top of page
  • Writer's pictureΑναστασία Σκούλη

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 10

«Είσαι ο Άρχοντας των Ψυχών;» ρώτησε διστακτικά το αγόρι, παραμένοντας όσο πιο ακίνητος μπορούσε.

Ο άνδρας ύψωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Μάιλο και φάνηκε να αναστενάζει. «Πάλι», είπε και έκανε ένα βήμα προς τα μπρος -ο Μάιλο έκανε ένα προς τα πίσω. «Πάλι, έστειλαν παιδί… τι τους αρέσει τόσο πολύ και το κάνουν αυτό;»

«Δεν είμαι εδώ για να σε σκοτώσω», φώναξε το αγόρι, για να είναι σίγουρος πως ο Άρχοντας θα τον άκουγε. «Πράγματι, έρχομαι από το Βασίλειο Λούκις, με διαταγές να σε σκοτώσω. Όμως, δεν χρειάζεται. Το όνομά σου, είναι Κέιν», του είπε, «η αδερφή σου είναι η Τζέιν».

Ο Άρχοντας σταμάτησε να περπατάει. Έμεινε να κοιτάζει τη φιγούρα που στεκόταν μακριά του. «Πρέπει να είσαι ο Μάιλο, τότε… μου είπε για εσένα».

«Με έσωσε. Έμεινα μαζί της και βρήκαμε πώς να σε σώσουμε από αυτήν την κατάρα».

«Αποκλείεται», ψέλλισε.

Ο Μάιλο δεν τον άκουσε να το λέει. Τον είδε, όμως, να σηκώνει το κεφάλι του και να κοιτάζει τον ουρανό. Μαζευόταν σύννεφα, και ήταν πιθανό πως σύντομα θα έβρεχε. Ο νεαρός ήθελε να το αποφύγει αυτό. Το ασταθές, βρεγμένο έδαφος δεν θα ήταν σύμμαχός του.

«Μην μου λες ψέματα», είπε ο Μάγος, αρκετά δυνατά αυτή τη φορά, ώστε να ακουστεί.

«Ορκίζομαι! Η Τζέιν είναι εδώ κοντά. Μην ανησυχείς, είναι αρκετά μακριά ώστε να μην επηρεαστεί από την κατάρα. Σε παρακαλώ, ακόμη και αν αποτύχει, θα με αφήσεις να δοκιμάσω τη λύση που έχω; Τη λύση που βρήκε η αδερφή σου;»

Κοιτώντας τον σκεπτικά, ο Άρχοντας των Ψυχών, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και κατένευσε.

«Θα ψάλλω ένα ξόρκι», του είπε, «αυτό θα κάνει τη κατάρα σου ρευστή, σαν Μαγεία, ώστε τελικά να εξουθενωθεί. Όταν γίνει αυτό, θα πάρει μορφή και θα βγει από μέσα σου. Τότε, θα την καταστρέψω. Εντάξει;»

«Δεν θα σου επιτεθεί;»

«Προφανώς», αναστέναξε ο Μάιλο. «Ξεκινάω, λοιπόν».

Άπλωσε το χέρι του και ξεκίνησε να ψιθυρίζει τις λέξεις που είχε μάθει απ’ έξω τις προηγούμενες μέρες. Γύρω του, ο αέρας αγρίεψε, μέχρι που τελικά επιτέθηκε στον Άρχοντα. Δεν τον ταρακούνησε, όμως, ούτε τον ενόχλησε. Ήταν απλά ένα κύμα αέρα που πέρασε από εκείνον. Τα γόνατα του Μάιλο τον πρόδωσαν μόλις ψέλλισε και την τελευταία λέξη, και τον έριξαν στο πάτωμα. Ήταν λογικό, σκέφτηκε, ήταν ένα απαιτητικό ξόρκι.

Η Τζέιν κοιτούσε τη σκηνή να εξελίσσεται, με σφιγμένο στομάχι. Θα είναι καλά; Θα αντέξει; Η κατάρα είναι επιθετική. Για να την εξουθενώσει, θα πρέπει αναγκαστικά να πλησιάσει τον Κέιν. Θεοί, κάντε να πάνε όλα καλά…

Ο Μάιλο σηκώθηκε όρθιος ξανά. Η κατάρα δεν εμπόδισε το ξόρκι από το να χτυπήσει τον Άρχοντα, ίσως επειδή δεν το αναγνώρισε ως απειλή. Ας δοκιμάσουμε… ψέλλισε δυο λέξεις και με μια κίνηση του χεριού του, σαν να πετάει μπάλα, εκτόξευσε μια πύρινη σφαίρα προς τον άνδρα που μετά βίας στεκόταν, απέναντί του. Εκείνη έσβησε, όταν χτύπησε σε ένα πλατύ αγκάθι που βγήκε άξαφνα από το γρασίδι. Το φαντάστηκα, σκέφτηκε.

Έπρεπε να διαπραγματευτεί προσεκτικά με τον εαυτό του, τις επόμενες κινήσεις του. Αν επιτιθόταν με το σπαθί του, η αγκαθωτή κατάρα θα επιτιθόταν στο σώμα του. Αν χρησιμοποιούσε τη Μαγεία του, θα εξαντλούσε τον εαυτό του πολύ πριν μπορέσει να οδηγήσει την κατάρα έξω από το σώμα του Άρχοντα.

Έλα, δεν έχεις πολλές επιλογές, σκέφτηκε το αγόρι και έβγαλε το σπαθί του προσεκτικά από το θηκάρι. Εκείνο το σπαθί, είχε σκοτώσει τη Μάγισσα του ξενώνα, χωρίς τη θέληση του αφέντη του. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζε εκείνος. Ο Μάιλο δεν έμαθε ποτέ, πως ο Έλιοτ ήταν εκείνος που της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Είχε χρησιμοποιήσει το σπαθί κάμποσες φορές έκτοτε, όμως ποτέ για να σκοτώσει. Ούτε τώρα είχε τέτοια πρόθεση. Τώρα, έπρεπε απλώς να σιγουρευτεί πως όλες οι ζωές που υπήρχαν σε εκείνο το ξέφωτο, θα συνέχιζαν να υπάρχουν.

Με μια κοφτή ανάσα, χωρίς να κάνει μικρά βήματα προετοιμασίας, ξεκίνησε να τρέχει απερίσκεπτα προς τον Άρχοντα, προσέχοντας μόνο τα σημεία όπου το πάτωμα έχανε τη σύστασή του και ξεπηδούσαν κατάμαυρα αγκάθια. Τα κατάφερνε, στην αρχή. Κατάφερνε να τα αποφύγει, μέχρι να κουραστεί λίγο, αρκετά όμως ώστε να χάσει λίγη απ’ την ταχύτητά του. Τότε, ένα από τα κεντριά έσκισε το πόδι του. Ένα άλλο, διαπέρασε την παλάμη του. Έπνιξε την κραυγή του και έτρεξε προς τα πίσω, ώστε να φτάσει σε ένα σημείο όπου η κατάρα δεν θα τον άγγιζε.

«Είσαι καλά», ψιθύρισε στον εαυτό του. Χωρίς ανάσα, έκανε ένα μικρό ξόρκι ίασης, για να μπορέσει να συνεχίσει. Το σώμα του του φαινόταν πιο βαρύ, τώρα. Κακό αυτό. Είναι νωρίς ακόμα…

Ο Μάιλο ξαναμπήκε στο πεδίο μάχης, προσέχοντας περισσότερο το πού πήγαινε, αυτή τη φορά, παρά το πόσο γρήγορα πήγαινε. Τα μάτια του έπεσαν στον Άρχοντα των Ψυχών, και κόλλησαν εκεί για μερικά δευτερόλεπτα. Αν έβλεπε καλά, τότε, ο Άρχοντας δάκρυζε…

Δεν είχε χρόνο για να σκεφτεί εκείνο τώρα, όμως, και αυτό του το υπενθύμισε μια επίπονη γρατζουνιά στο μπράτσο. Δεν πρόλαβα να το αποφύγω τελείως. Ο Μάιλο πισωπάτησε ελαφρά, πριν συνεχίσει να κόβει όσα περισσότερα αγκάθια μπορούσε, με το σπαθί του. Εκείνο είχε ραγίσει, είχε φαγωθεί σε μερικά σημεία, και το αγόρι απλά ευχόταν να αντέξει τόσο το όπλο του, όσο κι εκείνος.

Τα κεντριά έβγαιναν όλο και πιο αργά από το έδαφος, όσο το χρώμα από το πρόσωπο του Κέιν χανόταν. Η μάχη συνεχιζόταν για αρκετή ώρα τώρα και ούτε ο Μάιλο ήταν σε καλή κατάσταση. Ιδρωμένος, ματωμένος και χλωμός, εξακολουθούσε να κάνει μικρά ξόρκια και να επιτίθεται στην κατάρα, όσο καλύτερα μπορούσε. Το σπαθί του έσπασε, το πέταξε στην άκρη και συγκέντρωσε τη δύναμή του στη Μαγεία και στα πιο δυνατά ξόρκια επίθεσης που του είχε μάθει η Τζέιν. Απομακρύνθηκε ανασαίνοντας γρήγορα και ρηχά, όταν είδε τον Άρχοντα να πέφτει στα γόνατα. Χαμογέλασε εξουθενωμένος και κάθισε στο γρασίδι.

Η καρδιά της Τζέιν σκίρτησε και το στομάχι της δέθηκε σε πολλαπλούς κόμπους. Έτρεξε δίπλα στον Μάιλο, θεώρησε πως ήταν μια καλή στιγμή. Γονάτισε δίπλα του και άγγιξε την πλάτη του παρηγορητικά. Ήταν τραυματισμένος παντού, κατάχλωμος, όμως τα μάτια του έλαμπαν, γεμάτα ζωή.

«Καταφέραμε το πρώτο μισό», της ψιθύρισε.

«Τα κατάφερες», του είπε, και μαζί με την βροχή που ξεκίνησε, ακούστηκε μια πνιχτή, βραχνή κραυγή.

Οι δυο τους γύρισαν προς τον Άρχοντα. Φαινόταν να είναι αναίσθητος, πεσμένος στο βρεγμένο γρασίδι. Από το στόμα του, ξεχείλισε μια ρευστή μαυρίλα, η οποία ξεκίνησε αργά μα σταθερά, να παίρνει μορφή. Ο Μάιλο ανατρίχιασε -αυτή η σκηνή έμοιαζε υπερβολικά πολύ με τη σκιά που υπήρχε μέσα του. Τρομακτικό…σκέφτηκε και πράγματι, ήταν. Ειδικά για εκείνον, που ήξερε εκείνη την άθλια αίσθηση από πρώτο χέρι. Ανατρίχιασε και αναγούλιασε, πήρε τα μάτια του από εκεί.

Με τη βοήθεια της Τζέιν, σηκώθηκε όρθιος. Η κοπέλα ψέλλισε το πιο δυνατό επιθετικό ξόρκι που ήξερε και εξαπόλυσε με μανία τις κόκκινες φλόγες που γεννήθηκαν στα χέρια της. Η σκιά χτυπήθηκε, έβγαλε έναν ήχο σαν τσιρίδα και μίκρυνε, ελάχιστα, πριν σπεύσει να επιτεθεί στην Τζέιν, από κοντά. Τυλίχτηκε στον λαιμό της και εκείνη έπεσε κάτω. Ο Μάιλο έκοψε τα λασπώδη σκοινιά που κρεμόταν από τη σκουρόχρωμη μάζα με το σπαθί του -ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό.

Η Τζέιν δεν έδωσε στον εαυτό της χρόνο να ανακάμψει. Έπρεπε να είναι γρήγορη, για να είναι πιο αποτελεσματική. Αυτό την ένοιαζε, εξάλλου, το αποτέλεσμα. Ήθελε απλά, να πάρει τον αδερφό της πίσω. Τα κίτρινα μάτια της έλαμπαν, ίσως με περισσότερη ενέργεια από τον ήλιο. Η οργή της, ταίριαζε με τις θυμωμένες αστραπές που έσκιζαν τον ουρανό χωρίς έλεος. Έστελνε πάνω στη σκιά, -η οποία πότε έπαιρνε τη μορφή του πατέρα της, πότε γινόταν απλά μια απαίσια μάζα- κάθε λογής ξόρκι που ήξερε πως θα την έβλαπτε, έως ότου δεν μπορούσε να κουνήσει πια τα χέρια της.

«Τζέιν», φώναξε ο Μάιλο, πιάνοντάς την όταν ήταν έτοιμη να πέσει. «Δεν πρέπει να χρησιμοποιήσεις άλλη Μαγεία, είναι επικίνδυνο».

«Δεν είναι νεκρός ακόμα. Δεν θα σταματήσω μέχρι να πεθάνει. Πρέπει να τον αφανίσω εγώ…»

Η Τζέιν έσπρωξε τον Μάιλο και αφού έβγαλε το στιλέτο της από το θηκάρι του, προχώρησε μερικά βήματα προς τα μπρος, όμως η κατάρα τους επιτέθηκε γρήγορα, τόσο γρήγορα ώστε κανένας από τους δυο τους δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κόλλησε την Τζέιν στη λάσπη και τίναξε τον Μάιλο προς τα πίσω, κι εκείνος προσέκρουσε σε ένα δέντρο. Με το στιλέτο της και με όση κινητικότητα της επέτρεπε η δυνατή λαβή που είχε η σκιά στο σώμα της, έκοψε μερικά κομμάτια της. Πνίγοντας μια άθλια τσιρίδα, χαλάρωσε το κράτημα που είχε στο χέρι της Τζέιν, κάτι που εκείνη εκμεταλλεύτηκε. Ενίσχυσε το στιλέτο με Μαγεία, κι εκείνο έσκισε την κατάρα, αφήνοντας πίσω του μικρές εκρήξεις. Η σκιά του πατέρα της Τζέιν, πήρε τη μορφή μάζας ξανά, και μίκρυνε σημαντικά.

Η Τζέιν ήταν έτοιμη να ξαναχρησιμοποιήσει το δυνατότερό της ξόρκι, μα ο Μάιλο την πρόλαβε. Επιτέθηκε δυο φορές με αυτό στην σκιά και άλλη μια με ένα που είχε μάθει από τον Νικ. Είδε τη μάζα να μικραίνει ακόμα περισσότερο. Η σύστασή της άλλαζε. Ξεθώριαζε. Ο Μάιλο θα χαιρόταν περισσότερο, αν δεν ήταν ετοιμόρροπος.

Έπεσε με την πλάτη στο γρασίδι, όμως ανασηκώθηκε γρήγορα. «Τώρα, τελείωσέ το», είπε στην Τζέιν, χαμογελώντας ελαφρά. Ήξερε, πως το περισσότερο που θα χρειαζόταν, θα ήταν ένα, ή δυο ξόρκια, ανάλογά τη δύναμή τους.

Η Μάγισσα, όμως, έβγαλε ένα φιαλίδιο, γεμάτο με ένα κόκκινο υγρό από τη τσέπη της και έριξε το υγρό στη λεπίδα. Έτρεξε προς την σκιά και κάρφωσε το μαχαίρι. Το έμπηξε όσο πιο βαθιά μπορούσε. Η μαύρη μάζα, έβγαλε για άλλη μια φορά εκείνο τον τσουχτερό ήχο και άλλαξε σχήμα. Έμοιαζε να είναι διάφανη, τώρα. Η Τζέιν, με ένα απαθές βλέμμα, ψέλλισε το ίδιο ξόρκι επίθεσης, για τελευταία φορά.

Η σκιά τυλίχθηκε στις πορφυρές φλόγες και εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω της εκκωφαντικούς ήχους, που τρύπησαν τα αυτιά και των δυο εφήβων.

Ο Μάιλο έμεινε να κοιτάζει τα αποκαΐδια, με το στόμα ανοιχτό. Αυτό ήταν; Τελείωσε τόσο απλά; Δεν υπάρχει καμία παγίδα; Τίποτα άλλο θανατηφόρο…;

Η Τζέιν, από την άλλη, χαμογελούσε. Ήθελε να πέσει στο έδαφος και να μη ξανασηκωθεί ποτέ από εκεί, όμως έτρεξε στο πλάι του αδερφού της. Ο Μάιλο την ακολούθησε.

Η κοπέλα πλησίασε το πρόσωπό της στο στήθος του. Η καρδιά του χτυπούσε. Ήταν ζωντανός, ήταν δίπλα της, ξανά.

«Κέιν…» ψέλλισε πριν σωριαστεί στο βρεγμένο γρασίδι, δίπλα από τον αδερφό της. Έπεσε αναίσθητη, όμως αυτό ήταν το αναμενόμενο.

Με όση Μαγεία του είχε απομείνει, ο Μάιλο δημιούργησε μια ασπίδα γύρω τους, ώστε να μη βραχούν παραπάνω. Θα ξεκουραζόταν, όταν θα σιγουρευόταν πως η Τζέιν ήταν καλά. Δεν τον τρόμαζε η Μαγική εξάντληση. Ή μάλλον, όσο κι αν τον τρόμαζε η ιδέα της, αποφάσισε πως ήθελε να το υποστεί, αν αυτό σήμαινε πως θα μπορούσε να προστατεύσει τη Τζέιν τόσο από τη βροχή, όσο και από τα θηρία που κυκλοφορούσαν ούτως ή άλλως στο δάσος. Περίπου μια ώρα αργότερα, το αγόρι, ανήμπορο να κρατήσει τις αισθήσεις του παρά τις προσπάθειές του, έπεσε λιπόθυμο στο έδαφος.


Η Καλλιρόη είχε ολοκληρώσει το ξόρκι της από την ίδια μέρα κιόλας που είχαν φύγει. Όταν, τρεις μέρες αργότερα, παρατηρούσε πως τα δυο παιδιά κινούνταν στα ίδια λίγα μέτρα για ώρες, και ύστερα σταμάτησαν να κουνιούνται εκεί, αποφάσισε να πάρει τη κατάσταση στα χέρια της. Κολύμπησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προς το μέρος όπου είχε δει πως βρισκόταν η κόρη της και ο φίλος της, και όταν έφτασε, σούρουπο πλέον, έκανε ένα επίπονο ξόρκι.

Μια φιγούρα πλησίασε τους τρεις αναίσθητους Μάγους που κειτόταν στο βρεγμένο γρασίδι. Η βροχή είχε κόψει πια, οι αστραπές είχαν απομακρυνθεί. Περπάτησε επιφυλακτικά, με φόβο πως μυτερά αγκάθια θα φύτρωναν από το έδαφος για να την ξεσκίσουν, όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Κι έτσι, χαμογέλασε.

Γονάτισε ανάμεσα στον Κέιν και την Τζέιν, χάιδεψε τα πρόσωπά τους στοργικά. Ο νεαρός άνδρας άνοιξε τα μάτια του.

«Ξανακοιμήσου», του ψιθύρισε η γυναίκα και του χαμογέλασε. «Όλα θα πάνε καλά, τώρα».

«Καλλιρόη…» ο Κέιν χαμογέλασε ελαφρά και, όπως του είχε πει εκείνη να κάνει, έκλεισε τα μάτια του για ακόμη μια φορά.

Η γοργόνα, που τώρα είχε πόδια και περπατούσε στο βρεγμένο χώμα και χορτάρι, ανύψωσε τους τρεις τους και τους μετέφερε στον ποταμό. Ήταν πράγματι, εξουθενωτικό, περισσότερο λόγω του πόνου στον οποίο βρισκόταν με κάθε της βήμα, καθώς επίσης και λόγω της Μαγείας που ξόδευε. Θα είναι ασφαλείς στο ποτάμι. Θα τους προσέχω κι εγώ, σκέφτηκε και τους χαμήλωσε με προσοχή στην όχθη.

Μόλις άγγιξε τα νερά του ποταμού και το ξόρκι που είχε επιβάλλει στον εαυτό της χάθηκε, στέναξε με ανακούφιση. Χαμήλωσε τα βλέφαρά της και άφησε το σώμα της να ηρεμίσει. Βυθίστηκε έως τον πάτο και εισέπνευσε βαθιά, τα πνευμόνια της γέμισαν με νερό και ένιωσε ζωντανή, ξανά. Έμεινε εκεί, ακίνητη για λίγη ώρα, προσπαθώντας να ηρεμίσει. Δεν πρόκειται να το ξανακάνω αυτό…

Ανέβηκε στην επιφάνεια μόλις ένιωσε έτοιμη να αναπνεύσει στο οξυγόνο ξανά. Και οι τρεις έχουν Μαγική Εξάντληση. Υποθέτω πως είναι λογικό πως δεν έχουν συνέλθει ακόμα. Και δεν ενδέχεται να συνέλθουν, τουλάχιστον μέχρι το πρωί. Αν ξημερώσει δεν θα μπορέσω να είμαι μαζί τους, όμως… Δίνοντας τόπο στην ανησυχία της, κοίταξε στοργικά τους τρεις Μάγους. Τον νεαρό άνδρα που ήταν σαν γιος της, παρόλο που δεν είχε περάσει πολλά μαζί του. Την κοπέλα που μεγάλωσε σαν κόρη της. Το αγόρι που είχε δεθεί με την κόρη της, βγάζοντας και στην ίδια την Καλλιρόη, ζεστασιά και φροντίδα. Ήταν τόσο περήφανη. Οι τρεις τους είχαν καταφέρει ό,τι θεωρούταν ακατόρθωτο, από όλους. Ακόμη κι αν είχε βρει μόνος του το ξόρκι ο Μάιλο, ή αν το είχε βρει μόνη της η Τζέιν, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο. Αυτό το ξόρκι, αυτή η τόσο σκληρή δοκιμασία, ήθελε δυο, για να λειτουργήσει σωστά. Και ευτυχώς, όλα πήγαν καλά… τώρα, όλα θα αλλάξουν, προς το καλύτερο.

Η λάμψη, ο Ντέιβιντ, αιωρήθηκε για λίγο από πάνω τους, πριν σταματήσει δίπλα στο σώμα του μικρού του αδερφού.

«Μην ανησυχείς», είπε η Καλλιρόη, παρηγορητικά, «είναι μια χαρά. Απλώς, ξεκουράζεται».


Ο Μάιλο, δεν ήταν στην μαύρη λίμνη, αυτή τη φορά. Ούτε και η σκιά ήταν, όμως. Στεκόταν απέναντί του, μονάχα τα μάτια της φαινόταν, ίδια με τα δικά του. Προφανώς και είναι ίδια. Διστακτικός, μα με περισσότερη σιγουριά από τις προηγούμενες φορές, έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Η σκιά του, δεν απάντησε. Δεν αντέδρασε.

«Δεν θα προσπαθήσεις να πάρεις τη θέση μου;» ρώτησε επιφυλακτικά, έτοιμος να παλέψει για να κρατήσει τη θέση του στη ζωή του.

«Όχι αυτή τη φορά. Δεν έχεις κενά, αυτή τη στιγμή. Εξακολουθείς να είσαι αδύναμος, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό».

«Τι εννοείς;»

«Τα λέμε όταν βρεις τον επόμενο μεγάλο σου φόβο», του είπε και σιγά σιγά, ξεκίνησε να χάνεται στο σκοτάδι της λίμνης, της οποίας η στάθμη ανέβαινε μόνο για να καταβροχθίσει τη σκιά.

Ο Μάιλο πήρε αρκετά βήματα προς τα πίσω. Όταν η σκιά εξαφανίστηκε, έκλεισε κι εκείνος τα μάτια του. Τελείωσε

Άνοιξε τα βλέφαρά του με δυσκολία. Το φως του ήλιου τον τύφλωνε, και έβαλε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του. Άκουγε το ποτάμι πολύ κοντά του. Η όλη σκηνή, του φαινόταν οικεία. Ανασηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Κατάλαβε γρήγορα πως ήταν πίσω στο σπίτι του, στην καλύβα της Τζέιν. Η ίδια η Τζέιν κοιμόταν δίπλα του, όμως ο Άρχοντας δεν φαινόταν να είναι πουθενά. Τι συμβαίνει… έφερε στο μυαλό του την μάχη. Δεν συνέβη τίποτα από αυτά; Οι πληγές που επουλώνονταν στο σώμα του, του έδειχναν το αντίθετο. Δεν ήταν πολλές, όμως. Κάποιος θα έπρεπε να τις είχε γιατρέψει. Η γδαρμένη πλάτη του πονούσε, όμως τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι του, φαινόταν να είναι σε καλύτερη κατάσταση. Η Τζέιν δεν ήταν πληγωμένη -όχι πια. Αυτό ήταν αρκετό για εκείνον. Δεν ήθελε να τη βλέπει πληγωμένη.

Σηκώθηκε όρθιος, αν και ζαλιζόταν, και την πήρε αγκαλιά. Την άφησε στο κρεβάτι. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν μέχρι τελικά να ανοίξουν.

«Μάιλο;» ρώτησε αχνά.

«Καλημέρα», της απάντησε και την φίλησε στο μέτωπο.

«Είσαι καλά. Πόσο χαίρομαι…» του ψιθύρισε και τύλιξε τα χέρια της γύρω του.

Εκείνος γονάτισε στο ξύλινο δάπεδο που έτριζε με την κάθε του κίνηση. «Πότε συνήλθες; Πού είναι ο αδερφός σου;»

«Συνήλθα τη νύχτα. Ο Κέιν είναι στο δάσος, είπε πως θα πήγαινε στο χωριό που είναι εδώ κοντά, για να πάρει υλικά για το φαγητό», τον ενημέρωσε χαμογελώντας.

Δεν ήταν απλά ένα χαμόγελο. Ήταν κάτι που το αγόρι δεν είχε ξαναδεί από εκείνη. Τα μάτια της γελούσαν κι έλαμπαν, η έκφρασή της ήταν γαλήνια. Ο Μάιλο έχανε την ανάσα του μπροστά σε εκείνο το χαμόγελο. Και ήταν τόσο χαρούμενος, που η Τζέιν μπορούσε να πάρει μια τέτοια έκφραση, πια.

«Πρέπει να είσαι χαρούμενη που τον έχεις ξανά δίπλα σου».

«Είμαι! Δεν πίστευα ότι θα μπορέσω να τον αγκαλιάσω ξανά. Θεοί, δεν πίστευα πως θα μπορέσω να του χαμογελάσω ξανά», είπε και ανασηκώθηκε, και όπως καθόταν στο κρεβάτι εκείνη και στο πάτωμα ο Μάιλο, τα μάτια τους ήρθαν σε ευθεία. Κοίταξαν ο ένας βαθιά στα μάτια του άλλου. «Δεν έχω παρά να σε ευχαριστήσω, Μάιλο. Αν και δεν νομίζω πως θα μπορέσω να σε ευχαριστήσω αρκετά ποτέ». Ακούμπησε το μέτωπό της στο δικό του.

Ο Μάιλο δεν μπορούσε να ονομάσει το συναίσθημα που ένιωθε. Μια απερίγραπτη αίσθηση αγνότητας, απλότητας, ομορφιάς. Ήταν ένα ζεστό συναίσθημα. Αυτό το καταλάβαινε. Και, αν θα μπορούσε να το περιγράψει όπως το είχε δει γραμμένο στα βιβλία που είχε διαβάσει, τότε, ένιωθε απλά αγάπη.

«Γιατί με ευχαριστείς; Σώσαμε, μαζί, τον αδερφό σου, και ταυτόχρονα εμένα και τις αδερφές μου. Βασικά και να μην είχα εγώ να κερδίσω κάτι, πάλι θα το έκανα. Για εσένα. Γιατί θέλω να είσαι χαρούμενη. Γιατί σ’ αγαπώ». Καθώς ήταν ο ένας απέναντι στον άλλον, ο Μάιλο έβαλε τα χέρια του στα ζεστά μάγουλα της Τζέιν.

Εκείνη σάστισε για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου του έσκασε ένα παιδικό χαμόγελο. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά, σαν να ήθελαν να αφομοιώσουν ο ένας το σωματότυπο, τη μυρωδιά και την αίσθηση του άλλου.

Η πόρτα άνοιξε, γδέρνοντας το πάτωμα όπως συνήθιζε και οι δυο τους απομακρύνθηκαν. Ο Κέιν, ο νεαρός με τα ατημέλητα μαλλιά και τα βρώμικα, παλιά, σκισμένα ρούχα, τώρα είχε τα μαλλιά του πιασμένα σε μια πλεξούδα και φορούσε ένα γκρίζο πουκάμισο, ένα μαύρο φαρδύ παντελόνι και μια πλεκτή, μπορντό ζακέτα.

«Καλησπέρα», είπε διστακτικά ο Μάιλο, κατεβάζοντας το κεφάλι του, «εννοώ, καλημέρα, εμ…»

«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Καταρχάς, η Τζέιν μου έχει πει για εσένα, οπότε ξέρω ποιος είσαι και κατά δεύτερον, δεν θα σε πειράξω».

Ο Μάιλο δεν φοβόταν μήπως του επιτεθεί ο Κέιν. Απλώς τότε τον χτύπησε για πρώτη φορά η συνειδητοποίηση πως εκείνος ο άνδρας, αν και χωρίς τη θέλησή του, είχε σκοτώσει τα αδέρφια του. Το ταξίδι του, ξεκίνησε με σκοπό να σκοτώσει τον Άρχοντα των Ψυχών, όχι να τον σώσει. Ξεκίνησε να νιώθει περίεργα, ξαφνικά. Σαν να ήταν λάθος που βρισκόταν εκεί.

«Είσαι καλά;» ρώτησε η Τζέιν όταν είδε το πρόσωπό του να ασπρίζει.

«Ναι… είμαι καλά. Απλά, πονάω ακόμα, αυτό είναι όλο. Θα πάω να βρω την Καλλιρόη», είπε και βγήκε από το σπίτι, προσπερνώντας τον νεαρό άνδρα.

«Η Καλλιρόη δεν μπορεί να βγει στην επιφάνεια μέχρι να πέσει ο ήλιος!» του φώναξε η κοπέλα, όμως εκείνος είχε ήδη απομακρυνθεί.

Ο Κέιν κάθισε δίπλα της. «Τι έγινε;»

Δεν ξέρω, θα απαντούσε η κοπέλα αν δεν έβλεπε τη λάμψη, τη ψυχή του αδερφού του Μάιλο, να αιωρείται πίσω από το παράθυρο, σαν να κοιτούσε τον -πρώην- Άρχοντα. Κατάλαβε, όμως.

«Τα αδέρφια του…» ξεκίνησε να λέει η κοπέλα, όμως δεν είχε το κουράγιο να συνεχίσει. Δεν έφταιγε αυτός. Δεν το έκανε οικειοθελώς… δεν μπορώ να τον κατηγορήσω.

«Μη συνεχίσεις. Φαντάζομαι. Είπε πως είναι από το Βασίλειο Λούκις. Ξέρω ότι δυο από τους Πρίγκιπες ήρθαν για να με σκοτώσουν, χρόνια πριν. Ξέρω όλους όσους το προσπάθησαν. Ξέρω όλους όσους πέθαναν…»

Η Τζέιν χαμήλωσε το βλέμμα της. Ο Κέιν χάιδεψε την πλάτη της.

«Σε χρειάζεται εκεί έξω, δεν νομίζεις;»

«Μα και εσύ, δεν είσαι καλά…»

«Εγώ θα περιμένω εδώ. Άντε, πήγαινε», είπε και την έσπρωξε απαλά, φιλικά.

Εκείνη τον αγκάλιασε και βγήκε από την καλύβα, περπατώντας γρήγορα.

Ο Μάιλο καθόταν σε ένα κλαδί της ιτιάς. Η ψυχή του αδερφού του, τριγυρνούσε κοντά του. Η νεαρή Μάγισσα τον πλησίασε, αιωρήθηκε μέχρι το κλαδί και κάθισε δίπλα του.

«Συγγνώμη», της είπε, «δεν έπρεπε να φύγω».

«Δεν είναι αφύσικο το να μη μπορείς να διαχειριστείς όλο αυτό. Θέλοντας και μη…» έκοψε την πρότασή της για να αναστενάξει ηττημένα, «…είναι ο δολοφόνος των αδερφών σου».

«Δεν ήθελε να το κάνει. Θα έπρεπε να μπορώ να το καταλάβω αυτό. Ούτε εγώ ήθελα να σκοτώσω εκείνη τη Μάγισσα στον ξενώνα… η Μαγεία μου απλά… το έκανε. Οπότε θα έπρεπε να μπορώ να τον καταλάβω, έστω και λίγο. Όμως αντ’ αυτού έφυγα έτσι. Πρέπει να ένιωσε άσχημα, κι εσύ επίσης».

«Μη το λες. Το κατάλαβα, όπως κι εκείνος. Δεν είναι ωραίο να ξέρω πως συνέβη αυτό, όμως δεν μπορώ να κάνω και κάτι να το αλλάξω. Η κατάρα του πατέρα μας, έχει σκοτώσει πολλούς. Ο Κέιν, έχει σκοτώσει μόνο έναν. Εκείνον που έπρεπε να σκοτώσει…» η κοπέλα έγειρε το κεφάλι της στο ώμο του αγοριού. «Δεν σε παρεξήγησε. Σε δικαιολόγησε και μου είπε να σε ψάξω. Όλα είναι εντάξει. Πάμε σπίτι».

Τύλιξε τα δάχτυλά της στα δικά του κι εκείνος τα έσφιξε, ως απάντηση. «Ευχαριστώ», της είπε και την κατέβασε από το κλαδί, με μια ήπια κίνηση του χεριού του. Δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τον Κέιν, όμως ήξερε ότι μπορούσε να καταλάβει. Κι αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν τον κατηγορούσε, όχι. Ήξερε πως δεν έφταιγε αυτός. Δεν ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει ως την αιτία του φόνου, ως τον τελευταίο άνθρωπο που είδε τους αδερφούς του ζωντανούς. Παρόλα αυτά, κατέβηκε από το δέντρο, ακολούθησε την Τζέιν, κρατώντας το χέρι της και χαιρέτησε τον Ντέιβιντ, πριν μπει ξανά μέσα στην καλύβα.

«Συγγνώμη για πριν», είπε στον Κέιν μόλις τον αντίκρισε και άπλωσε το χέρι του για χειραψία. «Είμαι ο Μάιλο. Χαίρομαι για την γνωριμία».

Εκείνος έσφιξε το χέρι του αγοριού, «Κέιν. Κι εγώ χαίρομαι και σε ευχαριστώ για όλα».

Η Τζέιν τους κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο περηφάνια. Από εδώ και πέρα, τα πράγματα μπορούν μόνο να γίνουν καλύτερα…


Ο Μάιλο και η Τζέιν καθόταν μπροστά σε ένα δέντρο, με πλάνο να κοιτάξουν τα άστρα. Ο Μάιλο έραβε μερικά κομμάτια της μπλούζας του, που είχαν σκιστεί. Η Τζέιν έπλεκε τα κοντά μαλλιά της σε μικρές πλεξούδες, για να περάσει η ώρα. Τα μάτια του νεαρού Μάγου έφυγαν από την βελόνα και πλοηγήθηκαν προς τον Κέιν και την Καλλιρόη, που μιλούσαν, ώρες τώρα, στην όχθη του ποταμού.

«Γνωρίζονται από παλιά;» ρώτησε περίεργος.

«Ναι. Η Καλλιρόη μας βοήθησε παλιά. Ζούσε στο δάσος τότε, κοντά στο χωριό όπου γεννήθηκα».

«Μα, είναι γοργόνα, πώς ζούσε στο δάσος;»

«Δεν μου έχει πει γιατί ακριβώς, όμως χρειαζόταν κάποια βότανα τότε, που μεγάλωναν μόνο σε εκείνη τη περιοχή. Έκανε ένα ξόρκι ώστε να γίνει άνθρωπος για λίγο καιρό, και έμενε εκεί για μερικές μέρες. Το σπίτι ήταν μιας από τις αδερφές της, οπότε ήταν βιώσιμο. Θα έμενε μόνο για δυο-τρεις μέρες. Ήμασταν τυχεροί που την πετύχαμε. Όταν ο Κέιν σκότωσε τον πατέρα μας και εξαφανίστηκε, πήγα να τον βρω, η κατάρα μου επιτέθηκε και ο Κέιν έτρεξε να βρει την Καλλιρόη, η οποία βοήθησε τόσο εμένα, όσο κι εκείνον, όσο μπόρεσε». Πέρασε τα δάχτυλά της από τα μαλλιά της, για να τα ξεπλέξει. «Ο Κέιν την έβλεπε έκτοτε ως σωτήρα μας. Όταν ήταν πιο μικρός, ήταν ερωτευμένος μαζί της», γέλασε, «μπορεί να είναι ακόμα, ποιος ξέρει».

Ο Μάιλο χαμογέλασε. «Κατάλαβα», της είπε. Έκοψε την κλωστή με τα δόντια του και κάρφωσε τη βελόνα πίσω στο κουβάρι, το οποίο μετά ακούμπησε λίγο πιο πέρα. «Είναι σαν μητέρα σου, ε;»

«Για εμένα, ναι, περίπου. Για τον Κέιν, όχι. Είναι εννιά χρόνια μεγαλύτερή του, οπότε δεν την είδε ποτέ ως μητρική φιγούρα, πιστεύω. Εγώ, την βλέπω περισσότερο ως καλή θεία ή μεγάλη αδερφή, παρά ως μητέρα. Δεν είχα ποτέ τίποτα από αυτά, όμως», γέλασε ελαφρά και έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του. «Εκείνη μας φρόντισε σαν μητέρα, όμως. Αυτό, αν μη τι άλλο, μπορώ να το καταλάβω. Εμένα, ειδικά… εννοώ, δεν ξέρω πώς να ξεπληρώσω όλα αυτά που έχει κάνει για εμένα».

«Δεν νομίζω πως τα έκανε για να την ξεπληρώσεις. Σε κοιτάζει με την ίδια στοργή που κοιτάζεις εσύ τον Κέιν. Σε νοιάζεται σαν κόρη της, ανιψιά, αδερφή, όπως θες πες το».

«Υποθέτω πως έχεις δίκιο, δεν μπορώ όμως παρά να νιώθω πως της είμαι υπόχρεη».

«Το καταλαβαίνω», είπε και στο μυαλό του, άστραψε η εικόνα της Σάε. Α, τώρα που τελείωσαν όλα… πρέπει να γυρίσω… έστρεψε το πρόσωπό του για να κοιτάξει της Τζέιν, κι εκείνης το πρόσωπο ήταν τόσο λαμπερό και γεμάτο χαρά, ευγνωμοσύνη, ο Μάιλο δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Ας το αφήσω για τώρα… και αύριο μέρα είναι. «Τζέιν, πάμε να κάνουμε μια βόλτα; Σε λίγο θα καθαρίσει παραπάνω ο ουρανός, θα δούμε και περισσότερα αστέρια».

«Πάμε», χαμογέλασε εκείνη και σηκώθηκε όρθια. Τράβηξε το χέρι του Μάιλο για να τον σηκώσει κι εκείνον.

«Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα να φύγεις βράδυ».

«Εξοικονομώ χρόνο».

«Σίγουρα δεν θες να έρθω μαζί σου;» ρώτησε η Τζέιν, φορτώνοντας τη τσάντα του Μάιλο με φρούτα και παγούρια με νερό.

«Ναι, δεν νομίζω πως πρέπει, βασικά. Εμένα μπορεί να μην με σκοτώσουν μόλις με δουν, εσένα όμως… δεν ξέρω. Καλύτερα να μην έρθεις». Εκείνος προσπαθούσε να φορέσει την κάπα που είχε αγοράσει την προηγούμενη από το χωριό, όμως δεν μπορούσε να περάσει το κουμπί από την κουμπότρυπα.

«Εντάξει, δεν θέλω να σε δυσκολέψω. Θα ανησυχώ όμως… Α, περίμενε. Θα το κάνω εγώ», η Τζέιν έκανε δυο βήματα και κούμπωσε την κάπα με ευκολία.

«Γιατί δεν στέλνεις τη Λούλου να τον προσέχει;» αποκρίθηκε ο Κέιν, ο οποίος εκείνη την ώρα τάιζε το πτηνό.

«Καλή ιδέα», ψέλλισε το αγόρι. Χτυπώντας τη γλώσσα του στον ουρανίσκο, έκανε τη Λούλου να φτερουγίσει προς το μέρος του. Κάθισε στον ώμο του κι εκείνος το χάιδεψε. «Τι λες, θα μου κάνεις παρέα;»

Η Λούλου έβγαλε ένα χαρούμενο σφύριγμα.

«Και να σκεφτείς πως πριν λίγο καιρό προσπάθησε να σε σκοτώσει», σημείωσε η Τζέιν, περνώντας τη τσάντα στον ώμο του Μάιλο.

«Ας μη το θυμόμαστε αυτό», γέλασε το αγόρι.

Οι δυο τους κρατούσαν ο ένας τα χέρια του άλλου, μα δεν κοιταζόντουσαν.

«Θα γυρίσεις, έτσι;» ψιθύρισε η κοπέλα.

«Ναι… μην φοβάσαι. Είναι, πόσο, οκτώ μέρες ταξίδι για να πάω κι οκτώ για να γυρίσω… όλα θα πάνε καλά». Τη φίλησε απαλά στο μέτωπο κι εκείνη χαμογέλασε.

Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να του απαντήσει, γιατί το μυαλό της ήταν γεμάτο αμφιβολίες και αρνητικές σκέψεις. Οπότε, αποφάσισε να κάνει ένα αστείο. Θεώρησε πως θα ήταν πιο εποικοδομητικό.

«Χα, μέχρι να γυρίσεις, μπορεί και να με έχεις περάσει στο ύψος». Το βλέμμα της ήταν παιχνιδιάρικο, όμως τα μάτια της γυάλιζαν.

«Ελπίζω να κοντύνεις», της είπε και, μετά από ένα ακόμη φιλί και έναν χαιρετισμό στον Κέιν, προχώρησε προς την πόρτα.

«Φεύγεις…»

«Ηρέμισε, δεν θα γίνει τίποτα κακό. Σ’ το υπόσχομαι. Σε είκοσι μέρες -το πολύ- από τώρα θα είμαστε πάλι εδώ, μαζί».

«Εντάξει», του είπε αποφασιστικά και για πρώτη φορά από το πρωί, τον κοίταξε στα μάτια. «Θα σε περιμένω». Τον αγκάλιασε και του έδωσε μια απαλή μπουνιά στον ώμο. «Μην τολμήσεις να αργήσεις».

«Δεν θα αργήσω. Θα είμαι εδώ. Τα λέμε τότε, λοιπόν».

Ένα φιλί στο μέτωπο και στο μάγουλο από εκείνον, κι ένα φιλί στο στόμα από εκείνη, κι ο Μάιλο ξεκίνησε την πορεία του προς το Παλάτι. Χαιρέτησε την Καλλιρόη, ζητώντας της να προσέχει την Τζέιν. Η απάντηση που πήρε, ήταν αναμενόμενη. «Λες και αν δεν μου το έλεγες, δεν θα το έκανα», του είχε πει.

Τώρα, ξημέρωνε. Η Λούλου είχε κουρνιάσει στα χέρια του κι εκείνος προχωρούσε με σταθερό βηματισμό και σκεφτόταν. Σκεφτόταν πόσο μεγάλο ήταν το ταξίδι που είχε κάνει μέχρι να φτάσει στην Τζέιν, και ως εκ τούτου στον Άρχοντα. Σκεφτόταν τον Έλιοτ, τον οποίο δεν είχε θρηνήσει όσο θα έπρεπε. Τον Νικ, ίσως περάσω από το χωριό, να τον δω, σκέφτηκε μα δεν ήξερε αν θα ήταν σωστή αυτή του η επιλογή. Θα καθυστερούσε αν το έκανε αυτό και, είχε φύγει ξαφνικά, χωρίς να του εξηγήσει τίποτα πέρα από όσα έγραφε το γράμμα. Ένιωθε άσχημα, έκτοτε, όμως ήξερε ότι δεν είχε πολλές άλλες επιλογές. Φοβόταν, εξάλλου. Φοβόταν πως αν πήγαινε να πει στον Νικ πως ήξερε τι σχεδίαζε, εκείνος θα του έκανε κάτι κακό. Αποφάσισε να μη σκέφτεται άλλο τον Νικ. Θα έβλεπε τι θα έκανε, όταν θα ερχόταν η ώρα.

Προς το παρόν, έπρεπε απλά να συνεχίσει να περπατάει. Αυτή τη φορά, ήξερε πού θα τον έβγαζε ο δρόμος.

1 view0 comments

Recent Posts

See All

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 9

Ο Μάιλο ένιωθε εξουθενωμένος και κοιμήθηκε σύντομα. Η Τζέιν κρατούσε το χέρι του καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Εκείνη δεν έκλεισε μάτι. Προτιμούσε να τον κοιτάζει να κοιμάται ήρεμος, τώρα που ήξερε

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 8

Η Τζέιν πήρε τον δρόμο πίσω προς το ρέμα, μόλις πάτησε το πόδι της στο σπίτι. Το στομάχι της ήταν δεμένο σε πολλαπλούς, άλυτους κόμπους. Δεν ήταν σωστό από μέρους της που άφησε τον Μάιλο εκεί. Ήξερε π

bottom of page