναι ο ίδιος ουρανός, μα, τίποτα άλλο δεν φαίνεται ίδιο με πριν, πλέον. Αναρωτιέμαι πόσα ακόμα πράγματα θα αλλάξουν μετά από σήμερα. Και αν θα είμαι εδώ για να τα δω…

«Τι κοιτάς;» η φωνή της Τζέιν ήταν απαλή και συρτή. Έτριβε τα μάτια της, όσο μιλούσε.

«Τι κάνεις ξύπνια; Δεν είναι η ώρα να φύγουμε, ακόμα. Ξανακοιμήσου, το χρειάζεσαι».

«Μπορώ να ζήσω και χωρίς τη μια παραπάνω ώρα ύπνου, Μάιλο», είπε και ξάπλωσε το κεφάλι της στον ώμο του. Τρίφτηκε λίγο στην μπλούζα του και εκείνος χάιδεψε το μάγουλό της.

«Σκεφτόμουν», ψέλλισε το αγόρι και επιτέλους, κατέβασε το φλασκί από τα χείλη του, «τι μπορεί να αλλάξει, μετά από σήμερα…»

«Ό,τι και αν αλλάξει μετά, εσύ δεν θα αλλάξεις γνώμη για αυτό που έχεις να κάνεις, έτσι; Έτσι είσαι, αφού».

«Ναι, έχεις δίκιο».

«Τι θα κάνεις, αν όλα πάνε καλά; Θα… γυρίσεις στο παλάτι σου;» η Τζέιν απομακρύνθηκε και κάθισε οκλαδόν πίσω του. Εκείνος, γύρισε να την κοιτάξει.

«Μάλλον», της είπε, «όμως, μόνο για να δείξω πως ζω. Για να μη στείλουν την αδερφή μου εδώ. Εξάλλου, θα με διώξουν μόλις δουν τα μάτια μου».

«Σκέφτηκες να τους μιλήσεις; Να τους πεις πως, δεν είναι τα πράγματα όπως νομίζουν;»

«Είμαι ένας, μόνο. Και να μιλήσω, ποιος θα με πάρει στα σοβαρά; Εξάλλου, για να κάνω κάτι τέτοιο, πρέπει και οι Μάγοι και οι Μάγισσες να είναι έτοιμοι να συνυπάρξουν με τους ανθρώπους… είναι εντάξει, είμαι προετοιμασμένος. Το σκέφτομαι από τότε που ξύπνησε η Μαγεία μου».

Ο Μάιλο είδε την έκφραση της Τζέιν να πηγαίνει από ουδέτερη, σε πικρή.

«Αν πας στο παλάτι, θα γυρίσεις πίσω σε εμένα; Ακόμα και αν δεν σε εξορίσουν;»

«Δεν ανήκω εκεί, πια, Τζέιν. Και να μην με εξορίσουν, πράγμα απίθανο, θα φύγω μόνος μου. Αν μείνω, θα είναι σαν να προδίδω και εκείνους και εμένα και εσένα».

«Γιατί;»

«Δεν, δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς. Απλά, δεν μου κάθεται καλά», γέλασε. «Τι σε έπιασε, πρωί-πρωί;»

«Σήμερα θα είναι επικίνδυνα. Μπορεί να πεθάνεις, Μάιλο, ή να πεθάνω εγώ, ή να πεθάνει ο αδερφός μου. Μπορεί να αλλάξουν πολλά πράγματα, όπως σκεφτόσουν. Δεν ξέρω πόσο μου αρέσει αυτό». Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τα πόδια της, τα οποία είχε φέρει τώρα κοντά στο στήθος της.

«Το περίεργο θα ήταν να σου άρεζε, το ξέρεις, ε;» της χαμογέλασε ο Μάιλο. «Τα έχουμε σκεφτεί όλα. Τίποτα δεν θα πάει στραβά. Είμαστε έτοιμοι, Τζέιν».

Ο νεαρός σηκώθηκε όρθιος, για να καθίσει δίπλα της. Πέρασε το χέρι του γύρω της και την κράτησε κοντά του. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο δικό του.

«Όλα θα πάνε καλά», είπε η κοπέλα με έναν αναστεναγμό.

«Όλα θα πάνε καλά», επανέλαβε ο Μάιλο, με τα μάτια του καρφωμένα στον ουρανό.

Η μέρα είχε ξεκινήσει.


Είχαν μαζέψει τα πράγματά τους και είχαν ξεκινήσει, για άλλη μια φορά, για μια τελευταία φορά, τον δρόμο τους προς τον Άρχοντα των Ψυχών. Ο χάρτης σταματούσε στο σημείο που βρισκόταν τώρα, ένα απέραντο ξέφωτο. Κανένα δέντρο δεν φαινόταν από εκεί και πέρα, μόνο γρασίδι και νεοανθισμένα λουλούδια. Όμως, δεν υπήρχε κανένα ίχνος ανθρώπου, εκεί.

Ο Μάιλο έσφιξε το χέρι της Τζέιν, ασυναίσθητα.

«Φοβάσαι;» ρώτησε η κοπέλα.

«Λίγο».

«Κι εγώ, λίγο».

«Μείνε εδώ, κρύψου στα δέντρα», ψιθύρισε ο Μάιλο και την φίλησε απαλά. Εκείνη ανταπέδωσε το φιλί και άφησε το χέρι του.

«Να προσέχεις», του είπε.

«Κι εσύ», ψιθύρισε και, έκανε μερικά βήματα προς τα μπρος. Στο ένατο βήμα, αγκάθια γεννήθηκαν από το γρασίδι και τον έκαναν να πισωπατήσει.

Ξεροκατάπιε, όταν είδε μια μορφή να εμφανίζεται, πίσω από το τελευταίο ορατό δέντρο. Ένας λιπόσαρκος άνδρας, με μακριά, ατημέλητα, κόκκινα μαλλιά και παλιά ρούχα, στάθηκε απέναντί του. Ο Μάιλο σήκωσε τα φρύδια του. Ο Άρχοντας ήταν ψηλός και γεροδεμένος, προσεγμένος και με τα πιο ακριβά ρούχα. Τουλάχιστον, έτσι τον έστηναν οι φήμες. Ο άνδρας που στεκόταν μπροστά του τώρα, φαινόταν σχεδόν αξιολύπητος. Δεν ταίριαζε στις περιγραφές, ήταν στ’ αλήθεια, το ακριβώς αντίθετό τους.

Ο Μάιλο ύψωσε το ανάστημά του, σε μια προσπάθεια να φανεί απειλητικός, ή αρκετά σημαντικός ώστε να μην σκοτωθεί κατευθείαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν έτοιμος.


0 views0 comments

Recent Posts

See All

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 10

«Είσαι ο Άρχοντας των Ψυχών;» ρώτησε διστακτικά το αγόρι, παραμένοντας όσο πιο ακίνητος μπορούσε. Ο άνδρας ύψωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Μάιλο και φάνηκε να αναστενάζει. «Πάλι», είπε και έκανε ένα

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 8

Η Τζέιν πήρε τον δρόμο πίσω προς το ρέμα, μόλις πάτησε το πόδι της στο σπίτι. Το στομάχι της ήταν δεμένο σε πολλαπλούς, άλυτους κόμπους. Δεν ήταν σωστό από μέρους της που άφησε τον Μάιλο εκεί. Ήξερε π

bottom of page