top of page
  • Writer's pictureΑναστασία Σκούλη

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 11

Τέσσερις μέρες και τρεις νύχτες αργότερα, ο Μάιλο είχε φτάσει έξω από την είσοδο του χωριού, όπου τον φιλοξένησε ο Νικ. Πήγε στο τρομακτικό εκείνο μέρος όπου είχαν θαμμένους τους ανθρώπους που εκτελούσαν. Όταν έφτασε στο Γέρικο Δέντρο, μια περίπου ώρα αργότερα, κοίταξε το ατελείωτο πράσινο και το στομάχι του σφίχτηκε.

«Όσο και αν είμαι κατά της τωρινής κατάστασης μεταξύ Μάγων και ανθρώπων, πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας να μισούν τους ανθρώπους. Αλλιώς δεν θα τους φοβούνται. Και αν δεν τους φοβούνται, θα είναι απροστάτευτα», του είπε τότε ο άνδρας. Ο Μάιλο εξακολουθούσε να πιστεύει πως είχε άδικο.

«Τα κατάφερα, Έλιοτ. Εξάλειψα τον κίνδυνο, χωρίς να σκοτώσω τον Άρχοντα». Γονάτισε στο γρασίδι, το οποίο χάιδευε ένα απαλό, τσουχτερό αεράκι. Χειμώνιαζε. «Ελπίζω να… δεν ξέρω, ελπίζω να είσαι καλά, όπου είσαι. Συγγνώμη, που δεν μπόρεσα να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω». Σηκώθηκε όρθιος, έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω.

«Ποιος είναι εκεί;»

Η ξαφνική, απειλητική φωνή τον έκανε να πηδήξει, όμως του φάνηκε κάπως γνωστή. Σαστισμένος, γύρισε προς τα πίσω, για να δει σε ποιον άνηκε η βραχνή φωνή.

«Μάιλο;»

«Νικ…» Κακό αυτό. Δεν περίμενα να τον δω στ’ αλήθεια και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω.

«Γύρισες ζωντανός…Χαίρομαι, αλήθεια», είπε και φαινόταν πως ένιωθε ό,τι έλεγε. Τα μάτια του, γελούσαν. «Έλα, κάθισε. Έχουμε πολλά να πούμε».

«Βασικά… δεν είχα πρόθεση να μείνω εδώ. Πρέπει να γυρίσω στο Παλάτι», έκανε μια μικρή παύση, «αλλά… θα μείνω λίγο».

«Σου χρωστάω ένα συγγνώμη», είπε διστακτικά ο Νικ, μόλις κάθισε σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου.

«Κι εγώ», απάντησε το αγόρι, αποφεύγοντας να καθίσει. Αν και ήταν κουρασμένος, τον είχε καταβάλλει μια ανεξήγητη, ξαφνική υπερένταση.

«Όχι, εσύ έκανες καλά που έφυγες. Δεν έπρεπε καν να σκεφτώ να σε χρησιμοποιήσω. Ο αδερφός μου είναι πολύ πονηρός, κατευθείαν σκέφτεται τέτοια πράγματα… δεν θα το ρίξω πάνω του, όμως. Συμφώνησα να το κάνω, και δεν θα σου πω ψέματα, μου φάνηκε ελκυστική η ιδέα να έχω τον Άρχοντα των Ψυχών στο πλευρό μου».

Ο Μάιλο χαμογέλασε. «Όπως και να έχει, ο Άρχοντας είναι νεκρός», ή τουλάχιστον, αυτό υποσχέθηκα στην Τζέιν πως θα πω.

«Νεκρός; Μα, πώς;»

«Στο βιβλίο που μου έδωσες… είχε ένα αρκετά χρήσιμο ξόρκι. Το χρησιμοποίησα. Ήταν αρκετά απαιτητικό, αλλά το κατάφερα. Εκπλήρωσα τη μοίρα μου και τώρα πρέπει να γυρίσω στο παλάτι».

«Μα, τα μάτια σου…»

«Το ξέρω. Θα πάω, θα τους δείξω πως ζω και θα γυρίσω πίσω στο δάσος».

«Έλα εδώ, τότε. Θα σε φιλοξενήσω όσο χρειαστεί».

«Το εκτιμώ, όμως έχω σπίτι, πιο βαθιά στο δάσος. Τέσσερις μέρες από δω, στα δυτικά».

«Εντάξει, τότε. Θα χαρώ να επανορθώσω για την χαζομάρα που έκανα. Αν χρειαστείς κάτι ποτέ, μπορείς να βασιστείς πάνω μου», ο Νικ σηκώθηκε και έσπρωξε φιλικά τον Μάιλο.

«Ευχαριστώ πολύ», είπε εκείνος, «για όλα. Θα… θα φύγω, λοιπόν».

«Στο καλό, μικρέ. Να προσέχεις».

Ο Νικ κοιτούσε τον Μάιλο όσο εκείνος έφευγε προς την κατεύθυνση του Παλατιού, με περηφάνια.


Η Λούλου κρατούσε συντροφιά στον Μάιλο καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Κούρνιαζε στα χέρια του όταν έπεφτε η νύχτα και πετούσε μπροστά του, σαν να του δείχνει τον δρόμο ή να τον προστατεύει, όταν ξημέρωνε. Εκείνος κοιμόταν για λίγο, όταν το πτηνό ήταν ξύπνιο, ώστε να τον ειδοποιήσει αν απειλούνται από κάτι. Δεν ήθελε να χρησιμοποιεί αμυντικά ξόρκια, για να εξοικονομήσει Μαγεία, σε περίπτωση που του χρειαζόταν κάπου αλλού. Κι όντως, του ήταν πιο χρήσιμη όταν τους επιτίθονταν θηρία.

Περνώντας τον ξενώνα από όπου είχαν ξεκινήσει όλα, κατάλαβε πως σε μισή μέρα, θα έφτανε στο Παλάτι. Ήταν βράδυ, αν όλα πήγαιναν καλά, θα ήταν εκεί πριν το μεσημέρι. Το στομάχι του σφίχτηκε. Αναρωτιόταν μέρες τώρα, όμως εκείνη τη στιγμή, η σκέψη ήταν πιο δυνατή: έκανα καλά που επέλεξα να γυρίσω;

Θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Ήξερε, πως ο πατέρας του είχε αυτό το σενάριο ως πρώτη επιλογή από τη στιγμή που γεννήθηκε. Τον είχε ακούσει να το λέει. Αν τον έβλεπε, το πιθανότερο ήταν πως θα του επιτιθόταν. Παρόλα αυτά, έπρεπε να τους δείξει πως είναι ζωντανός. Για την Τζουλάι και τη Μαρία.

Πράγματι, ήταν στην πίσω πύλη του Παλατιού, πριν ο ήλιος φτάσει στη μέση του ουρανού. Δεν ένιωθε έτοιμος να περάσει τις πύλες. Τι θα έκαναν οι φρουροί; Θα τον άφηναν να περάσει, βλέποντας τα μάτια του, ακόμα και αν ήξεραν πως ήταν γιος του Βασιλιά; Ή θα τον σκότωναν επιτόπου; Δεν ήθελε να σκέφτεται το δεύτερο σενάριο.

Έβγαλε την κουκούλα της κάπας του. «Μείνε εδώ, θα επιστρέψω σε λίγο», είπε στη Λούλου και προχώρησε προς την πύλη.

Οι δυο ιππότες που την φύλαγαν, ύψωσαν τα δόρατά τους μόλις τον είδαν.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο ένας.

«Μάιλο Λουξ. Ο τρίτος γιος του βασιλιά».

Ο ένας εκ των ιπποτών χαμήλωσε το δόρυ του. «Πράγματι», είπε.

Ο άλλος τον κοίταξε με απορία.

«Λίγοι τον έχουν δει. Λόγω των ματιών του…» ο ψίθυρός του ακούστηκε απειλητικός.

«Θα με αφήσετε να περάσω στο σπίτι μου; Έχω φέρει εις πέρας την αποστολή μου και θέλω να ενημερώσω την αυτού Μεγαλειότητά του». Το βλέμμα του παρέμεινε σοβαρό. Τα χέρια του, κρυμμένα στην κάπα, έτρεμαν.

«Είσαι Μάγος», του είπε ο φρουρός που τον γνώρισε, περιφρονητικά. «Πρέπει να το αναφέρω στην Μεγαλειότητά του. Εκείνος θα αποφασίσει αν θα περάσεις μέσα ή όχι».

«Μάλιστα», απάντησε χαμηλόφωνα ο πρίγκηπας και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, χωρίς να χάνει την έκφρασή του.

Ο μελαχρινός ιππότης έκανε μεταβολή και φάνηκε να πηγαίνει προς το παλάτι. Ο Μάιλο θα περίμενε, χωρίς να βγάλει άχνα. Aυτό ήθελε, τουλάχιστον. Ο ιππότης που έμεινε, όμως, ύψωσε το δόρυ του εναντίον του Μάιλο, κοιτώντας τον φοβισμένος.

«Δεν με νοιάζει αν είσαι παιδί ή πρίγκιπας. Είσαι Μάγος. Αυτό σε καθιστά απειλή».

«Γιατί να θέλω να πληγώσω τους ανθρώπους μου;» ψύχραιμος, όσο μπορούσε τουλάχιστον, του απάντησε.

«Δεν ξέρω πώς σκέφτεστε εσείς οι Μάγοι. Πάω στοίχημα πως δεν θα είναι δύσκολο να βρεις ένα λόγο να σφαγιάσεις τους πάντες στο πέρασμά σου. Aυτό κάνετε, εξάλλου».

«Οι άνθρωποι, δεν σκοτώνουν Μάγους; Δεν υπάρχουν άνθρωποι εγκληματίες; Δολοφόνοι;»

«Υπάρχουν», ο φρουρός χαμήλωσε το βλέμμα του όμως ύψωσε το δόρυ του παραπάνω. Η μύτη της λεπίδας, ακουμπούσε τώρα το στομάχι του Μάιλο.

«Τότε, γιατί να μην υπάρχουν καλοί Μάγοι;»

«Γιατί οι Μάγοι γεννιούνται δολοφόνοι».

Ο Μάιλο κατάλαβε πως δεν μπορούσε να απαντήσει κάτι σε αυτό. Δεν θα μπορούσε να του αλλάξει τη γνώμη. Ύψωσε τα χέρια του και χαμογέλασε αμήχανα, έκανε ένα βήμα πίσω. «Μην μου μιλάς, σε παρακαλώ», του είπε.

Εκείνη τη στιγμή, πίσω από την θυμωμένη έκφραση του φρουρού, εμφανίστηκε ο μελαχρινός ιππότης. Και πιο πίσω, ο πατέρας και η μητέρα του Μάιλο.

Ο πρίγκιπας κατέβασε τα χέρια του, τα μάτια του και το πρόσωπό του. Σχεδόν τρόμαξε. Δεν ήξερε τι να περιμένει. Νόμιζα πως θα γυρίσει απλά με την εντολή του πατέρα, όχι με τον ίδιο, σκέφτηκε, προσπαθώντας να βρει τρόπο να επαναφέρει την σοβαρή του έκφραση.

«Μάιλο».

Άκουσε αυστηρή την φωνή του πατέρα του και ύψωσε το κεφάλι του, αναγκαστικά. Ο βασιλιάς τον κοίταξε στα μάτια. Κοίταξε τα μάτια του. Επίμονα. Σχεδόν επίπονα.

«Ώστε είσαι Μάγος, τελικά».

«Μάλιστα, πατέρα. Όμως, εγώ-»

«Και τόλμησες να έρθεις εδώ. Και ο Έλιοτ; Πού είναι;»

Ο Μάιλο κατάπιε τον κόμπο στον λαιμό του. «Ο Έλιοτ είναι νεκρός, πατέρα».

«Ο Έλιοτ πέθανε κι εσύ έζησες…εσύ τον σκότωσες;»

«Έντγκαρ!» έκανε η μητέρα του ταραγμένη.

«Όχι, φυσικά. Ο Έλιοτ πέθανε προσπαθώντας να με προστατεύσει, όπως άλλωστε ήταν το καθήκον του», ψιθύρισε ο πρίγκιπας, με το σώμα του να τρέμει. Δεν περίμενα να με κατηγορήσει και για αυτό…

«Και η αποστολή σου;»

«Είναι νεκρός, πατέρα, ο Άρχοντας των Ψυχών».

«Αλήθεια;»

«Ναι… δεν θα απειλήσει κανέναν ξανά», είπε και έβγαλε από τη τσάντα του ένα κομμάτι από τα αγκάθια του Άρχοντα.

Ο Βασιλιάς ύψωσε το φρύδι του. «Παρόλα αυτά, δεν έχεις καμία θέση στον θρόνο μου, το γνωρίζεις, έτσι; Δεν ανήκεις εδώ».

«Το γνωρίζω».

Ο Μάιλο κοιτούσε μια την μητέρα και μια τον πατέρα του, προσπαθώντας να δει κάποια οριστική αντίδραση. Τα μάτια του Βασιλιά έκρυβαν μόνο οργή και απογοήτευση. Της μητέρας του, ήταν γεμάτα ανησυχία. Δεν μπορούσε να προβλέψει ποιος θα έλεγε τι στη συνέχεια, κι αυτό τον τρόμαζε. Ήθελε να δει τις αδερφές του και την Σάε. Ήθελε να γυρίσει πίσω στην Τζέιν, όμως δεν ήταν σίγουρος αν θα το κατάφερνε αυτό. Οι πιθανότητες να μην κατάφερνε να φύγει ζωντανός, είχαν αυξηθεί μέσα στο κεφάλι του.

Έπρεπε να του πει, όμως, κάτι που είχε μάθει στο ταξίδι του.

«Δεν θέλω τον θρόνο, πατέρα», είπε και αναστέναξε. «Θέλω να μεγαλώσουν σωστά η Τζουλάι και η Μαρία. Και θέλω να δεις, πατέρα, πως επειδή είμαι διαφορετικός, αυτό δεν με κάνει και τρομακτικό. Και θέλω να το δεις και να το αποδεχτείς. Το μίσος ενάντια στους Μάγους, μπορεί να φέρει μόνο περισσότερο μίσος και περισσότερους πολέμους. Είναι διαφορετικοί, αλλά έχουν κι εκείνοι ψυχή και φόβους. Και ζωή. Δεν μπορείς να αναιρείς αυτά τα χαρακτηριστικά τους, απλά και μόνο επειδή δεν είναι σαν εσένα. Αν δεν το καταλάβεις αυτό και αν δεν το πεις και στις αδερφές μου, τότε θα μεγαλώσουν μισώντας τους άλλους, χωρίς λόγο. Η Τζουλάι ίσως όχι, γιατί είναι ούτως ή άλλως ανοιχτόμυαλη, η Μαρία όμως είναι μικρή ακόμα. Μπορείς να της το περάσεις».

«Τελείωσες;» είπε απαξιωτικά ο πατέρας του.

«Τελείωσα».

«Δεν ξέρω τι συνέβη στο ταξίδι σου, αλλά απέκτησες πολύ θράσος νεαρέ. Σε νοιάζομαι, είσαι γιος μου άλλωστε. Αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να μου λες τι να κάνω και πώς να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Ειδικά εφόσον τελικά είσαι Μάγος, που σημαίνει πως δεν ανήκεις καν στην οικογένειά μου, πια. Θα σε αφήσω να ζήσεις», πρόσθεσε, σαν να του έκανε χάρη, «όμως απαιτώ να εξαφανιστείς τώρα από εδώ».

«Θέλω να δω τις αδερφές μου και τη Σάε».

«Έλα μέσα, Μάιλο», μίλησε επιτέλους η μητέρα του, και ο πατέρας του την κοίταξε έκπληκτος. Δεν είχε το παθητικό βλέμμα που φορούσε συνήθως.

Ο Μάιλο υπάκουσε, πιο πολύ από αντίδραση προς τον πατέρα του. Περπάτησε μέχρι την πύλη, όμως οι φρουρού τον σταμάτησαν, σχηματίζοντας ένα Χ με τα δόρατά τους.

«Αφήστε τον να περάσει. Σας διατάζει η Βασίλισσα».

Αφού κοιτάχτηκαν, οι ιππότες έκαναν στην άκρη.

Ο νεαρός πρίγκιπας πέρασε τις πύλες του Παλατιού, προσπέρασε τον πατέρα του, χωρίς να τον κοιτάζει και στάθηκε μπροστά στη μητέρα του. Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να ακολουθήσει. Φανταζόταν πως η μητέρα του δεν θα τον χτυπούσε, του φερόταν πάντα τρυφερά. Όμως, αυτό ήταν γιατί τότε ήταν άνθρωπος. Τώρα, ήταν Μάγος. Ήταν ουσιαστικά προδότης της ίδιας του της οικογένειας, χωρίς καν να μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Οπότε, όταν βρέθηκε μπροστά της, όσο κι αν ήθελε, δεν τόλμησε να υψώσει τα μάτια του.

«Μάιλο, κοίταξέ με», του είπε.

Μόλις εκείνος σήκωσε το κεφάλι του, εκείνη χάιδεψε το πρόσωπό του, με την ίδια στοργή και ζεστασιά, όπως πάντα. Ήταν πάντοτε τόσο σίγουρος πως η γυναίκα του φερόταν ως είχε, από λύπηση, που δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό πως θα μπορούσε όντως να είναι μητρική αγάπη.

«Για δες, σου πάει καλύτερα αυτό το χρώμα, τελικά. Έτσι πρέπει να είσαι, τότε».

Ο Μάιλο βούρκωσε. Έκανε μισό βήμα και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη Βασίλισσα.

Είναι παιδί, σκέφτηκε εκείνη, πέρα από όλα τα υπόλοιπα, είναι απλά ένα παιδί. Είναι ο γιός μου, είναι το δικό μου παιδί. Δεν θα τον αφήσω να φύγει πληγωμένος από εδώ.

«Έλα», του είπε, «πάμε να δεις τις αδερφές σου».

Εκείνος κατένευσε, ακόμη στην αγκαλιά της. Απομακρύνθηκε και την ακολούθησε σαν μικρό παιδί. Παρόλο που ήταν αργοπορημένη, ίσως έτσι έπαιρνε την αγάπη που του στερήθηκε σαν παιδί. Ίσως για αυτό τελικά, φερόταν έτσι τώρα. Δεν του άρεσε, όμως θα επέτρεπε στον εαυτό του να φερθεί έτσι, έστω για λίγο.

Η Τζουλάι καθόταν στο γρασίδι στον κήπο, κάτω από έναν πλάτανο, μαζί με τη Μαρία. Της μάθαινε να φτιάχνει στεφάνια από λουλούδια. Το μικρό κορίτσι είχε διάφορα κομμένα άνθη γύρω του, μάλλον από αποτυχημένες προσπάθειες.

«Τζουλάι, Μαρία!» φώναξε η Βασίλισσα, και τα δυο κορίτσια γύρισαν προς το μέρος της.

Τα λουλούδια έπεσαν από τα χέρια της μεγαλύτερης κόρης, όταν γύρισε να κοιτάξει τον νεαρό με τα λασπωμένα ρούχα και τα ατημέλητα μαλλιά. Σηκώθηκε όρθια ευθέως, και έτρεξε προς το μέρος του. Τον αγκάλιασε με τέτοια δύναμη, που τον έριξε κάτω.

«Είσαι ζωντανός!»

«Όχι για πολύ, αν συνεχίσεις να με σφίγγεις τόσο», της γέλασε.

Εκείνη κάθισε δίπλα του, κοιτώντας τον με ένα ατελείωτο χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό της.

«Μάιλο!» ακούστηκε η λεπτή φωνή της μικρότερης κόρης.

Το αγόρι άνοιξε τα χέρια του και η Μαρία προσγειώθηκε στην αγκαλιά του. Πιο πίσω, η μητέρα τους χαμογελούσε δακρύζοντας.

«Πού ήσουν τόσο καιρό; Σε νομίζαμε νεκρό…» ψέλλισε βουρκωμένη η Τζουλάι, κρατώντας το χέρι του. Δεν φάνηκε να είχε παρατηρήσει τα μάτια του, ή αν είχε, τότε δεν φάνηκε να την ενδιαφέρει η αλλαγή.

«Δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι είμαι μαζί σας τώρα. Θα φύγω, βέβαια, μόλις πέσει η νύχτα».

«Γιατί;»

«Ο πατέρας με έδιωξε. Δεν μπορώ να μείνω άλλο».

«Επειδή είσαι Μάγος;» ρώτησε το κορίτσι, κοιτώντας τα μάτια του.

«Επειδή είσαι Μάγος», επανέλαβε η κοπέλα, «δεν το πιστεύω ότι σε έδιωξε για αυτό… δεν θα πείραζες ούτε μύγα…»

Ο Μάιλο χαμογέλασε αμήχανα. Πού να ‘ξερες, σκέφτηκε. «Όπως και να έχει, πρέπει να επιστρέψω στην Τζέιν».

«Τζέιν;» ρώτησε η Τζουλάι και τράβηξε μια ανάσα, έκπληκτη, «Βρήκες κοπέλα;»

«Μπορεί», γέλασε εκείνος.

«Γιατί δεν την έφερες να τη γνωρίσουμε;» ρώτησε η Βασίλισσα, χαμογελώντας.

«Αν έφερνα και εκείνη, ο πατέρας θα μας είχε εκτελέσει και τους δυο μέχρι τώρα».

«Μάιλο, θα φύγεις;» ρώτησε η Μαρία, κουρνιασμένη στην αγκαλιά του.

Εκείνος δεν ήθελε να της πει την αλήθεια, δεν ήθελε όμως ούτε να της πει ψέματα. Οπότε, την κράτησε στα χέρια του και ξεκίνησε να πλέκει τα μαλλιά της. «Θα φύγω», της είπε, «Όμως θα έρχομαι να σας βλέπω, και θα σε πάω κι εκεί που μένω. Ξέρεις, έχω για γειτόνισσα μια γοργόνα. Θα τη λατρέψεις».

Το κορίτσι τινάχτηκε από ενθουσιασμό και τα μαλλιά της, ξέφυγαν από τα δάχτυλα του Μάιλο. «Γοργόνα;! Πότε θα έρθεις να με πάρεις; Να έρθω μαζί σου από τώρα;»

«Θα μεγαλώσεις λίγο περισσότερο», τη χάιδεψε, τραβώντας το «ι» όσο μιλούσε, «και θα έρθω να σε πάρω, με τη πρώτη ευκαιρία. Το δάσος είναι πολύ τρομακτικό για εσένα, ακόμα».

«Μμ, καλά!» αναφώνησε, «Όμως, υπόσχεσαι. Έτσι;»

«Υπόσχομαι», ο Μάιλο κίνησε το χέρι του στην καρδιά του. «Είδες;»

Το κορίτσι κατένευσε.

«Τζουλάι, μπορώ να σου πω, λίγο; Έλα μαζί μου».

Την πήρε από το χέρι, αφήνοντας τη Μαρία στη μητέρα τους. η Τζουλάι τον ακολούθησε πίσω από τον πλάτανο, και μετά μερικά βήματα ακόμη πιο μακριά.

«Τι έγινε;»

«Είδα τον Ντέιβιντ».

Το πρόσωπό της άσπρισε. «Τι; Ο… ο Ντέιβιντ ζει; Γιατί δεν τον έφερες;»

«Όχι, δεν ζει. Ο Ντέιβιντ δεν είναι ζωντανός. Είδα τη ψυχή του, όμως. Και του μίλησα, έτσι. Πριν φύγω για να έρθω, είπε συγγνώμη που σε άφησε μόνη. Είπε ότι του λείπεις, μα ότι δεν θέλει να σε δει. Αν σε δει, δεν θα είναι καλό για εσένα μάλλον. Είπε να ζήσεις αρκετά και για εκείνον».

«Δεν θέλω να πεθάνω ακόμα… οπότε, πες του εσύ πως τον αγαπώ. Και πως μου λείπει. Και πως θα ζήσω. Πως θα τον αντικρίσω γριά. Και πες του να μη τολμήσει να με κοροϊδεύει, όταν έρθει εκείνη η ώρα…» οι λέξεις της, ήταν διακεκομμένες από λυγμούς. Είχε γραπωθεί στην κάπα του Μάιλο και έκλαιγε. Εκείνος την κρατούσε από τα μπράτσα. Αν την άφηνε, μάλλον θα έπεφτε.

«Θα του τα πω», της ψιθύρισε και την τράβηξε κοντά της για να την αγκαλιάσει.

Με τη δύση του ηλίου, ο Μάιλο βρισκόταν ξανά στην πίσω πύλη του Παλατιού. Κρατούσε τη Μαρία στην αγκαλιά του. Απέναντί του, στεκόταν η μητέρα του και η Τζουλάι. Ο πατέρας του βρισκόταν μέσα στο Παλάτι, κοιτούσε τη σκηνή να εκτυλίσσεται από το παράθυρο.

«Φεύγεις, λοιπόν; Μπορείς να μείνεις, αλήθεια. Η Σάε θα γυρίσει σε μια εβδομάδα. Μπορείς να μείνεις, έστω και μέχρι τότε», είπε η Βασίλισσα, σχεδόν παρακαλώντας τον.

«Όχι, μητέρα, θα είναι καλύτερα να φύγω. Είναι κρίμα που δεν την είδα, όμως θα δω τη Σάε την άλλη φορά που θα έρθω. Δεν θα αργήσω πολύ να επισκεφτώ, αλήθεια».

Άφησε τη Μαρία στο έδαφος, αγκάλιασε την Τζουλάι και τη μητέρα του, όσο πιο σφιχτά μπορούσε και έριξε ένα βλέμμα στον πατέρα του. Εκείνος, από μακριά, φάνηκε να κατανεύει και γύρισε την πλάτη του.

«Αντίο, λοιπόν. Θα τα πούμε ξανά σύντομα». Πήρε στα χέρια του τη Λούλου, και χάθηκε στη χλωρίδα του Δάσους των Λαβυρίνθων, αφήνοντας πίσω του την οικογένειά του. Αυτή τη φορά, χωρίς τον φόβο του θανάτου και του αγνώστου, χωρίς να διαπραγματεύεται με τον εαυτός του το τι είναι, το ποιος είναι. Τώρα, ήταν σίγουρος. Τώρα, ήξερε.


Ο Κέιν ήταν ο πρώτος που είδε τον Μάιλο να πλησιάζει. Τον χαιρέτισε χαμογελώντας. Η Καλλιρόη ξεπρόβαλλε από το νερό μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και τον κάλεσε κοντά τους, ενθουσιασμένη.

«Μας γύρισες», είπε η γοργόνα στοργικά.

«Καιρός δεν ήταν;»

«Ήταν, πίστεψε με. Δεν θα αντέχαμε τη γκρίνια της Τζέιν για πολύ ακόμα», γέλασε ο νεαρός άνδρας.

«Όσο και αν δεν θέλω να το παραδεχτώ, ο Κέιν έχει δίκιο σε αυτό».

«Σας πιστεύω», γέλασε ο Μάιλο, κάνοντας εικόνα το σκηνικό στο μυαλό του. «Πού είναι;»

«Κυνηγάει, ξέρεις τα λημέρια της», απάντησε ευχάριστα η Καλλιρόη.

«Τα ξέρω, θα πάω να την βρω, ευχαριστώ», είπε το αγόρι κι έκανε μεταβολή, όμως η σταθερή φωνή της γοργόνας τον σταμάτησε.

«Μάιλο», είπε κι εκείνος γύρισε να κοιτάξει εκείνη και τον Κέιν. «Καλώς ήρθες σπίτι».

Ο νεαρός Μάγος χαμογέλασε ζεστά και κατένευσε. «Καλώς σας βρήκα».


Η Τζέιν κυνηγούσε ένα αγριογούρουνο, όταν άκουσε βήματα κοντά της. Γύρισε απότομα προς τα πίσω και πέταξε το στιλέτο της προς την κατεύθυνση από όπου άκουσε τον ήχο. Η λεπίδα καρφώθηκε σε ένα δέντρο, λίγα εκατοστά μακριά από το πρόσωπο του Μάιλο.

«Ούτε μια έκπληξη δεν μπορώ να σου κάνω», γέλασε ο νεαρός Μάγος.

Η Τζέιν χαμογέλασε και έτρεξε κατά πάνω του. Πήδηξε στην αγκαλιά του, εκείνος την έπιασε και τη στριφογύρισε, πριν τη φιλήσει απαλά.

«Γύρισες!»

«Για να με βλέπεις».

«Πάμε σπίτι. Θέλω να μου τα πεις όλα», του είπε η Τζέιν, χαμογελώντας πλατιά.

Ο Μάιλο χαμογέλασε και τη φίλησε ξανά, στο μέτωπο αυτή τη φορά. «Θα σ’ τα πω. Πάμε, όμως. Θέλω να καθίσω στο σπίτι, μαζί σου».

Η νεαρή Μάγισσα πήρε το στιλέτο από το δέντρο και το έβαλε στο θηκάρι του. Τον κράτησε από το χέρι και κατηφόρισαν, πλάι στο ποτάμι, προς την καλύβα, όπου και θα περνούσαν τις μέρες τους, στο εξής.

Δεν χρειάζεται σκέψη. Ξέρω ποιος είμαι. Ξέρω τι είμαι και ξέρω τι θέλω. Αυτό είναι αρκετό για εμένα. Μου φτάνει, για να πορευτώ.


-ΤΕΛΟΣ-



10 views0 comments

Recent Posts

See All

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 10

«Είσαι ο Άρχοντας των Ψυχών;» ρώτησε διστακτικά το αγόρι, παραμένοντας όσο πιο ακίνητος μπορούσε. Ο άνδρας ύψωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Μάιλο και φάνηκε να αναστενάζει. «Πάλι», είπε και έκανε ένα

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 9

Ο Μάιλο ένιωθε εξουθενωμένος και κοιμήθηκε σύντομα. Η Τζέιν κρατούσε το χέρι του καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Εκείνη δεν έκλεισε μάτι. Προτιμούσε να τον κοιτάζει να κοιμάται ήρεμος, τώρα που ήξερε

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 8

Η Τζέιν πήρε τον δρόμο πίσω προς το ρέμα, μόλις πάτησε το πόδι της στο σπίτι. Το στομάχι της ήταν δεμένο σε πολλαπλούς, άλυτους κόμπους. Δεν ήταν σωστό από μέρους της που άφησε τον Μάιλο εκεί. Ήξερε π

bottom of page