top of page
  • Writer's pictureΑναστασία Σκούλη

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 8

Η Τζέιν πήρε τον δρόμο πίσω προς το ρέμα, μόλις πάτησε το πόδι της στο σπίτι. Το στομάχι της ήταν δεμένο σε πολλαπλούς, άλυτους κόμπους. Δεν ήταν σωστό από μέρους της που άφησε τον Μάιλο εκεί. Ήξερε πως αυτή ήταν η αποστολή του, πως δεν το έκανε από πείσμα. Ήταν υποχρέωσή της να του εξηγήσει τι συνέβαινε πραγματικά με τον Άρχοντα των Ψυχών. Οπότε, έκανε επιτόπου μεταβολή, και ξεκίνησε να γυρίσει προς το ρέμα, σχεδόν τρέχοντας. Ήταν κοντά στο σημείο όπου είχαν χωριστεί, όταν είδε και ένιωσε την υγρή ζέστη από μαύρες φλόγες που απλώνονταν έως τον ουρανό. Κατάμαυρες σπίθες πετούσαν γύρω της, προς όλες τις κατευθύνσεις.

«Τι είναι αυτό…» ψιθύρισε, καθώς έτρεχε προς την κατεύθυνση από όπου προερχόταν η δυσωδία και η πυκνή μαυρίλα.

Η Λούλου σταμάτησε να την ακολουθεί αμέσως μετά την έκρηξη Μαγείας. Η Τζέιν προσευχόταν στους θεούς, ήλπιζε να ήταν καλά. Έφτασε στο σημείο εξουθενωμένη, η δύναμη της ενέργειας που πήγαζε από τις φλόγες έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική και στενή, και η Τζέιν ένιωθε σαν να ήταν κλεισμένη σε ένα μικρό δωμάτιο, και όχι στην ανοιχτωσιά του δάσους.

Σταμάτησε τον εαυτό της απότομα. Τα μαύρα σύννεφα καπνού, απειλούσαν να τη καταβροχθίσουν. Κάπου εκεί, πίσω από τα σύννεφα και μπροστά από τις φλόγες, στεκόταν ο Μάιλο.

«Μάιλο! Μάιλο!!» φώναξε η κοπέλα, όμως το αγόρι δεν κουνήθηκε.

Η Τζέιν τόλμησε να κάνει μερικά βήματα προς τον καπνό. Το πόδι της βρήκε στο σώμα ενός άνδρα, μαυρισμένο και μάλλον άψυχο, αλλά όχι καψαλισμένο. Ξεροκατάπιε και συνέχισε, αποφεύγοντας με όλη της τη δύναμη να κοιτάξει την έκφραση του θύματος. Είχε καλύψει τα μάτια της με το χέρι της, προσπαθώντας να απωθήσει τον καπνό. Έφτασε κοντά στον Μάιλο, αρκετά κοντά για να δει πόσο τραυματισμένος ήταν, αρκετά κοντά για να δει το δέρμα του, που γινόταν σιγά σιγά πιο μαύρο και από την νύχτα, που είχε πλέον απλωθεί.

«Μάιλο! Μάιλο, σε παρακαλώ, κοίτα με!» φώναξε, μέχρι να πονέσει ο λαιμός της. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει επαρκώς πλέον. Δεν είχε πολλές επιλογές ούτως ή άλλως, οπότε αποφάσισε να τα ρισκάρει όλα.

Με δυο μεγάλα, δύσκολα βήματα, βρέθηκε πάνω του. Τον έσφιξε στα χέρια της, αρνιόταν να τον αφήσει, παρά τη δύναμη που την έδιωχνε μακριά του, σαν δυνατός αέρας.

«Άκουσέ με! Αν το συνεχίσεις αυτό θα πεθάνεις! Θα εξαντληθεί η Μαγεία σου και θα πεθάνεις, Μάιλο! Δεν θα μπορέσεις να σώσεις τις αδερφές σου!»

«Τι λέει;»

Μην την ακούς. Εγώ έχω τον έλεγχο τώρα.

«Πρέπει να ζήσω».

Μα, φυσικά.

«Μάιλο! Δεν θα τα καταφέρεις! Σε παρακαλώ, σύνελθε. Δεν είσαι εσύ αυτός!» ούρλιαξε το κορίτσι, κλαίγοντας πια, με όση ανάσα είχε μείνει στα πνευμόνια της.

Οι φλόγες τρεμόπαιζαν και αυξομειώνονταν. Ο καπνός είχε γίνει λεπτότερος. Ο Μάιλο παλεύει, είμαι σίγουρη…

«Φτάνει, με έσωσες, ευχαριστώ, αρκετά όμως. Δεν σε χρειάζομαι άλλο. Πάρε με από εδώ. Πρέπει να τη δω».

Δεν πρέπει, θέλεις.

«Άφησέ με να πάρω τον έλεγχο», είπε ο Μάιλο και έκανε ένα βήμα έξω από τη μαύρη λίμνη, της οποίας το ζοφερό, κολλώδες περιεχόμενο, έτρεχε στο σώμα του. Σκληρά, γλοιώδη σκοινιά, τον κρατούσαν πίσω στην λίμνη, όμως εκείνος προσπαθούσε να τα σκίσει.

Πώς μπορείς να βγεις από εκεί… ψέλλισε η σκιά, η σκιά του Μάιλο.

«Μάλλον, αν είσαι ο κάτοχος αυτού του σώματος, μπορείς να βγεις στην επιφάνεια πιο εύκολα».

Η σκιά προσπαθούσε να τον ρίξει μέσα στη λίμνη, όσο εκείνος προσπαθούσε να απελευθερωθεί από εκείνη. Ούρλιαζε και πάλευε, τόσο εκείνος όσο και το απρόσωπο είδωλό του. Όταν η σκιά κατάφερε να τον ρίξει πίσω στη λίμνη, εκείνος την τράβηξε μαζί του, στον πάτο της ατελείωτης μαυρίλας.

Η Τζέιν έπεσε στα γόνατά της, όταν ο Μάιλο σωριάστηκε στα χέρια της. Και εκείνη, δεν κατάφερε να κρατήσει τις αισθήσεις τις για πολύ ακόμα.


Η Λούλου πίεζε το πρόσωπο και το σώμα της ιδιοκτήτριάς της, απαλά και προσεκτικά, με το ράμφος και τα νύχια της. Έτσι έκανε πάντα για να την ξυπνήσει. Σήμερα, όμως, ήταν διαφορετικά. Σήμερα δεν είχε καταφέρει ακόμη να την κάνει να ανοίξει τα μάτια της. Μερικά επίμονα και επίπονα τσιμπήματα με το ράμφος της ακόμη, και κατάφερε να κάνει τα βλέφαρά της να πεταρίσουν.

Η Τζέιν Μούγκρισε και γύρισε την πλάτη της στο χώμα. Πήρε μια γκριμάτσα πόνου και άνοιξε τα μάτια της αργά, μόνο για να τα ξανακλείσει, στο φως του ήλιου. Γύρισε στο πλάι και τα ξανάνοιξε, καλύπτοντάς τα με το χέρι της. Ένοιωσε τα πούπουλα της Λούλου να χαϊδεύουν την παλάμη της. Ένιωθε εξουθενωμένη, τόσο που δεν πίστευε ότι μπορεί να κουνηθεί χωρίς να νιώσει αφόρητη υπνηλία ξανά. Πριν προλάβει να αναρωτηθεί γιατί ένιωθε έτσι, οι αναμνήσεις της περασμένης νύχτας την χτύπησαν βίαια.

Σηκώθηκε απότομα, καταπολέμησε την ανάγκη να πέσει πάλι πίσω στο έδαφος και κοίταξε τριγύρω. Ο Μάιλο ήταν λιπόθυμος, δίπλα της. Ήταν χτυπημένος και χλωμός. Ανησυχητικά χλωμός. Τον άγγιξε, διστακτικά. Δεν ήταν κρύος. Πλησίασε το στήθος του, άκουσε την καρδιά του. Χτυπούσε, αργά αλλά ρυθμικά. Οι ανάσες του ήταν ρηχές.

«Τι θα κάνω…» ψιθύρισε. Δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να τον κουβαλήσει μέχρι το σπίτι της, τώρα. Δεν θα μπορούσε να πάει τον εαυτό της μέχρι εκεί, μάλλον, κι ας ήταν μικρή η απόσταση.

Τον ταρακούνησε με όση δύναμη είχε, λέγοντας το όνομά του, όμως δεν ανταποκρίθηκε. Δοκίμασε να τον χαστουκίσει, όμως ούτε αυτό δούλεψε. Με μια βαθιά ανάσα, η Τζέιν μάζεψε τις δυνάμεις της, τύλιξε το χέρι του γύρω της και σηκώθηκε όρθια. Κατάφερε να κάνει μερικά βήματα, πριν πέσει στα γόνατά της.

«Δεν γίνεται», μουρμούρησε. Είχε αρχίσει να δακρύζει, όλο της το σώμα πονούσε, δεν είχε ενέργεια να συνεχίσει να κινείται. Σωριασμένη στο υγρό γρασίδι, σκεφτόταν, όσο μπορούσε πιο καθαρά. Πρέπει να κάνω κάτι, πρέπει να φύγουμε από εδώ, πρέπει να μιλήσω στην Καλλιρόη… όμως δεν μπορώ να της μιλήσω μέχρι το βράδυ… κι αν, κι αν μέχρι τότε δεν αναπνέει πια; Κοίταξε το χρώμα του Μάιλο, που γινόταν όλο και πιο ανοιχτό όσο περνούσε η ώρα. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Πάνω στον πανικό της, δεν είχε σκεφτεί τη Μαγεία ως λύση. Όμως τώρα, που είχε αποφασίσει πως έπρεπε να βρει μια λύση, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη.

Ψέλλισε το ξόρκι και έκανε τον Μάιλο να αιωρείται, και όσο για την ίδια, χρησιμοποίησε ένα ξόρκι που καταργούσε κάποιες από τις αισθήσεις της. Ήταν περίεργο και απόκοσμο το γεγονός πως δεν μπορούσε να νιώσει πού πατούσε, όμως ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Ακόμη και αυτό, όμως, την κούραζε. Μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, είχε πλησιάσει πολύ κοντά στη Μαγική Εξάντληση. Άθελά της, άφησε τον Μάιλο να σκάσει στο έδαφος χωρίς να τον έχει κατεβάσει αρκετά. Το αγόρι δεν χρειαζόταν άλλα τραύματα, είχε ήδη αρκετά.

Τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και πέρασε τις πληγές του με ένα βρεγμένο πανί, όσες μπορούσε να δει, τουλάχιστον. Η μπλούζα του ήταν κολλημένη στο δέρμα του με αίμα. Υπέθεσε πως θα ήταν καλύτερο να την ξεκολλήσει τώρα, όσο δεν είχε τις αισθήσεις του ακόμα. Η πληγή δεν ήταν βαθιά, όμως ήταν μεγάλη, σαν να τον είχαν μαχαιρώσει πολλές φορές στο ίδιο σημείο. Την καθάρισε και πέρασε έναν επίδεσμο γύρω της.

Όταν θεώρησε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο για να τον βοηθήσει, ξεκίνησε να περιμένει. Και περίμενε, υπομονετικά και γεμάτη ανησυχία, μέχρι να την πάρει ο ύπνος στο πλάι του. Αποκοιμήθηκε, με το κεφάλι της στο στρώμα και το σώμα της χαλί. Δεν ήθελε να φύγει από κοντά του. Ένιωθε πως θα συνέβαινε κάτι κακό. Αν ήταν στον έλεγχό της, δεν θα άφηνε τον εαυτό της να κοιμηθεί. Αν δεν αντιδρούσε όπως είχε αντιδράσει, τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί. Θα ήταν και οι δυο τους ασφαλείς. Μαζί. Μαζί και ασφαλείς.

Η Τζέιν συνήλθε μετά τα μεσάνυχτα. Ο Μάιλο ήταν ακόμη στην ίδια άθλια κατάσταση, όμως ανέπνεε. Αυτό ήταν το σημαντικό. Ένιωθε πολύ περισσότερο ζωντανή, τώρα. Σηκώθηκε και τεντώθηκε, έλεγξε άλλη μια φορά τις ανάσες του νεαρού και βγήκε έξω. Η Καλλιρόη καθόταν στην όχθη, πράγμα σπάνιο, αφού συνήθως περίμενε να την φωνάξει κάποιο από τα δυο παιδιά.

«Καλλιρόη».

Η γοργόνα τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω, προς την κοπέλα με τα ατημέλητα μαλλιά και τα λασπωμένα ρούχα, τις πληγές στο πρόσωπο και την κουρασμένη έκφραση.

«Πού ήσουν;!» φώναξε με σφιγμένα φρύδια και γυαλιστερά μάτια. «Έχεις ιδέα πόσο ανησύχησα; Όλο το βράδυ σας έψαχνα, δεν ήξερα τι είχε συμβεί, είδα τη μαύρη φωτιά να απλώνεται και δεν ήξερα τι να υποθέσω. Δεν μπορώ να βγω από το νερό με ευκολία, το ξέρεις. Ήμουν έτοιμη να χρησιμοποιήσω το ξόρκι και να σας ψάξω, απόψε…»

«Συγγνώμη, Καλλιρόη…» η νεαρή την αγκάλιασε και η γοργόνα αρνιόταν να την αφήσει να φύγει από τα χέρια της. «Συγγνώμη…»

Η Τζέιν είπε στην μητρική φιγούρα της, ό,τι είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα και νύχτα, από το πικνίκ, μέχρι την απειλητική φλόγα. Της εξήγησε την περίεργη δύναμη που την έσπρωχνε μακριά από τον Μάιλο, σκίζοντας το δέρμα της. Της είπε για την μαυρίλα που απλωνόταν στο δέρμα του αγοριού. Μιλούσε φορώντας μια τρομοκρατημένη έκφραση, μια έκφραση που η Καλλιρόη είχε να δει από τότε που η Τζέιν ήταν ακόμη μικρή.

«Δεν το συνειδητοποίησα μέχρι να στο πω, αλλά, ήταν τρομακτικό… δεν ήξερα αν θα ζήσουμε ή αν θα πεθάνουμε. Δεν ξέρω αν ο Μάιλο θα ζήσει. Φοβάμαι που τον έχω αφήσει μόνο του. Όμως κι εγώ χρειαζόμουν να σε δω. Τι να κάνω;» η ερώτησή της ήταν πιο πολύ σαν παράκληση.

«Το σίγουρο είναι πως έχει πάθει Μαγική εξάντληση και αν κατάλαβα καλά, κι εσύ στα πρόθυρα ήσουν. Μετά από μια τόσο μεγάλη ποσότητα Μαγείας, δεν είμαι σίγουρη πότε θα ανακάμψει. Δεν ξέρω αν θα ανακάμψει…»

«Δεν… δεν μπορεί! Σίγουρα θα πάνε όλα καλά. Σίγουρα. Εννοώ, τον σώσαμε από βέβαιο θάνατο όταν τον βρήκαμε. Σίγουρα μπορεί να σωθεί και τώρα». Στα χείλια της είχε σχηματιστεί ένα τρεμάμενο χαμόγελο.

«Ελπίζω… είναι χτυπημένος, έτσι; Θέλεις να τον θεραπεύσω;»

«Όταν πονάς πολύ δεν μπορείς ούτε να κοιμηθείς, οπότε θέλω να μείνει με τις πληγές για τώρα… ίσως τον βοηθήσει να ξυπνήσει».

«Νομίζω πως αυτό απλά θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Μπορεί να μολυνθεί κάποιο χτύπημά του. Σε ρώτησα, γιατί δεν ήθελα να μπεις εσύ στην διαδικασία να χρησιμοποιήσεις Μαγεία. Είσαι ήδη εξουθενωμένη. Πρέπει να μου τον φέρεις, να τον βοηθήσω εγώ».

«Φοβάμαι».

«Τι φοβάσαι;»

«Φοβάμαι πως το σώμα του θα γίνει καλά, όμως δεν θα ξυπνήσει».

Η Καλλιρόη δεν της απάντησε. Ήξερε πως ήταν πιθανό να μην συνέλθει, να πεθάνει. Δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο, αυτό ήταν σίγουρο. Όπως επίσης δεν ήθελε να δει την Τζέιν συντετριμμένη.

«Δεν θες να κάνεις ό,τι μπορείς; Πρέπει να προσπαθήσουμε με ό,τι έχουμε», της είπε τελικά, αποφεύγοντας να την κοιτάξει.

Μετά από μερικά λεπτά σιωπής, η Τζέιν αποφάσισε να αφήσει τη γοργόνα να βοηθήσει τον Μάιλο, ο οποίος ανάσαινε ακόμη πιο ρηχά από πριν. Ήταν ιδρωμένος και χλωμός, τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο πρόσωπο και τον αυχένα του.

«Βοήθησέ τον».

Τα μάτια της ήταν βρεγμένα, όμως δεν θα άφηνε τον εαυτό της να δείξει παραπάνω αδυναμία. Ήταν δυνατή, το ήξερε, είχε χτίσει τον χαρακτήρα της γύρω από αυτό. Ο Μάιλο ήταν ο μόνος που είχε καταφέρει να την κάνει να χαμηλώσει τους τοίχους που είχε χτίσει γύρω από τον εαυτό της. Δεν της άρεζε αυτό, ομολογουμένως, όμως δεν την πείραζε και ιδιαίτερα. Ένιωθε πιο ελεύθερη, μαζί του. Αν τον έχανε, μάλλον δεν θα άφηνε τον εαυτό της να κατεβάσει τους τοίχους του, ποτέ ξανά.

Ο Μάιλο άνοιξε τα μάτια του. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζε, γιατί γύρω του υπήρχε μόνο σκοτάδι. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Δεν μπορούσε να είναι καν σίγουρος πως ήταν ζωντανός. Θυμόταν όλα όσα είχαν συμβεί. Προσπάθησε να ψάξει για τη σκιά, όμως σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε να τη ξεχωρίσει, μέσα στο σκοτάδι. Κοίταξε γύρω του, προσπαθώντας να βρει… κάτι. Και βρήκε. Μια κουκκίδα άσπρου. Φαινόταν να είναι πολύ μακριά του, όμως αποφάσισε να τη φτάσει. Σηκώθηκε όρθιος, δεν ήξερε αν βρισκόταν σε πάτωμα, ή αν αιωρούταν απλά κάπου, κάπως, όμως μπορούσε να περπατήσει.

Η λευκή κουκκίδα έμοιαζε να εκπέμπει φως. Ο Μάιλο περπατούσε αδιάκοπα, για μια χρονική περίοδο που ήταν μάλλον ώρες, όμως δεν είχε καταφέρει να το πλησιάσει, ακόμα. Είχε φτάσει πιο κοντά, μπορούσε να το καταλάβει, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να το προσπεράσει, να το διασχίσει, και να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Στη ζωή. Στην Τζέιν.

Μετά από κάμποσες ώρες -αν περνούσε ο χρόνος κανονικά όπου βρισκόταν-, δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο. Είχε πλησιάσει αρκετά κοντά στην κουκκίδα ώστε να υπάρχει ένα ποσοστό φωτός.

Και τότε την είδε. Την σκιά, που είχε το σχήμα του εαυτού του.

«Είδες πώς τα κατάφερες;» τον ρώτησε η διακεκομμένη φωνή. «Μας τράβηξες και τους δυο εδώ κάτω και τώρα δεν θα βγεις ποτέ ξανά προς τα έξω. Το σώμα σου είναι ένα άδειο κέλυφος, τώρα. Δεν υπάρχει κανείς να το κυβερνήσει. Αν ποτέ καταφέρουν να ξυπνήσουν το σώμα σου, θα είσαι σαν άψυχος».

«Εσύ φταις για αυτό, όχι εγώ. Εγώ ήθελα απλά να με βοηθήσεις εκείνη την ώρα. Δεν σου παρέδωσα ποτέ τον πλήρη έλεγχο μου. Θέλω να γυρίσω πίσω και δεν θα σε αφήσω να με σταματήσεις».

«Δεν μπορείς να γυρίσεις. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να βγω από εδώ χωρίς την άδειά σου. Μπορούσα μόνο να σου μιλήσω, όχι να κάνω κάτι χρησιμοποιώντας σε».

«Εσύ είσαι απλά ένα συναίσθημα», είπε ο Μάιλο μέσα από τα δόντια του. «Αυτό το σώμα είναι δικό μου. Οι αναμνήσεις, η Μαγεία, τα πάντα. Ακόμη και εσύ είσαι κομμάτι μου. Εγώ μπορώ να περάσω στην άλλη πλευρά, το ξέρω». Συνέχισε να περπατάει. Δεν ένιωθε πόνο, όμως καταλάβαινε πως ήταν πολύ κουρασμένος.

«Θα εξαφανιστείς αν πλησιάσεις πιο κοντά. Εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω παραπάνω».

«Δεν θα εξαφανιστώ».

«Μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα».

Ο Μάιλο δεν έδωσε σημασία στα λόγια της σκιάς. Ήξερε πως θα μπορούσαν να ισχύουν. Το ήξερε, αλλά συνέχισε παρόλα αυτά. Φοβόταν τόσο που ήθελε να κλάψει, άλλο τόσο όμως ήθελε να γυρίσει πίσω στον αληθινό κόσμο, πίσω στην Τζέιν.

Ένιωθε το δέρμα του να καίγεται με κάθε βήμα που έκανε, όταν έφτασε αρκετά κοντά στο φως ώστε να βλέπει πως δεν ήταν μια κουκκίδα, αλλά μια αρκετά μεγάλη πόρτα. Το φως έκανε τα μάτια του να δακρύζουν, σαν να μην έφτανε ο πόνος, μα εκείνος συνέχισε. Δεν μπορώ να σταματήσω, έφτασα μέχρι εδώ, σκεφτόταν. Δεν ήθελε να ζήσει άλλο αυτόν τον εξωφρενικό πόνο, όμως δεν θα σταματούσε. Μούγκριζε και ούρλιαζε, όμως περπατούσε. Όταν έκανε να περάσει την πόρτα, ένιωσε το σώμα του να καίγεται ολόκληρο, ένιωσε το δέρμα του να σκάει και να εξαφανίζεται. Και μετά, δεν ένιωθε τίποτα. Τον κατάπιε ένας σκοτεινός πόνος.

Όχι… θέλω να ζήσω. Θέλω να γυρίσω πίσω. Θέλω να σώσω τις αδερφές μου. Θέλω να ανακαλύψω κι άλλες ικανότητες που μου δίνει η Μαγεία. Θέλω να αστειεύομαι με την Καλλιρόη. Θέλω να ζήσω κι άλλες στιγμές με την Τζέιν. Θέλω να της πω πώς νιώθω. Θέλω να νικήσω τον Άρχοντα των Ψυχών και μετά να γυρίσω πίσω, στην καλύβα, και να ζήσω μαζί της. Θέλω να ζήσω δίπλα της. Θέλω να ζήσω…

«Στο είπα», άκουσε τη σκιά να λέει, πριν κλείσει τα μάτια του.


Πέρασαν δυο εβδομάδες χωρίς να συμβεί τίποτα. Η Τζέιν είχε ανακάμψει. Η Καλλιρόη είχε γιατρέψει τις πληγές του Μάιλο, όμως εκείνος δεν έδειχνε κανένα σημάδι βελτίωσης. Η νεαρή Μάγισσα συνέχιζε να ζει όσο μπορούσε πιο πιστά στην καθημερινότητά της. Περνούσε τα βράδια δίπλα στον Μάιλο, ώστε να δει πως κάποιος ήταν μαζί του, σε περίπτωση που ξυπνούσε. Του έδινε νερό, και σούπες, τρεις φορές τη μέρα. Του τραγουδούσε, τον χάιδευε στο πρόσωπο και τα μαλλιά. Όμως και αυτή η προσπάθειά της ήταν άκαρπη.

«Γιατί; Γιατί δεν ξυπνάει; Δεν θα έπρεπε να είχε αναρρώσει από την Μαγική Εξάντληση μέχρι τώρα; Τι μέχρι τώρα, προ πολλού! Έπρεπε να είχε συνέλθει εδώ και μια εβδομάδα, Καλλιρόη…» έλεγε το ίδιο πράγμα ανά μερικές μέρες, όταν δεν άντεχε να τον βλέπει άλλο σαν νεκρό. Έπαιρνε τα πάνω της και ηρεμούσε για λίγο, πριν ξανακυλήσει.

«Δεν ξέρω, γλυκιά μου». Η Καλλιρόη είχε πετάξει το μόνιμα σαρκαστικό ύφος της στα σκουπίδια. Έπρεπε να βοηθήσει την Τζέιν όπως μπορούσε και ήξερε πως ο σαρκασμός και η γελοία υπεροψία δεν ήταν ο σωστός τρόπος. «Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω». Όντως, μέχρι τώρα, θα έπρεπε είτε να έχει πεθάνει είτε να έχει συνέλθει… ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβαίνει…

Η Λούλου βγήκε από το παράθυρο του σπιτιού και προσγειώθηκε πλάι στην Τζέιν, χτυπώντας την ελαφρά με το ράμφος της και ανοιγοκλείνοντας τα φτερά της. Η Καλλιρόη και η Τζέιν κοιτάχτηκαν στα μάτια, και η κοπέλα έτρεξε προς το σπίτι, αγωνιώντας. Είναι καλά; Ξύπνησε; Ζει; Μήπως... μήπως πέθανε…;

Άνοιξε απότομα την πόρτα και προσγειώθηκε με τα γόνατα δίπλα στο κρεβάτι του Μάιλο, ο οποίος φαινόταν να πονάει. Έσφιγγε τα δόντια του και αγκομαχούσε, ανασαίνοντας βαριά και γρήγορα.

«Μάιλο, εγώ είμαι εδώ, είσαι εντάξει… όλα θα πάνε καλά…» ψιθύριζε η κοπέλα, πιο πολύ για να ηρεμίσει τον εαυτό της.

Όταν η Τζέιν πήρε το χέρι του στο δικό της, εκείνος το έσφιξε με όλη του τη δύναμη, όση είχε, μάλλον. Η Τζέιν πόνεσε, όμως δεν παραπονέθηκε. Αντίθετα, χάιδεψε τα μαλλιά του με το ελεύθερο χέρι της, στην προσπάθεια να τον καθησυχάσει.

«Τζέιν…» τραύλισε ο Μάιλο αδύναμα.

Η λέξη ήταν κομμένη σε συλλαβές και την άκουσε με μεγάλη δυσκολία, όμως ήταν εκεί. Υπήρχε.

«Εδώ είμαι», ψέλλισε, κρατώντας τα δάκρυά της. «Εδώ είμαι, Μάιλο».

«Καίγομαι», συλλάβισε το αγόρι σιγανά και να μάτια του άνοιξαν ελάχιστα, μόνο για να αφήσουν μερικά δάκρυα να πέσουν.

Η Τζέιν τράβηξε μια κομμένη ανάσα. Πονούσε η καρδιά της που τον έβλεπε έτσι, όμως τουλάχιστον ήταν μια ένδειξη ζωής. Προσπαθούσε να σκεφτεί όσο πιο θετικά γινόταν. «Όλα θα πάνε καλά…» του είπε, όμως δεν μπορούσε να πείσει ούτε τον εαυτό της. Έφερε το χέρι του στο μέτωπό της. «Μην πεθάνεις…» ψέλλισε. Μόνο αυτό μπορούσε να κάνει. Για πρώτη φορά στη ζωή της, ήταν αδύναμη.

Ο Μάιλο μούγκρισε και φώναξε, ή τουλάχιστον προσπάθησε, αφού δεν μπορούσε ούτε αυτό να κάνει, από τον πόνο και την πίεση. Πήρε μερικές βαθιές, επίπονες ανάσες, με τα μάτια του ορθάνοιχτα και τρομαγμένα, πριν τα κλείσει ξανά. Το κεφάλι του έγειρε στο μαξιλάρι. Οι ανάσες του βράδυναν, μέχρι που έγιναν ξανά ρηχές και ρυθμικές. Ήταν και πάλι αναίσθητος.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Η νεαρή Μάγισσα δεν ήξερε αν έπρεπε να φύγει από το πλάι του, ή όχι, έπρεπε όμως να ζητήσει βοήθεια από την Καλλιρόη. Οπότε, αυτοσχεδίασε. Τον πήγε στην όχθη, κρατώντας τον από τον ώμο. Δεν ήταν ιδιαίτερα βαρύς και αυτό την έκανε να ανησυχεί περισσότερο.

«Τι έγινε;» ρώτησε η Καλλιρόη ανήσυχα. Κάθισε στο γρασίδι, φροντίζοντας πάντα να έχει τα πτερύγιά της στο νερό.

Η Τζέιν τοποθέτησε τον νεαρό προσεκτικά στο γρασίδι. «Σωσ’ τον. Καλλιρόη, σώσε τον!» πιάστηκε από τους ώμους της, πριν πέσει στα γόνατά της, αγκαλιάζοντας το βρεγμένο και γλιστερό σώμα της γοργόνας. «Σε παρακαλώ! Θα πεθάνει!»

Η Καλλιρόη κρατούσε την ανάσα της. Ύστερα, τύλιξε κι εκείνη τα χέρια της γύρω από την κοπέλα, αγκαλιάζοντάς την στοργικά. «Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που έμεινε να δοκιμάσω. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι θα δείξει κάτι».

«Γιατί δεν το έκανες γρηγορότερα; Αφού μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα, γιατί δεν το έκανες γρηγορότερα;» παραπονέθηκε η κοπέλα και απομακρύνθηκε ελαφρώς.

«Γιατί είναι επικίνδυνο, έτσι όπως είναι. Θέλεις να το δοκιμάσω παρόλα αυτά;»

Η Τζέιν κατένευσε. Αυτό ήταν ό,τι χρειαζόταν η Καλλιρόη. Πήρε μια ανάσα και ξεστόμισε ένα μικρό ξόρκι, που όμως φάνηκε να την επιβαρύνει, και άγγιξε το μέτωπό του με τον δείκτη της.

«Δεν υπάρχει…» ψιθύρισε με γουρλωμένα μάτια και πήρε το χέρι της μακριά από το αγόρι. «Ο Μάιλο δεν υπάρχει πουθενά».

«Τι εννοείς; Τι εννοείς, Καλλιρόη;!»

«Στο μυαλό του, δεν υπήρχε ο Μάιλο, δεν υπήρχε καμία σκέψη, καμία ανάμνηση. Μόνο κενό». Η γοργόνα χαμογέλασε νευρικά και τοποθέτησε το κεφάλι της στο χέρι της. «Είπα πως ήταν επικίνδυνο γιατί μπορεί να παράτεινα την κατάστασή του, αλλά αυτό… δεν, δεν υπάρχει γυρισμός». Άφησε το χέρι της να πέσει πάλι πίσω στο πλάι της. «Από αυτό, υποθέτω πως εμπλεκόταν εκείνη η φωνή που έλεγε πως ακούει. Αν αυτή η αμφιβολία πήρε τον έλεγχό του πριν δυο εβδομάδες, ο Μάιλο, ο αληθινός Μάιλο, μάλλον είναι θαμμένος κάπου στα έγκατα του υποσυνείδητού του…»

Η Τζέιν δεν της μιλούσε, δεν την κοιτούσε, είχε εστιάσει το βλέμμα της στο έδαφος και απλά ανάσαινε. Απλά υπήρχε. «Δεν θα γυρίσει;» μουρμούρησε δύσπιστα, φορώντας μια κενή έκφραση.

«Πολύ δύσκολο να ξυπνήσει, αν είναι έτσι τα πράγματα…» η Καλλιρόη τράβηξε την Τζέιν στην αγκαλιά της. Εκείνη έμεινε ακίνητη και σιωπηλή, για λίγο, μέχρι να σπάσει ο πρώτος της λυγμός. Από εκεί και ύστερα, έκλαψε σαν παιδί, σφίγγοντας την γυναίκα στην αγκαλιά της, λες και θα εξαφανιζόταν κι εκείνη, αν την άφηνε.

«Τζέιν», ψέλλισε στοργικά, περίπου δυο ώρες αργότερα. «Τζέιν, αγάπη μου, πρέπει να με αφήσεις. Σε λίγο ξημερώνει». Είχε μείνει ακίνητη για χάρη της, έπρεπε να είναι το στήριγμά της. Όμως έπρεπε να κρυφτεί κάτω από το νερό πριν το πρώτο φως της μέρας.

«Συγγνώμη», είπε εξουθενωμένα η κοπέλα και κάθισε οκλαδόν στο γρασίδι, χαϊδεύοντας το πρόσωπο του Μάιλο. «Θα τα πούμε το βράδυ…» πέρασε το χέρι του Μάιλο στους ώμους της, όπως είχε κάνει προηγουμένως, και τον μετέφερε μέχρι την καλύβα.

Η Καλλιρόη έμεινε να τους κοιτάζει με θλίψη. Είναι τόσο άδικο… τόσο άδικο…

Η Τζέιν ξάπλωσε μαζί με τον Μάιλο. Δεν ήθελε να τον αφήσει από την αγκαλιά του. Το σώμα του έκαιγε, από το βράδυ ακόμη. Είχε στολίσει το μέτωπό του με κομπρέσες, όμως δεν φαινόταν να κάνουν δουλειά. Δεν τις άλλαξε όταν στέγνωσαν. Τι νόημα είχε, άλλωστε; Ο Μάιλο δεν θα ξυπνούσε.

Την είχε πάρει ο ύπνος δίπλα του, όταν άκουσε ψίθυρους από πάνω της. Άνοιξε τα μάτια της με μιας και κοίταξε τριγύρω, υποπτευόμενη πως κάποιος είχε εισβάλλει στο σπίτι. Κανείς δεν στεκόταν μπροστά της, όμως και στην πραγματικότητα, αν είχε μπει κάποιος δεν θα είχε κάπου να κρυφτεί.

«Τζέιν».

Η φωνή ήταν αχνή, αλλά ήταν εκεί. Και ήταν γνώριμη, ήταν κάτι παραπάνω από γνώριμη. Γύρισε το κεφάλι της αργά προς τον Μάιλο.

Το χαμόγελό του, αν και δυσνόητο μέσα στον πόνο που έκρυβε η έκφρασή του, ήταν πανέμορφο. Τα μάτια του… τα μάτια του ήταν διαφορετικά. Είχαν και τα δυο εκείνη την υπέροχη, παστέλ λιλά απόχρωση που η Τζέιν λάτρευε.

Ήταν άφωνη, δεν μπορούσε να μιλήσει. Απλώς, τον κοιτούσε. Κοιτούσε κάθε εκατοστό του προσώπου του, με την ίδια προσήλωση. Τρόμαξε, όμως, όταν είδε τα μάτια του να κλείνουν ξανά.

«Μάιλο, όχι, μη!» ήταν οι μόνες λέξεις που μπορούσε να ξεστομίσει.

«Μη φοβάσαι… θα κοιμηθώ, αλλά, θα μείνω… εδώ…»

Τα λόγια του, μετά βίας έφτασαν τα αφτιά της. Όμως, η χροιά του ήταν τόσο γλυκιά, τόσο αυθεντική, που η Μάγισσα πράγματι πίστεψε σε αυτά. Είναι όντως εδώ. Μου μιλάει στ’ αλήθεια. Μέσα σε μερικά λεπτά, ο θρήνος που υπέβαλλε νωρίτερα στον εαυτό της, διαλύθηκε. Η ελπίδα και η αμφιβολία πάλευαν για το ποια θα κυριαρχήσει μέσα της, όμως, τουλάχιστον υπήρχε η ελπίδα. Είχε εξαφανιστεί για τόσο καιρό, που την είχε ξεχάσει. Επανήλθε, όμως, και η Τζέιν χαμογέλασε διστακτικά.

«Φοβάμαι», του απάντησε, αν και γνώριζε πως δεν μπορούσε να την ακούσει. «Φοβάμαι, αλλά σε πιστεύω…» τον φίλησε απαλά στο μέτωπο και σηκώθηκε όρθια.

Είχε βάλει τα ρούχα του μέσα στην ντουλάπα, μετά το συμβάν. Τώρα αποφάσισε να τα βγάλει και να τα τοποθετήσει δίπλα στο κρεβάτι του. Είχε πλύνει τη μπλούζα του για να φύγει το αίμα, όμως το παντελόνι του είχε μείνει λασπωμένο. Το τίναξε μερικές φορές έξω από το σπίτι και θα προχωρούσε στο ποτάμι για να το πλύνει, όταν είδε πως είχε πέσει κάτι από τη τσέπη του. Έσκυψε και εξέτασε προσεκτικά τα ξύλινα αντικείμενα.

Μια ξύλινη γυναικεία φιγούρα, μισοβαμμένη, που έμοιαζε στην ίδια και ένα ξύλινο βραχιόλι, του οποίου το τελείωμα έμοιαζε με τη μουσούδα μιας αλεπούς. Δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί για ποιον ήταν φτιαγμένα. Τα έκλεισε στα χέρια της και τα έφερε κοντά στο στήθος της. Τον αγαπώ. Το ήξερε, όμως τώρα το ένιωθε πραγματικά. Σε παρακαλώ, ξύπνα σύντομα…

Η Τζέιν δεν ήθελε να φύγει από το πλάι του Μάιλο εκείνο το βράδυ. Περίμενε να ξυπνήσει και ήθελε να βρει κάποιον δίπλα του, όταν θα ερχόταν τελικά εκείνη η ώρα.

Καθόταν υπομονετικά σε μια καρέκλα, είχε απλώσει τα πόδια της πάνω στο τραπέζι και διάβαζε ένα βιβλίο, όταν ένα αεράκι γεννήθηκε μέσα στο σπίτι. Ένας μικρός στρόβιλος δημιουργήθηκε μπροστά της. Δεν αντέδρασε, ήξερε την διαδικασία. Από τον στρόβιλο, έπεσε ένα γράμμα. Ο αέρας κόπασε και ύστερα όλα επανήλθαν στον φυσιολογικό τους ρυθμό. Η Τζέιν άφησε το βιβλίο στα πόδια της, πήρε το γράμμα στα χέρια της, έσκισε τον φάκελο και ξεκίνησε να διαβάζει.

Η απάντηση ήταν γρήγορη, αυτή τη φορά. Η Τζέιν του είχε στείλει γράμμα μερικές μέρες πριν. Αγκάλιασε το χαρτί και το αποθήκευσε σε ένα μικρό μπαούλο που κρατούσε πάντα πάνω στο κρεβάτι της, κρυμμένο πίσω από τα μαξιλάρια.

Έβγαλε την πένα της, μελάνι και ένα κομμάτι χαρτί και ήταν έτοιμη να ξεκινήσει να γράφει, όταν άκουσε κίνηση από το κρεβάτι. Ο Μάιλο είχε ανασηκωθεί, καθόταν ακίνητος στο στρώμα, κρατώντας την κουβέρτα τόσο σφιχτά, που οι γροθιές του είχαν ασπρίσει.

«Μάιλο…» ψέλλισε, τόσο σιγανά που ούτε η ίδια μπορούσε να ακούσει καθαρά τα λόγια της. «Μάιλο!» με δυο βήματα, βρέθηκε στο πλάι του.

Φορούσε ένα κενό βλέμμα, όμως τα μάτια του ήταν βουρκωμένα.

Η Τζέιν ακούμπησε τα χέρια της στα δικά του. «Είσαι καλά τώρα», του είπε χαμογελώντας, «είσαι ασφαλής».

Ο Μάιλο την κοίταξε με την ανάσα του κομμένη. Την αγκάλιασε με μια απότομη κίνηση, σφιχτά. Εκείνη κοκκάλωσε για μερικά δευτερόλεπτα, πριν ξεφυσήσει από τη μύτη και τυλίξει τα χέρια της γύρω του.

«Γύρισα», ψέλλισε.

«Έλα, ηρέμησε», του ψιθύρισε στοργικά, σαν να απευθύνεται σε μικρό παιδί. «Εγώ είμαι εδώ».

Το αγόρι, σφίγγοντας στα χέρια του την μπλούζα της, έκλαψε στην αγκαλιά της. Οι λυγμοί του την έκαναν να φοβάται.

«Νόμιζα πως έχασα τα πάντα. Πως δεν θα μπορούσα να γυρίσω…» της συλλάβισε μέσα στους λυγμούς «Και όλα αυτά, από δική μου χαζομάρα… φοβήθηκα πολύ…»

«Σσς, είναι εντάξει τώρα».

«Ήθελα να είμαι μαζί σου…»

Η ανάσα της κοπέλας, κόπηκε όταν άκουσε εκείνη τη πρόταση. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. «Κι εγώ», μουρμούρησε, χαμογελώντας. Ήταν τόσο ευτυχισμένη. Ο Μάιλο ήταν εκεί, μαζί της, και μάλλον ένιωθε τα ίδια αισθήματα με εκείνη.

«Σ’ αγαπώ. Δεν… δεν ξέρω πότε και αν θα έχω την ευκαιρία να στο πω ξανά, όμως, πρέπει να το ξέρεις». Πήρε μια κοφτή ανάσα, πριν συνεχίσει. «Φοβάμαι το τι μπορεί να γίνει…για αυτό ακριβώς, έπρεπε να στο πω. Σ’ αγαπώ, Τζέιν».

Η Τζέιν ίσως τον έσφιξε περισσότερο από όσο έπρεπε, το κατάλαβε όταν ένιωσε το σώμα του να σφίγγεται. Όμως δεν έδωσε σημασία. Αν μπορούσε, θα τον έσφιγγε περισσότερο. «Κι εγώ!» του είπε, σχετικά φωναχτά. «Κι εγώ σ’ αγαπώ!»

0 views0 comments

Recent Posts

See All

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 10

«Είσαι ο Άρχοντας των Ψυχών;» ρώτησε διστακτικά το αγόρι, παραμένοντας όσο πιο ακίνητος μπορούσε. Ο άνδρας ύψωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Μάιλο και φάνηκε να αναστενάζει. «Πάλι», είπε και έκανε ένα

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 9

Ο Μάιλο ένιωθε εξουθενωμένος και κοιμήθηκε σύντομα. Η Τζέιν κρατούσε το χέρι του καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Εκείνη δεν έκλεισε μάτι. Προτιμούσε να τον κοιτάζει να κοιμάται ήρεμος, τώρα που ήξερε

bottom of page