Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 7
- Αναστασία Σκούλη
- Nov 28, 2020
- 15 min read
Το πρώτο μάθημα του Μάιλο, ήταν το επόμενο κιόλας πρωί. Η Τζέιν τον ξύπνησε κεφάτη, μοιράστηκαν μερικά φρούτα και βγήκαν έξω από την καλύβα, για να ξεκινήσουν.
Το στομάχι του Μάιλο ήταν βαρύ και σφιγμένο. Ήταν αυτή η σωστή επιλογή; Δεν ήξερε. Νόμιζε πως ο Νικ του είχε μάθει όση Μαγεία χρειαζόταν, και πως με το βιβλίο που είχε, θα μπορούσε να πετύχει τον στόχο του. Δεν χρειάζεται να ασχοληθώ παραπάνω. Χρειάζομαι τη Μαγεία μόνο για να σκοτώσω τον Άρχοντα των ψυχών. Αν μπορώ να το κάνω αυτό, μόνο με τα ξόρκια που θα ξέρω, τότε δεν θέλω να μάθω τίποτα άλλο. Αυτό σκεφτόταν, πριν. Τώρα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τώρα, έπρεπε να μάθει τα πάντα για την Μαγεία, αν ήθελε να παραμείνει ο εαυτός του.
«Είσαι έτοιμος;» ρώτησε η κοπέλα, πιάνοντας τα μαλλιά της μια ψηλή αλογοουρά. Τράβηξε μερικές παράταιρες τούφες πίσω, με μια στέκα.
Ο Μάιλο κατένευσε, παρόλο που δεν ήταν σίγουρος, στην πραγματικότητα.
Με μια κίνηση, λευκές σπίθες άρχισαν να χορεύουν στα δάχτυλα της Τζέιν και Μαγεία άνθισε στα χέρια της.
«Ξέρεις γιατί είναι άσπρη;» τον ρώτησε, σβήνοντας τα σχήματα που είχαν δημιουργηθεί και αιωρούνταν πάνω από την παλάμη της.
«Όχι», απάντησε εκείνος, έκπληκτος με το πόσο εύκολο της ήταν να δημιουργήσει και να σβήσει την Μαγεία της.
«Είναι επειδή είμαι ήρεμη», είπε, και μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, με τον ίδιο τρόπο, κόκκινες φλόγες ξεπήδησαν από τα χέρια της. Η έκφρασή της ήταν σφιγμένη και τα μάτια της εξέφραζαν μίσος. Έσβησε τις φλόγες και εισέπνευσε. «Τώρα, σκεφτόμουν πράγματα που μισώ», πρόσθεσε, αφού εξέπνευσε. Το βλέμμα της μαλάκωσε. «Κατάλαβες πώς πάει; Μπορώ να ρυθμίσω τη δύναμη της Μαγείας ανάλογα με το πώς νιώθω και το πόσο έντονα νιώθω κάτι».
Ο Μάιλο κατένευσε. «Το ξέρω αυτό, σε γενικές γραμμές».
«Ναι, αλλά ξέρεις πώς να το ελέγξεις;»
«Όχι ιδιαίτερα…»
Η Τζέιν άγγιξε το στήθος του, στο μέρος όπου ήταν η καρδιά του. Ο Μάιλο ξεροκατάπιε και απέφυγε να την κοιτάξει.
«Σκέψου», είπε, «και πιάσε την καρδιά σου. Φέρε στο μυαλό σου αναμνήσεις, σενάρια, ό,τι σε βοηθάει να νιώσεις. Πιάσε την καρδιά σου για να νιώσεις τον ρυθμό που χτυπάει. Να αγγίξεις το τι νιώθεις και το πώς το νιώθεις. Κατάλαβες; Μόλις μπορέσεις να το συνηθίσεις αυτό, δεν θα χρειάζεται πια να το κάνεις. Θα μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις σου αυτόματα».
Όταν η Τζέιν απομακρύνθηκε από τον Μάιλο, παίρνοντας απαλά το χέρι της από πάνω του, εκείνος εισέπνευσε βαθιά. Έφερε στο μυαλό του τα παιδικά του χρόνια. Δεν τα σκεφτόταν συχνά, δεν ήξερε πώς ένιωθε για αυτά. Περνούσε τις μέρες του μόνος, διαβάζοντας βιβλία. Ούτε καν η Σάε τον επισκεπτόταν αρκετά. Όμως, είχε τα αδέρφια του, που περνούσαν πότε-πότε από την καλύβα όπου το αγόρι ήταν κλειδωμένο. Οπότε, αυτό ήταν καλό.
Συγκεντρώθηκε στις αναμνήσεις. Στο βλέμμα του πατέρα του, τις σπάνιες φορές που τον έβλεπε. Στο βλέμμα της μητέρας του, που πάντοτε, πλησίαζε πιο πολύ την λύπηση παρά την φροντίδα. Στα λόγια των Αυλικών, τα γεμάτα μίσος και προκαταλήψεις και υπεροψία. Πάντα απέφευγε να τα θυμάται, γιατί δεν ήξερε πώς έπρεπε να νιώσει. Ήταν ευγνώμων που ζούσε, που δεν τον σκότωσαν οι γονείς τους, όπως συνέβαινε συνήθως όταν γεννιόταν ένα μωρό ως Μάγος. Έτσι πίστευε, τουλάχιστον, μέχρι να φτάσει στην ηλικία όπου σκεφτόταν πως, από το να μην τον αγαπά κανείς, από το να ζει με την λύπηση, ίσως θα ήταν καλύτερα να τον είχαν σκοτώσει. Και τώρα, που επικεντρωνόταν τόσο έντονα για πρώτη φορά σε αυτές τις αναμνήσεις, ένιωθε το αίμα του να βράζει και την καρδιά του να χτυπά γρηγορότερα. Ένας κόμπος δημιουργήθηκε στον λαιμό του, διαφορετικός από εκείνον που γεννιόταν στο λαρύγγι ή το στομάχι του όταν φοβόταν ή όταν ήθελε να κλάψει. Αυτός ήταν λεπτός, και τεντωμένος. Αν έσπαγε, θα άφηνε ελεύθερο ένα συναίσθημα που ο Μάιλο δεν ήθελε να έχει. Δεν του άρεσε, προσπαθούσε να το καταπιέσει. Όσο οι αναμνήσεις τον πλημμύριζαν όμως, τόσο το σκοινί τέντωνε, και όταν τελικά έσπασε, τα χέρια του Μάιλο τυλίχτηκαν σε πορφυρές φλόγες, σκουρόχρωμες και άγριες, με σπίθες που πετάγονταν τριγύρω με μανία. Μαζί με τις φλόγες, ο Μάιλο γρύλισε από τα νεύρα του.
Η Τζέιν έκανε ένα βήμα πίσω για να αποφύγει τις σπίθες, πριν πηδήξει για να πιάσει το χέρι του Μάιλο. Εκείνος την κοίταξε και η φωτιά χαμήλωσε, ώσπου χάθηκε εντελώς, μαζί με τις αναμνήσεις του αγοριού, που κρύφτηκαν ξανά στο πίσω μέρος του μυαλού του.
«Συγγνώμη», ψέλλισε.
«Δεν πειράζει. Αυτό ήταν το επιθυμητό αποτέλεσμα, κατά κάποιον τρόπο», αναστέναξε η Μάγισσα και άφησε το χέρι του.
Εκείνος έκανε ασυναίσθητα να ξαναπιάσει το δικό της, όμως σταμάτησε εγκαίρως και εφάρμοσε το βλέμμα του στο έδαφος και στην κίνηση που έκανε το γρασίδι.
«Κατάλαβες τώρα, πόσο εύκολο είναι να χάσεις τον έλεγχο αν δεν βάζεις φίλτρο στα συναισθήματά σου».
Ο Μάιλο κατένευσε απολογητικά και έστρεψε το βλέμμα του προς το ποτάμι αυτή τη φορά.
«Θυμός, ε; μια χαρά. Α, όμως, πρόσεχε. Αν φοβάσαι, είτε θα χάσεις τον έλεγχο της Μαγείας, είτε δεν θα μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις».
«Εντάξει…» ψέλλισε.
«Ας δοκιμάσουμε άλλη μια φορά», πρότεινε χαμογελαστή η Τζέιν, με απαλό τόνο στη φωνή της και η ενθάρρυνση που έκρυβε αυτή η φράση, τρύπησε αμέσως την καρδιά του αγοριού, που σήκωσε ευθέως το βλέμμα του, της χαμογέλασε και κατένευσε, σαν να ήταν ένα μικρό παιδί που μόλις του είχαν κάνει πρόταση για βόλτα και παγωτό.
«Ας δοκιμάσουμε», επανέλαβε εκείνος και πήγε ένα βήμα πιο κοντά της.
Η Τζέιν ξυπνούσε κάθε πρωί, όλο και πιο χαρούμενη. Της άρεζε να διδάσκει τον Μάιλο, να του δείχνει πράγματα που για εκείνη ήταν αυτονόητα. Της άρεζε να τον βλέπει να βελτιώνεται, να κατανοεί και να αποδέχεται ποιος είναι. Τι είναι.
Ο Μάιλο, από την άλλη, ένιωθε όλο και πιο άνετα με την ιδέα του ότι ήταν Μάγος. Με κάθε μάθημα της Τζέιν, ένιωθε να γίνεται όλο και περισσότερο ο εαυτός του. Η Μαγεία ήταν κομμάτι του, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του. Έπρεπε να την αποδεχτεί. Και έκανε μεγάλα βήματα προς την επίτευξη αυτού του στόχου. Αργά, αλλά μεγάλα. Η φωνή δεν εμφανιζόταν όσο εξασκούσε την Μαγεία του καθημερινά, πράγμα που τον έκανε να νιώθει πολύ μεγάλη σιγουριά.
Εκείνο το βράδυ, η νεαρή Μάγισσα καθόταν στην όχθη του ποταμού, σκίζοντας το νερό με τα δάχτυλά της, κάνοντας νευρικές κινήσεις και μιλούσε με την Καλλιρόη.
«Δεν ξέρω», είπε η Τζέιν, αποφεύγοντας να κοιτάξει τη γοργόνα στα μάτια, «μου αρέσει πολύ να είμαι μαζί του… και όταν μου μιλάει, είναι σαν να μην μπορώ να ακούσω τίποτα άλλο πέρα από την φωνή του… από τη μια δεν μου αρέσει γιατί είναι περίεργο, από την άλλη, ανυπομονώ να με κοιτάξει και να μου μιλήσει…»
Η Καλλιρόη γέλασε. «Πες μου κι άλλα», είπε και χαμογελούσε σαν να διασκέδαζε.
«Μη γελάς… είναι τόσο περίεργο;»
«Όχι, απλά δεν το περίμενα. Είσαι τόσο αμυντικός χαρακτήρας, όμως από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο νεαρός, έχεις μαλακώσει. Μόνο απέναντί του, φυσικά. Κατά τα άλλα είσαι το ίδιο αγρίμι που ήσουν πάντα».
«Έι!»
«Έλα, μην θυμώνεις. Όταν ο αδερφός σου σε έστειλε εδώ, ήσουν φοβισμένη, τόσο που δεν τολμούσες ούτε να με κοιτάξεις. Όταν με άφησες να σε πλησιάσω, έγινες άγρια και αμυντική. Κι έτσι παρέμεινες, με όλους εκτός από εμένα. Ήσουν καλή μαζί τους, γιατί έτσι έλεγες ότι έπρεπε να είσαι, αλλά ποτέ δεν κατέβασες τους τοίχους που έχεις χτίσει γύρω σου. Τους κοιτούσες όλους με μια καχυποψία… εκτός από τον νεαρό. Από την στιγμή που συνήλθε, ήσουν πιο μαλακή μαζί του. Ενώ συνήθως δεν αντέχεις τους άνδρες».
«Ήμουν πιο μαλακή γιατί εξαιτίας μου σχεδόν πέθανε… εξαιτίας της Λούλου βασικά», είπε, και κοίταξε το πτηνό που καθόταν στον ώμο της. «Και ναι, δεν τους πήγαινα γιατί όλοι τους νόμιζαν πως ήταν υπεράνω. Δεν μου αρέσει αυτό».
«Αν σου άρεζε, δεν θα ήσουν η Τζέιν που ξέρω», γέλασε η Καλλιρόη. «Όπως και να έχει, ο μικρός σου αρέσει».
«Τι εννοείς;» η Τζέιν τραβήχτηκε προς τα πίσω με περιέργεια, σαν να άκουγε πρώτη φορά τον όρο.
«Εννοώ πως σου αρέσει, τι δεν κατάλαβες;»
«Δεν γίνεται. Όλο αυτό ξεκίνησε επειδή έπρεπε να τον οδηγήσω μακριά από τον Άρχοντα...» ψέλλισε, και κατάλαβε πως είχε χάσει καιρό τώρα τον στόχο της.
«Και πώς πάει αυτό;» το χαμόγελο της Καλλιρόης ήταν αυτάρεσκο.
«Δεν πάει… εσύ φταις, μου είπες να του μάθω για τη Μαγεία…»
«Εγώ δεν φταίω για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα».
«Δεν μου αρέσει, Καλλιρόη. Απλά τον συμπαθώ. Εξάλλου, δεν ξέρω καν πώς είναι το να σου αρέσει κάποιος… δεν είναι τώρα ο καιρός να το μάθω. Θα πάω να κυνηγήσω. Δεν έχουμε κρέας για αύριο και είναι η σειρά του Μάιλο να μαγειρέψει».
«Έλα, μην αποφεύγεις την συζήτηση».
Η Τζέιν της χαμογέλασε με μια εκπνοή. «Δεν αποφεύγω τίποτα. Απλά, νυστάζω και πρέπει να κάνω και αυτό. Καληνύχτα».
«Καληνύχτα, λοιπόν».
Η Καλλιρόη την έβλεπε που απομακρυνόταν και σκεφτόταν τη συζήτηση που είχε κάνει τη προηγούμενη νύχτα με τον νεαρό.
«Δεν ξέρω… έχω διαβάσει για την αγάπη μόνο σε βιβλία, αλλά… νομίζω πως μου αρέσει παραπάνω από ότι μια φίλη. Δεν, δεν είχα ποτέ φίλες για να ξέρω, αλλά…»
Το αγόρι μασούσε τα λόγια του τότε, μα το μήνυμα που ήθελε να περάσει ήταν ξεκάθαρο. Αν μου έλεγε κάποιος πριν καιρό, ότι αυτό το κορίτσι θα αφήσει κάποιον να την πλησιάσει τόσο πολύ, δεν θα το πίστευα. Κοίτα, όμως, που έγινε. Και είναι και αμοιβαίο… η γοργόνα χαμογέλασε περήφανα, πριν κρυφτεί κάτω από τα νερά του ποταμού.
Κάθε βράδυ, ο Μάιλο έφευγε από την καλύβα, αφού πρώτα βεβαιωνόταν πως η Τζέιν είχε κοιμηθεί. Έπαιρνε μαζί του ένα μικρό μαχαίρι και ένα κομμάτι ξύλο που είχε κρυμμένο κάτω από το στρώμα του και έβγαινε έξω, καθόταν κοντά στο ποτάμι, με την πλάτη του να ξεκουράζεται στον κορμό ενός μεγάλου δέντρου, τα φύλλα του οποίου τραγουδούσαν στο απαλό αεράκι της νύχτας. Σκάλιζε το ξύλο με προσοχή και αφοσίωση, κάνοντας μικρές, ρυθμικές κινήσεις με τον καρπό του.
«Δεν θα έπρεπε να κοιμάσαι;»
Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, και οι ώμοι του Μάιλο σηκώθηκαν απότομα. Φοβήθηκε πως ήταν η Τζέιν, όμως ήταν απλά η γοργόνα.
«Με τρόμαξες… θα έπρεπε, ίσως», κατένευσε και αναστέναξε, «όμως δεν μπορώ, πρέπει να τελειώσω αυτό που κάνω».
«Και, τι κάνεις ακριβώς; Σε βλέπω κάθε νύχτα, τι κάνεις που είναι τόσο σημαντικό ώστε να χάνεις τον ύπνο σου;» η γοργόνα κολύμπησε προς την όχθη και κάθισε στο χορτάρι, κουνώντας την ουρά της πέρα-δώθε στο νερό.
Ο Μάιλο χαμήλωσε τα χέρια του και το βλέμμα του. «Φτιάχνω ένα αποχαιρετιστήριο δώρο για την Τζέιν».
Η Καλλιρόη σήκωσε τα φρύδια της. «Θα φύγεις;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Πρέπει. Δεν θέλω, αλλά πρέπει. Λείπω πάρα πολύ καιρό. Θα νομίζουν ότι είμαι νεκρός, θα ετοιμάζονται να στείλουν την αδερφή μου να βρει τον Άρχοντα των Ψυχών. Μακάρι να μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ… όμως πρέπει να σώσω τις αδερφές μου».
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν θα πεθάνεις αν πας να τον βρεις;»
«Δεν είμαι. Αντίθετα, είμαι αρκετά σίγουρος πως θα με σκοτώσει… όμως, πρέπει τουλάχιστον να προσπαθήσω. Το οφείλω στην οικογένειά μου».
Όταν ξεστόμισε εκείνες τις λέξεις, μια μικρή, σφαιρική λάμψη ξεκίνησε να χορεύει γύρω του, πριν τελικά καταλήξει στον ώμο του.
«Ντέιβιντ…;» ψιθύρισε το αγόρι, αφήνοντας το ξύλο και το μαχαίρι στο γρασίδι. «Καλλιρόη, η Τζέιν με είχε αφήσει να τον δω, κάπως, την πρώτη μέρα που ήμουν εδώ… δεν ξέρω το ξόρκι, εσύ το ξέρεις;» τη ρώτησε, σχεδόν απελπισμένος.
«Το ξέρω», απάντησε η γυναίκα και αράδιασε μερικές αρχαίες λέξεις, δίνοντας σχήμα και μορφή στην ψυχή του αδερφού του Μάιλο.
Το αγόρι, που θα είχε για πάντα την μορφή ενός δεκαεξάχρονου νέου, ήταν γονατισμένο δίπλα στον πρίγκιπα και τον αγκάλιαζε, με όση δύναμη μπορεί να είχε ένα φάντασμα.
«Ντέιβ-»
«Συγγνώμη. Δεν έπρεπε να εξαφανιστώ έτσι, τόσο καιρό. Είναι αλήθεια πως δεν μου αρέσει που είσαι Μάγος, ή τουλάχιστον δεν μου άρεσε. Όμως, κοντά ένα μήνα τώρα σε βλέπω να προσπαθείς να γίνεις καλύτερος, κάθε βράδυ σε βλέπω εδώ, σε βλέπω και σκέφτομαι πως είναι ευλογία για εσένα ότι είσαι Μάγος, Μάιλο. Αν κάποιο από τα παιδιά του πατέρα μας έχει μια πιθανότητα να τον νικήσει, είσαι εσύ. Ακριβώς επειδή είσαι Μάγος. Και, μετά από όσα πέρασες στο παλάτι, το γεγονός ότι έχεις πρώτη την οικογένειά μας, είναι αξιοθαύμαστο… το συνειδητοποίησα, Μάιλο. Ό,τι και αν είσαι, είσαι ο αδερφός μου και σε αγαπώ. Όμως, άργησα να το καταλάβω. Συγγνώμη».
Η φωνή του Ντέιβιντ δεν έσπασε καθόλου, όσο μιλούσε. Τα λόγια του δεν έτρεμαν, ούτε τα χέρια του, ούτε το υπόλοιπο σώμα του, σε αντίθεση με τον Μάιλο, που είχε γραπωθεί στο σακάκι του αδερφού του και έτρεμε, προσπαθώντας να μην αφήσει τον εαυτό του να κλάψει. Ήταν τα λόγια που ήλπιζε να ακούσει, από έναν άνθρωπο. Από την οικογένειά του. Σε αγαπάω, ό,τι κι αν είσαι. Μερικές απλές λέξεις, που, αν ήταν φυσιολογικός, θα τις είχε ήδη ακούσει, μάλλον.
«Συγγνώμη», επανέλαβε ο αδερφός του και άρχισε να χάνει το σχήμα του, σιγά-σιγά.
Σύντομα, ο Μάιλο αγκάλιαζε τον αέρα γύρω του. Άφησε τα χέρια του να πέσουν στο γρασίδι, και απευθύνθηκε στην λάμψη του αιωρούταν μπροστά στο πρόσωπό του: «Ευχαριστώ!» είπε με δυνατή φωνή και σίγουρο τόνο. «Ευχαριστώ», ψέλλισε ακόμη μια φορά, η φωνή του πνιγμένη με λυγμούς. Κράτησε τη λάμψη στα χέρια του. Την τοποθέτησε απαλά στον ώμο του.
«Συγγνώμη μικρέ, όσο πλησιάζει η αυγή οι δυνάμεις μου εξασθενούν».
«Δεν πειράζει, σε ευχαριστώ», της χαμογέλασε, σκουπίζοντας τα δάκρυά του.
Η Καλλιρόη απέφυγε να του μιλήσει άλλο. Θεώρησε σωστό να τον αφήσει με τον αδερφό του. «Καλύτερα να πας να ξαπλώσεις πριν ξυπνήσει η Τζέιν και αντιληφθεί πως κάτι τρέχει», του είπε και χάθηκε στο νερό.
Ο Μάιλο κάθισε ξανά, με τη πλάτη του στο δέντρο, και έπιασε το ξύλο και το μαχαίρι. Δεν μιλούσε στον αδερφό του. Απλώς, σκάλιζε τη ξύλινη φιγούρα με αργές κινήσεις. Όταν το χρώμα του ουρανού άρχισε να ανοίγει, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την καλύβα.
«Ευχαριστώ, Ντέιβιντ. Αλήθεια», είπε χαμηλόφωνα και χάιδεψε με το δάχτυλό του τη λαμπερή σφαίρα, πριν μπει μέσα στο σπίτι, χαμογελαστός και γεμάτος.
Δεν είχε νιώσει τέτοια ικανοποίηση καιρό τώρα. Δεν μπορούσε να πιστέψει, πως μετά από τόσο καιρό, ο αδερφός του, όχι απλά εμφανίστηκε ξανά δίπλα του, αλλά τον αποδέχτηκε, για αυτό που ήταν, κι ας τον είχε αφήσει προηγουμένως. Ο Μάιλο δεν ήταν θυμωμένος –πληγωμένος, ήταν. Όμως αποφάσισε να το ξεχάσει. Αποφάσισε να κρατήσει μέσα του μόνο το καλό της υπόθεσης, αυτό που έκανε τη καρδιά του να σταματήσει. Πραγματικά, ήταν χαρούμενος. Εκείνη η χαρά όμως, ήταν βραχύβια.
Την Τζέιν ξύπνησαν τα επίμονα τιτιβίσματα της Λούλου, που χοροπηδούσε πάνω στο μπράτσο της. Με μια κίνηση του χεριού της, η κοπέλα έδιωξε το πτηνό από το χέρι της, αναγκάζοντάς το να μεταναστεύσει στο πρόσωπό της, αυτή τη φορά.
«Εντάξει, εντάξει», μούγκρισε και ανασηκώθηκε. Κατέβηκε από το κρεβάτι κρεμάμενη από τη σκάλα και άνοιξε τα μάτια της όταν πάτησε στο χαλί.
Στη μέση του τραπεζιού υπήρχε μια ανθοδέσμη και ένα σημείωμα. Έκπληκτη, η νεαρή Μάγισσα έπιασε το χαρτί, τρίβοντας τα μάτια της.
«Συνάντησέ με πίσω από τη καλύβα, στην ιτιά», απήγγειλε και χαμογέλασε, άθελά της. Έβγαλε τη νυχτικιά και έβαλε τα ρούχα της, αποφάσισε να πιάσει τα μαλλιά της κοτσίδα. Παρατήρησε τα κίτρινα μάτια της και τις λίγες φακίδες που στόλιζαν το πρόσωπό της. Σκέφτηκε να αφήσει την αλογοουρά της κάτω ξανά, αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, πήρε μια παπαρούνα από την ανθοδέσμη και την πέρασε στα μαλλιά της.
Με τη Λούλου πάντα στον ώμο της, περπάτησε προς την πόρτα. Έκανε τον γύρο της καλύβας και περπάτησε λίγο πιο βαθιά στο δάσος, όπου και στεκόταν περήφανα μια πλούσια κλαίουσα ιτιά. Οι φυλλωσιές της χόρευαν και τραγουδούσαν με τον άνεμο και ο κορμός της φαινόταν να ζει από εποχές πολύ παλαιότερες από αυτή των ανθρώπων και των Μάγων.
Πίσω από εκείνο το υπέροχο δέντρο, η Τζέιν βρήκε διάφορα φαγητά και γλυκά (ανάμεσα στα οποία υπήρχαν κάποια που δεν είχε δει ποτέ της) αραδιασμένα ομοιόμορφα σε μοτίβο ρόμβων. Αν δεν τον πρόδιδε ο ήχος των βημάτων του στο γρασίδι, ο Μάιλο θα είχε καταφέρει να ξαφνιάσει τη Τζέιν, όταν πετάχτηκε ξαφνικά από πίσω της.
«Τι είναι όλα αυτά;» ρώτησε η κοπέλα, γελώντας γλυκά, «τι συμβαίνει;»
«Τίποτα, ήθελα απλά να σε ευχαριστήσω», είπε και της έκανε νόημα με το χέρι, ώστε να καθίσει στο γρασίδι, «αυτό είναι όλο».
«Πώς κι έτσι;»
«Πολλές ερωτήσεις κάνεις».
«Κακό είναι;» ρώτησε με υπαινικτικό βλέμμα και κάθισε βολικά μπροστά στην κουβέρτα όπου βρισκόταν όσα είχε ετοιμάσει το αγόρι.
«Δεν θα το ‘λεγα», μουρμούρισε και κάθισε απέναντί της. «Λοιπόν», είπε, «μαγειρεύω από μικρός, το ξέρεις, εδώ έχω ό,τι έχω μάθει καλά να φτιάχνω, όλα αυτά τα χρόνια. Είναι όλα τοπικά φαγητά του Βασιλείου μου, αλλά νομίζω πως θα σου αρέσουν. Καλή όρεξη».
«Σίγουρα θα είναι καλύτερα από ψημένα ψάρια και ψημένο χοίρο».
«Μπορεί, εσύ θα το κρίνεις αυτό».
Ο Μάιλο κοιτούσε την κοπέλα που δοκίμαζε μικρές μπουκιές από κάθε φαγητό, παρατηρούσε πώς άλλαζε η έκφρασή της όταν κάτι της φαινόταν ενδιαφέρον, όταν κάτι δεν της άρεσε και προσπαθούσε να το κρύψει. Την κοιτούσε σαν να βλέπει το πιο όμορφο σκηνικό του κόσμου. Γιατί, αυτό έβλεπε. Σκέφτηκε πως ήταν υπερβολικός, ή μάλλον, υπερβολικά επηρεασμένος από τα ρομαντικά βιβλία που διάβαζε στο παλάτι. Δεν πίστευε ότι θα προλάβαινε να ζήσει κάτι τέτοιο. Νόμιζε πως είχε σχεδιάσει τη ζωή του: Θα ζούσε στο παλάτι μέχρι τα δεκαέξι, θα πήγαινε στην αποστολή του και θα πέθαινε εκεί. Χωρίς καθυστερήσεις, χωρίς να γνωρίσει ευγενικές πατρικές φιγούρες, χωρίς να γνωρίσει τον θάνατο και να του ξεφύγει ύστερα, χωρίς να γνωρίσει ένα μαγικό κορίτσι –κυριολεκτικά και μεταφορικά- και χωρίς Μαγεία. Η ευθεία γραμμή που είχε σχεδιάσει στο μυαλό του, είχε διαταραχθεί πολλές φορές πια. Τόσες, που δεν είχε απομείνει τίποτα από αυτήν.
«Μα καλά, πού βρήκες τα υλικά να κάνεις κάτι τέτοιο;» ρώτησε η Τζέιν, σκουπίζοντας λίγη σοκολάτα από τα χείλη της.
«Χθες που έλειπα μέχρι να βραδιάσει, ο αδερφός μου με πήγε σε ένα μικρό χωριό εδώ κοντά. Δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ, μετά από αυτό. Το βράδυ άναψα φωτιά κοντά στο ποτάμι και τα έφτιαξα με τη βοήθεια της Καλλιρόης».
«Είναι όλα υπέροχα. Τα… περισσότερα, δηλαδή», σημείωσε, κοιτώντας το ρύζι με το χταπόδι. «Όμως, δεν χρειαζόταν να κάνεις κάτι τέτοιο».
«Δεν το έκανα γιατί χρειαζόταν. Ήθελα να το κάνω και το έκανα. Αυτό είναι όλο. Τώρα, λιγότερα λόγια, περισσότερο φαΐ», είπε χαρμόσυνα και της έβαλε άλλο ένα σοκολατάκι στο στόμα.
Εκείνη χαμογέλασε ζεστά. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο από εκείνον. Ήξερε πως ήταν καλόκαρδος, ήξερε πως ήθελε να επιστρέφει κάθε χάρη που του είχαν κάνει. Και της άρεσε αυτό. Ήταν γλυκός, τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά.
«Τζέιν, θέλω μια χάρη», της είπε με ένα παραπονεμένο ύφος κι εκείνη γέλασε.
«Τι είναι;»
«Θέλω να πάμε εκεί που με βρήκες, το απόγευμα».
«Εντάξει, σιγά. Πάμε. Αλλά γιατί;»
«Απλά, έτσι. Θα μάθεις όταν έρθει η ώρα».
Της χαμογέλασε, όμως η νεαρή Μάγισσα κατάλαβε πως δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα χαμόγελα που της είχε δείξει εκείνο το πρωινό. Παρόλο που το κατάλαβε, το άφησε να περάσει. Σίγουρα, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι τόσο κακό.
Περπάτησαν περίπου δεκαπέντε λεπτά, μέχρι να φτάσουν σε ένα ρέμα, το οποίο ήταν η συνέχεια ενός ψηλού γκρεμού.
«Ήσουν τυχερός. Χτύπησες στους βράχους και αναπήδησες ως εδώ. Αν έπεφτες στο ρέμα, δεν θα υπήρχε τρόπος να σωθείς». Η Τζέιν κοιτούσε την Λούλου που πετούσε, τώρα, πιο ψηλά από την αφετηρία του γκρεμού.
«Ουάου», αναφώνησε ο Μάιλο, αλλά του βγήκε περισσότερο σαν αναστεναγμός. «Έπεσα από εκεί πάνω κι έζησα;»
«Δυστυχώς ή ευτυχώς», γέλασε. «Λοιπόν, τι ήθελες εδώ πάνω;»
«Τίποτα σπουδαίο, απλά ήθελα να δω από πού ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία. Πρέπει να σου πω κάτι, Τζέιν». Η τελευταία του πρόταση ήταν σοβαρή, το βλέμμα του όμως ήταν αμήχανο.
Η Τζέιν κατένευσε, όταν είδε πως ο Μάιλο την κοιτούσε. «Πες μου», είπε και αφού στήλωσε σε ένα δέντρο, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.
«Φεύγω».
Τα χέρια της Τζέιν έπεσαν. «Τι εννοείς;»
«Φεύγω. Είμαι πολύ καιρό εδώ. Μπορεί να νομίζουν ότι είμαι νεκρός, θα ετοιμάζουν την αδερφή μου για τη δοκιμασία. Δεν μπορώ να ρισκάρω τη ζωή της. Η φωνή στο κεφάλι μου εξαφανίστηκε και έχω τον αδερφό μου στο πλευρό μου. Πρέπει να… πρέπει να σκοτώσω τον Άρχοντα των Ψυχών. Δεν υπάρχει άλλη λύση». Απέφευγε να την κοιτάξει. Δεν ήθελε.
«Γιατί να γυρίσεις; Δεν θα σε αποδεχτούν. Στην καλύτερη θα σε σκοτώσουν. Έτσι κάνουν οι Άνθρωποι. Θα σε διώξουν, θα πληγωθείς, ή θα σε σκοτώσουν και θα σε βασανίσουν, επειδή δεν είσαι σαν αυτούς. Γιατί να ρισκάρεις τη ζωή σου για αυτούς;» τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά του, ακόμη κι αν εκείνου δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν πάνω της.
«Αυτό… δεν ξέρεις ότι θα γίνει έτσι», είπε αμυντικά.
Η Τζέιν γινόταν πάντα σκληρή όταν ο Μάιλο ανέφερε τον Άρχοντα. Όμως αυτό που του είπε τότε, παρόλο που ίσχυε, δεν του άρεσε καθόλου.
«Το ξέρω. Δεν έχω γνωρίσει πολλούς Ανθρώπους, αλλά έχω ακούσει αρκετά για αυτούς».
«Κι εγώ μεγάλωσα ακούγοντας πως οι Μάγοι είναι τέρατα και αιμοσταγείς δολοφόνοι. Όμως αυτό δεν ισχύει, σίγουρα όχι για όλους. Κάποιοι από τους Ανθρώπους είναι έτσι, αλλά δεν μπορείς να τους βάζεις όλους σε ένα σακί».
«Και πάλι δεν είναι σωστό για εσένα να γυρίσεις».
«Δεν ξέρεις τι είναι σωστό για εμένα, Τζέιν», της είπε ψύχραιμα.
«Ξέρω ότι δεν είναι σωστό να πεθάνεις!»
«Κι αν αυτό είναι το πεπρωμένο μου;»
«Δεν με νοιάζει το πεπρωμένο! Θα σε σκοτώσει χωρίς καν να το θέλει!»
«Τζέιν, κοίτα-»
«Όχι, Μάιλο. Δεν κοιτάζω τίποτα. Δεν θα δικαιολογήσω τις αυτοκτονικές σου τάσεις…»
Ο Μάιλο θα μπορούσε να ορκιστεί πως τα μάτια της γυάλιζαν. Δεν ήθελε να ξέρει αν αυτό ήταν αλήθεια, όμως.
«Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις», του είπε και γύρισε να φύγει.
«Τζέιν, περίμενε!»
Η Λούλου κραύγαζε και πετούσε μπροστά του. Μέχρι να τον αφήσει να περάσει, η Τζέιν είχε εξαφανιστεί.
Ο ήλιος είχε δύσει. Βράδιαζε. Και ήταν μόνος.
Ο Μάιλο έβγαλε από την τσέπη του τη φιγούρα και το βραχιόλι που είχε σκαλίσει για την Τζέιν, ως αποχαιρετιστήριο δώρο και τα κοίταξε. Υποθέτω θα τα αφήσω απλά στο τραπέζι…
Το αγόρι προσπάθησε να φύγει από το ρέμα, όμως μετά από μερικά λεπτά, ανακάλυψε πως δεν ήξερε πώς. Έκανε μερικούς κύκλους, πριν τελικά τα παρατήσει.
«Τζέιν!» φώναζε το όνομά της, ελπίζοντας πως ήταν ακόμα κοντά.
«Τι έγινε φίλε, χρειάζεσαι βοήθεια;» μια αντρική φωνή ακούστηκε από πίσω του, μαζί με τον ήχο κλαδιών και φύλλων που έσπαγαν κάτω από τα πόδια κάποιου. Ή κάποιων.
Τέσσερις μεγαλόσωμοι άνδρες ξεπρόβαλλαν πίσω από τα δέντρα και τους θάμνους. Οι δύο, κρατούσαν τσεκούρια. Οι άλλοι δυο, ίσως δεν τα χρειάζονταν.
Ο Μάιλο σκέφτηκε πως ήταν πιθανόν ξυλοκόποι. Άρα, θα ήξεραν το δάσος.
«Η αλήθεια είναι πως χάθηκα», είπε, κάνοντας ένα βήμα πίσω. Ό,τι ή όποιοι κι αν ήταν, ήταν τρομακτικοί στην όψη. «Θέλω να βγω στο ποτάμι».
«Υποθέτω μπορούμε να τον βοηθήσουμε, ε;» εκείνος που ήταν πιο πίσω από όλους, ίσως ήταν κι ο πιο τριχωτός, απευθύνθηκε στους υπόλοιπους. «Έχεις παραδάκι πάνω σου;» ρώτησε, πλησιάζοντας τον Μάιλο απειλητικά.
Τα καστανά μάτια του, τον έκαναν να φαίνεται άνθρωπος, όπως ακριβώς συνέβη και με τη Μάγισσα του πανδοχείου. Εκείνου το σημάδι, όμως, φαινόταν. Ήταν μπορντό και απλωνόταν από τον λαιμό μέχρι και το αυτί του.
«Δεν έχω τίποτα», απάντησε μονοκόμματα το αγόρι. «Δεν χρειάζεται να με βοηθήσετε, αν θέλετε χρήματα, θα βρω το δρόμο μόνος μου».
«Είσαι άνθρωπος ή Μάγος;»
Ο Μάιλο κοντοστάθηκε.
«Τα μάτια σου είναι περίεργα. Τι είσαι;» τον έπιασε από το κολάρο της μπλούζας του, κι ο Μάιλο προσπάθησε να αντικαταστήσει τον φόβο που τον απειλούσε, με θυμό.
Με μια κίνηση, μαύρη φλόγα τύλιξε το χέρι του μεγαλόσωμου άνδρα, ο οποίος τον άφησε κάτω.
«Κι εσύ έχεις καστανά μάτια», τόνισε ο Μάιλο. «Δεν σου επιτέθηκα, παρόλα αυτά».
«Βγάζεις γλώσσα, σπόρε;»
«Απλά θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου. Ευχαριστώ αλλά δεν θέλω τη βοήθειά σας, καλό βράδυ».
Για άλλη μια φορά, ο Μάιλο έκανε να φύγει, όμως ένας από τους άνδρες τον κλώτσησε στο χώμα.
«Δεν μου αρέσουν οι αγενείς συμπεριφορές», γέλασε ο τριχωτός άνδρας.
«Τότε ίσως πρέπει να κοιτάξεις τη δική σου», ψιθύρισε ενώ σηκωνόταν, όμως ένας άλλος τον έριξε πάλι κάτω. Όσο ο θυμός και ο φόβος του αναμιγνύονταν, τόσο τον ενοχλούσε ένας ενοχλητικός ψίθυρος. Εκείνος που τον ενοχλούσε κάθε φορά που η Μαγεία του γινόταν ασταθής.
«Σου έλειψα;»
Ο θόρυβος ήταν έντονος, τόσο, που ήθελε να κλείσει τα αυτιά του. Δεν μπορούσε όμως, να αποκλείσει μια φωνή που ζούσε μέσα στο κεφάλι του.
Οι άνδρες συνέχισαν να τον χτυπούν, και οι τέσσερις, χωρίς να υπάρχει κάποιος εμφανής λόγος. Ο Μάιλο προσπαθούσε να ελευθερώσει κάποια από τα ξόρκια που ήξερε, τα ψιθύριζε και τα φώναζε, όμως η Μαγεία αρνιόταν να βγει προς τα έξω. Δεν ήξερε αν την μπλόκαρε ο φόβος του, ή η φωνή.
«Δεν θες να σωθείς;»
Θέλω.
«Τότε άσε με να πάρω τον έλεγχο».
Δεν μπορώ.
«Μπορείς μια χαρά, απλά δεν θέλεις».
Δεν θέλω να χαθώ.
«Μη φοβάσαι, θα σε φροντίσω εγώ. Θα δεις πως το σκοτάδι είναι αρκετά ικανοποιητικό. Θέλεις να ζήσεις, ή όχι;»
Θέλω.
Ο Μάιλο έπιασε το χέρι της σκιάς, η οποία τον τύλιξε ολόκληρο, στραγγαλίζοντάς τον, πνίγοντάς τον, κόβοντας του το οξυγόνο. Έπειτα, το μαύρο κατάπιε ολόκληρο τον κόσμο του.
Comments