Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 6
- Αναστασία Σκούλη
- Nov 20, 2020
- 17 min read
Αυτό που ξύπνησε την Τζέιν ήταν ένα ουρλιαχτό και ένας γδούπος. Πήδηξε από το κρεβάτι και αντίκρισε τον Μάιλο, ο οποίος έτριβε το κεφάλι του με τα χέρια του.
«Τι έγινε;»
«Τίποτα… ήταν ένας εφιάλτης, απλά. Το ότι χτύπησα το κεφάλι μου δεν ήταν μέρος του σχεδίου, όμως», γέλασε.
«Πώς είσαι από πόνο; Στο υπόλοιπο σώμα σου, εννοώ».
«Δεν πονάω, ιδιαίτερα, απλά νιώθω το σώμα μου βαρύ, σαν να μην μπορώ να κουνηθώ».
«Παρόλα αυτά πετάχτηκες με τόση ευκολία ώστε να χτυπήσεις στο ξύλο του κρεβατιού».
Ο Μάιλο την κοίταξε με μισό μάτι.
Η Τζέιν έλυσε τη κοτσίδα της και άφησε τα μαλλιά της ελεύθερα. Γύρισε προς την κουζίνα και κοίταξε την κατσαρόλα που καθόταν στα αποκαΐδια από τα χθεσινά καυσόξυλα.
«Πάω να μαζέψω πράγματα για το φαγητό, μη πεθάνεις όσο λείπω», γέλασε και τον χαιρέτησε, βγάζοντάς του τη γλώσσα.
«Κάπου φτάνει!» της φώναξε κι εκείνος, ενοχλημένος, κοιτώντας την πόρτα να κλείνει.
Δεν είναι πολύ ανοιχτή, ακόμα δεν σε γνώρισε; Δεν είναι φυσιολογικό να σου φέρεται τόσο καλά ενώ δεν σε ξέρει. Κάτι θέλει από εσένα, να το ξέρεις.
Πάλι αυτή η φωνή…!
«Σκάσε! Ποιος είσαι, τι θέλεις επιτέλους από εμένα;» η φωνή του έτρεμε, αλλά, ακόμη και αν μπορούσε να κρύψει αυτό, ήξερε πως δεν μπορούσε να κρύψει ούτε τον φόβο του, ούτε τίποτα άλλο από την φωνή που στοίχειωνε την σκέψη του.
Έχεις δίκιο, Μάιλο, δεν σου έχω μιλήσει για εμένα ακόμα. Αυτό είναι λίγο άδικο, καθώς εγώ ξέρω τα πάντα για εσένα, όμως, θα πρέπει να κάνει λίγη ακόμη υπομονή. Υπάρχουν κάποιες… προϋποθέσεις ώστε να μπορέσω να εμφανιστώ μπροστά σου. Αν και, πάλι, δεν νομίζω να το θες αυτό.
«Δεν θέλω να μου εμφανιστείς, θέλω να ξέρω τι είσαι και τι θέλεις… δεν είναι φυσιολογικό όλο αυτό…» ο Μάιλο κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του, όπως είχε κάνει την προηγούμενη νύχτα, όμως τώρα το έκανε από απελπισία.
Μην φοβάσαι, δεν τρελαίνεσαι. Ξέρω, θα σου δώσω μια βοήθεια. Ο Νικ σου είχε πει, πως η Μαγεία είναι συναισθήματα, πως πηγάζει από τη ψυχή… είσαι έξυπνος, ξέρω ότι θα μπορέσεις να κάνεις τη σύνδεση.
«Τη σύνδεση; Δεν θέλω να κάνω καμία σύνδεση, τέρας, πράγμα, δεν, δεν ξέρω καν πώς να σε αποκαλέσω… θέλω να φύγεις, με τρομάζεις…» άφησε τα χέρια του να πέσουν στο σεντόνι και αναστέναξε παραδομένος.
Μπορείς να με φωνάζεις Μάιλο.
Σε αυτόν τον ψίθυρο, ο Μάιλο πάγωσε, και η σκιά που του μιλούσε, γέλασε.
«Τι εννοείς;» φώναξε, όμως όσο και αν περίμενε, δεν ήρθε καμία απάντηση. «Τι εννοείς; Έι! Απάντησέ μου!»
Δεν πήρε απάντηση.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι με δυσκολία και παραπάτησε μέχρι το ποτάμι. Έπεσε δυο φορές, τη πρώτη ξανασηκώθηκε, τη δεύτερη, σύρθηκε μέχρι την όχθη.
«Καλλιρόη;!» φώναξε και βούτηξε τα χέρια του στο νερό, για κάποιο σημάδι πως η γοργόνα τον είχε ακούσει. Ο ποταμός ήταν βαθύς και τα νερά ήταν ορμητικά. Τα χέρια του δεν έπιαναν τον πάτο και το νερό τον πιτσιλούσε σε όλο του το σώμα. «Καλλιρόη!» ξαναφώναξε, κοιτάζοντας τριγύρω, με την ελπίδα πως θα εμφανιστεί, κάπου.
«Μάιλο;»
Γύρισε προς τα πίσω στην ταραγμένη φωνή της Τζέιν.
«Τζέιν, θέλω βοήθεια», της είπε, και τα μάτια του το επιβεβαίωναν.
«Εντάξει. Πάμε μέσα, η Καλλιρόη δεν είναι ξύπνια όσο είναι μέρα. Πες μου, τι έγινε. Δεν… δεν ήταν απλός εφιάλτης, πριν, έτσι;»
Η Τζέιν τον βοήθησε να σηκωθεί. Έτρεμε στα χέρια της και η κοπέλα αγχώθηκε. Μα τι θα μπορούσε να γίνει; Ήμουν κοντά στο το σπίτι, θα το έβλεπα αν είχε συμβεί κάτι…
«Έλα, κάθισε», του είπε και όταν ο Μάιλο κάθισε στο κρεβάτι, εκείνη έβαλε τα λαχανικά και τα φρούτα που είχε πλύνει στο πηγάδι, πάνω στο τραπέζι.
«Έχω μια φωνή στο κεφάλι μου…» είπε, και κατάλαβε πόσο περίεργο ακουγόταν. «Πριν γελάσεις, δεν είμαι τρελός, άσε με να σου εξηγήσω».
«Σε ακούω».
«Από τη στιγμή που ξύπνησε η Μαγεία μου, βασικά, ας το πάρω αλλιώς… λοιπόν. Το βράδυ που ξύπνησε η Μαγεία μου, είδα έναν εφιάλτη, όπου ο Ντέιβιντ, από λάμψη, γινόταν μαύρη, παχύρευστη σκιά που ήταν έτοιμη να με καταβροχθίσει… είδα παρόμοιο όνειρο κανά-δυο φορές έκτοτε, αλλά χθες, η φωνή της σκιάς σε εκείνον τον εφιάλτη, μου μίλησε. Όσο ήμουν ξύπνιος».
Έκανε μια παύση, κοίταξε τα μάτια της Τζέιν που ήταν καρφωμένα στα δικά του. Χαμήλωσε το βλέμμα του, πριν συνεχίσει.
«Μου είπε κάτι ασυναρτησίες, ότι έχω πολύ μίσος μέσα μου, και έκανε κάποια σενάρια… μιλούσε μέσα στο κεφάλι μου… σαν να ήταν δικές μου σκέψεις. Σήμερα, είδα στον ύπνο μου πως η σκιά ήταν έτοιμη να με φάει, ξανά. Και όσο έλειπες, όταν ρώτησα τι είναι, μου απάντησε ‘μπορείς να με λες Μάιλο’… φοβάμαι, δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, δεν ξέρω τι είναι αυτό, από πού ήρθε, δεν ξέρω τίποτα… Αν, αν αυτό το πράγμα είναι κομμάτι του εαυτού μου, τότε-»
«Μάιλο, ηρέμισε», είπε με έντονη φωνή η Τζέιν και έπιασε τους ώμους του γερά.
Ο Μάιλο πάγωσε στιγμιαία, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως η κοπέλα προσπαθούσε να τον καθησυχάσει. Δεν είχε παρατηρήσει πως τα χέρια του έτρεμαν, πως ίδρωνε και πως τα μάτια του ήταν βουρκωμένα.
«Χλόμιασες. Πρέπει να ηρεμίσεις, εντάξει;»
Ο Μάιλο κατένευσε.
«Ωραία, λοιπόν. Κράτα το χέρι μου, αν θες. Θα σε βοηθήσει να ξέρεις πως έχεις πραγματικά κάποιον δίπλα σου». Πήρε τα χέρια της από τους ώμους του, και τα άφησε πάνω στο πόδι του.
Εκείνος, με αργές κινήσεις, πήρε τις μικρές της παλάμες στις δικές του, που ήταν λίγο μεγαλύτερες.
«Δεν έχω ξανακούσει κάτι παρόμοιο με αυτό που μου περιέγραψες… βέβαια, δεν έχω ξαναδεί περίπτωση σαν τη δική σου, γενικά. Μπορεί να έχει κάτι να κάνει με το γεγονός πως σε μεγάλωσαν άνθρωποι, ή μπορεί να φταίει το ότι δεν έχεις υπό πλήρη έλεγχο τις δυνάμεις σου, ακόμα. Δεν ξέρω, αλήθεια. Συγγνώμη που δεν μπορώ να σε βοηθήσω… θα περιμένουμε την Καλλιρόη, τη νύχτα. Αν θελήσεις να κοιμηθείς, πριν εμφανιστεί, θα την περιμένω εγώ, το υπόσχομαι».
«Μου φαίνεται πολύ περίεργο», είπε ο Μάιλο με μια πικρή έκφραση, «το γεγονός ότι, σας παρουσίαζαν σας αιμοσταγείς δολοφόνους, όλη μου τη ζωή, αλλά με έχετε βοηθήσει και μου έχετε φερθεί καλύτερα από τους ανθρώπους… και ο Νικ, και εσύ, ευχαριστώ. Εγώ… δεν ξέρω τι να πω». Έσφιξε τα χέρια της στα δικά του. Ένιωσε ζεστασιά μέσα του και ο έντονος, ακαταμάχητος φόβος κρύφτηκε κάτω από αυτήν.
«Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Απλά δεν μεγάλωσες με τις σωστές πληροφορίες. Μη νομίζεις ότι όλοι οι Μάγοι θα σε βοηθήσουν. Μερικοί είναι ύπουλοι και κακοί, και θα σε ξεγελάσουν και θα σε δυσκολέψουν. Φαντάζομαι, όμως, πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί, ούτε όλοι καλοί, έτσι; Σίγουρα θα υπάρχουν εξαιρέσεις… ε;»
«Ναι. Δεν έχω και πολύ μεγάλη άποψη, γιατί έχω γνωρίσει μετρημένους ανθρώπους στη ζωή μου… ήμουν κλεισμένος σε μια καλύβα, κρυμμένος από τον κόσμο. Οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους έχω μιλήσει για παραπάνω από ένα λεπτό, είναι η οικογένεια και η υπηρέτριά μου… δεν ξέρω ακριβώς πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι σε εσένα, ας πούμε. Έχω μάθει μόνο πώς να συμπεριφέρομαι σε άτομα άξια σεβασμού… εμ, όχι πως εσύ δεν είσαι, βέβαια, αλλά-»
Η Τζέιν γέλασε διακριτικά, «κατάλαβα τι εννοείς», του είπε. «Δεν κάνεις κάτι λάθος, μην αγχώνεσαι».
«Δεν μου αρέσει, ξέρεις… που σου γίνομαι βάρος, έτσι. Όλη μου τη ζωή ένιωθα βάρος στην οικογένειά μου. Τώρα, που με φροντίζεις τόσες μέρες, από τότε που με έσωσες, που με ακούς, όσο και αν σου φαίνομαι για τρελός… δεν ξέρω, Τζέιν, μου φαίνεται εξωπραγματικό, αλήθεια. Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα από όλα αυτά, κι όμως, εκπέμπεις μια ζεστασιά… δεν μπορώ να βρω τα λόγια να το περιγράψω. Σε ευχαριστώ, για όλα. Έχω περιέργεια, όμως. Είπες πως πρέπει να είσαι καλή… γιατί;»
«Υποθέτω, αφού μου είπες τόσα για εσένα, θα πρέπει κι εγώ να σου πω. Ο πατέρας μου, κακοποιούσε εμένα και τον αδερφό μου. Σκότωσε τη μητέρα μας. Απαλλάχτηκα από εκείνον, όμως κοιμάμαι και ξυπνάω με τον φόβο ότι θα γίνω άθλια σαν εκείνον. Ότι θα ξυπνήσει μέσα μου η επιθυμία να κάνω κακό σε κάποιον. Λες και ρέει στο αίμα μου η κακία του». Το στομάχι της σφιγγόταν όσο μιλούσε, και πάλευε να κρατήσει την έκφρασή της κενή και τα μάτια της στο πάτωμα. Δεν ήθελε να δει πώς την κοιτούσε ο Μάιλο. Φοβόταν μήπως την κοιτάξει με αηδία, με μίσος. «Οπότε», είπε, «πρέπει να είμαι όσο πιο καλή μπορώ. Για να τον διώξω από πάνω μου, από μέσα μου, αυτόν και την ασχήμια που έκρυβε μέσα του…»
Ο Μάιλο έσφιξε άλλη μια φορά τα χέρια της στα δικά του και εκείνη τινάχτηκε. Τον κοίταξε, γεμάτη αμφιβολίες, στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο κατανόηση. Της χαμογελούσε.
«Έχω μια αρκετά δυνατή αίσθηση, πως δεν πρόκειται να γίνεις σαν αυτόν. Εννοώ, αν το είχες μέσα σου, το να κάνεις κακό σε κάποιον, δεν θα με είχες σώσει, ούτε θα με φρόντιζες τόσες μέρες. Νομίζω πως μπορείς να κοιμάσαι και να ξυπνάς ήσυχα. Δεν είσαι ο πατέρας σου. Και ούτε πρόκειται να γίνεις».
Η Τζέιν τον κοιτούσε αποστομωμένη. Γέλασε, με δάκρυα στα μάτια. «Για δες,» είπε, αφήνοντας τα δάκρυά της να τρέξουν μετά από πολύ καιρό, «μια χαρά μπορείς να επικοινωνήσεις και με άτομα που δεν είναι άξια σεβασμού».
«Δεν εννοούσα αυτό, πριν, και το ξέρεις», απάντησε ο Μάιλο, χαμογελώντας.
Η κοπέλα πήρε τα χέρια της από του Μάιλο και σηκώθηκε όρθια. Σκούπισε τα μάτια της, και η Λούλου πέταξε από το κλουβί της και προσγειώθηκε στο χέρι της Τζέιν. «Κάθισε εκεί», του είπε, «θα κάνω κάτι να φάμε».
Τι καλή, ε; Κακώς της ανοίχτηκες τόσο, είναι πολύ εύκολο για κάποιον να εκμεταλλευτεί την αδυναμία σου.
Σκάσε. Άσε με ήσυχο, σκέφτηκε ο Μάιλο ως απάντηση, και φόρεσε μια σφιγμένη έκφραση. Δεν σε ακούω, δεν υπάρχεις.
Αχα, για να το λες εσύ…
Το βράδυ, η Τζέιν μίλησε στην Καλλιρόη για την κατάσταση που βίωνε ο Μάιο, όπως άλλωστε του είχε υποσχεθεί. Εκείνος δεν μπόρεσε να κρατηθεί ξύπνιος μέχρι να πέσει η νύχτα. Μιλούσε στην γοργόνα με συμπάθεια προς τον Μάιλο, αν και τα μάτια της πρόδιδαν φόβο. Δεν είναι και λίγο, να έχεις μια διαβολική φωνή μέσα στο κεφάλι σου…
«Μάλιστα», είπε η Καλλιρόη, στο τέλος της εξιστόρησης.
«Τι λες; Έχεις ακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο; Έχεις ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, κάτι θα ξέρεις».
«Στην πραγματικότητα… δεν μου έρχεται στο μυαλό κάτι παρόμοιο. Μπορώ, όμως, να μαντέψω. Είναι μάλλον ο συνδυασμός αυτών που του είπες εσύ. Το γεγονός ότι η ψυχή του έχει απορροφήσει το μίσος που του έδειχναν οι άνθρωποι, συν το γεγονός πως δεν έχει καταφέρει να καταλάβει τη Μαγεία πλήρως, ακόμα, δημιούργησαν αυτό το παράσιτο. Νομίζω, πως αντί για κομμάτι του εαυτού του, είναι κομμάτι της Μαγείας του».
«Μα… πώς γίνεται αυτό;»
«Έχεις ακούσει ξανά, έτσι; Για Μάγους που έχασαν έλεγχο της Μαγείας τους».
Η κοπέλα κατένευσε.
«Αυτό είναι. Δεν χάνουν εκείνοι τον έλεγχο, απλά η Μαγεία τους λειτουργεί μόνη της. Είναι σπάνιο, αλλά συμβαίνει». Η γυναίκα αναστέναξε και βυθίστηκε μέσα στο νερό, αφήνοντας έξω μόνο το κεφάλι της. «Δεν ξέρω πώς ακριβώς μπορεί να το αντιμετωπίσει, όμως, σίγουρα θα τον βοηθήσει αν μάθει περισσότερα πράγματα για την Μαγεία. Πρέπει να προσέχεις, να μην τον αναστατώσεις. Ποτέ δεν ξες πότε θα αναλάβει τον έλεγχο του αυτή η… σκιά».
Η Τζέιν πήρε μια προβληματισμένη έκφραση. «Είναι καλός», είπε, «δεν του αξίζει αυτό. Δεν έχει περάσει εύκολα».
«Ούτε εσένα σου άξιζε ό,τι πέρασες, ούτε στον αδερφό σου. Όμως, το ξέρεις. Οι καλοί την πληρώνουν, πάντα. Από αύριο, ο νεαρός θα νιώθει καλύτερα. Ότι ήταν τόσο κουρασμένος σήμερα, είναι καλό σημάδι. Θα ξεκουραστεί και θα είναι έτοιμος να μάθει ό,τι του δείξεις. Δεν χρησιμοποιείς συχνά τις δυνάμεις σου, αλλά είσαι δυνατή και ξέρεις πάρα πολλά ξόρκια. Θα μπορέσεις να του μάθεις πολλά πράγματα. Το ξέρω».
«Λέω να πάω μέσα σιγά-σιγά». Η Τζέιν σηκώθηκε όρθια, έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά της, πίσω από το αυτί της και γύρισε προς το σπίτι, πριν γυρίσει πάλι πίσω προς το ποτάμι. «Εμ, ευχαριστώ», είπε διστακτικά.
Η Καλλιρόη ακούμπησε τους ώμους της στην όχθη και χαμογέλασε στην νεαρή που βρισκόταν απέναντί της. «Πότε θα σταματήσεις να είσαι φιλότιμη μαζί μου; Εγώ σε μεγάλωσα, δεν χρειάζεται να φοβάσαι τι θα πω».
«Δεν φοβάμαι. Απλά, δεν ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, και σε χρειάζομαι δίπλα μου, οπότε, σε ευχαριστώ που είσαι εδώ». Η Τζέιν γονάτισε και έδωσε ένα φιλί στο βρεγμένο μάγουλο της γοργόνας. «Καληνύχτα», είπε και περπάτησε γρήγορα προς τη καλύβα.
Η ξύλινη πόρτα της καλύβας άνοιξε τρίζοντας, και η κοπέλα αντίκρισε τον Μάιλο, να κρατάει ένα βιβλίο στο κρεβάτι του, με λίγο φως από το χέρι του να τον βοηθάει στην ανάγνωση. Εκείνος την κοίταξε και έκλεισε το βιβλίο, κρατώντας με το δάχτυλό του τη σελίδα. Εξαφάνισε και το Μαγικό φως από το χέρι του. Το σπίτι σκοτείνιασε προς στιγμήν, όμως η Τζέιν άναψε ένα φανάρι και ύστερα την φωτιά στο αυτοσχέδιο τζάκι.
«Δεν κοιμάσαι;»
«Προφανώς, όχι. Συζητούσες με την Καλλιρόη;»
«Ναι. Όσο για το θέμα σου-»
«Άσ’ το. Άλλη ώρα». Δεν ήθελε να ακούσει, τώρα.
«Πώς είναι το σώμα σου; Γιατί είσαι ξύπνιος;»
«Καλά είμαι και, απλά ξύπνησα. Θα… θα βγω λίγο έξω, να πάρω λίγο αέρα», ψέλλισε το αγόρι και πέρασε από δίπλα της χωρίς να την κοιτάξει.
Ο Μάιλο έκλεισε την πόρτα σιγανά. Κοίταξε προς το ποτάμι, όμως δεν είδε πουθενά την γοργόνα. Ήταν καλύτερα έτσι. Αν τον έβλεπε, θα του έλεγε πράγματα που δεν ήθελε να ακούσει.
Κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο με τα ξόρκια που του είχε δώσει ο Νικ. Έπρεπε να το μελετήσει όλο, ακόμη και τα ξόρκια που δεν θα μπορούσε να κάνει ακόμα. Έπρεπε να καταλάβει την Μαγεία, για να διώξει εκείνο το αηδιαστικό ον που υπήρχε μέσα του. Ο Νικ του είχε μάθει να την ελέγχει, του είχε μάθει να ξεχωρίζει τα συναισθήματά του. Αυτό, νόμιζε ο Μάιλο, πως ήταν αρκετό. Όμως τελικά δεν ήταν.
«Γιατί εμφανίστηκες τώρα;» ρώτησε ο Μάιλο στον αέρα, όμως στόχος του, ήταν να απαντήσει η σκιά.
Όταν εξασκούσες την Μαγεία σου μαζί με τον άλλο Μάγο, καθημερινά, δεν είχα περιθώριο να εμφανιστώ. Μετά, όμως, έμεινες μόνος σου, και τα αρνητικά συναισθήματα σε κυρίευσαν. Τρέφομαι από αυτή σου την αβεβαιότητα και τον φόβο σου, Μάιλο. Αυτό το μέρος της Μαγείας σου που τρέφεται με αυτά τα συναισθήματα… αυτό είμαι, για να απαντήσω στην ερώτηση που μου έκανες το πρωί.
Ο Μάιλο ξεροκατάπιε. Δεν του άρεσε η απάντηση. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε ποτέ να ξεφορτωθεί την αβεβαιότητα και τον φόβο, όσο και αν καταλάβαινε την Μαγεία. Είχε μάθει να ζει με την αβεβαιότητα και τον φόβο. Κάθε μέρα που ξημέρωνε στο Παλάτι, ήταν ρίσκο. Κάθε μέρα, υπήρχε η πιθανότητα να εμφανιστεί η Μαγεία του, και να τον σκοτώσει το ίδιο του το Βασίλειο, η ίδια του η οικογένεια. Δεν το έδειξε ποτέ στην μητέρα ή τα αδέρφια του, ούτε στην Σάε, όμως η καρδιά του τρεμόπαιζε, από τη στιγμή που ξυπνούσε, μέχρι τη στιγμή που κοιμόταν. Κάθε μέρα που περνούσε, επί δεκαέξι χρόνια.
«Γιατί υπάρχεις;» ρώτησε, «Θέλω να ξέρω».
Περίμενε, ή μάλλον, ήλπιζε να πάρει απάντηση. Ήθελε εκείνη την απάντηση. Αν το μάθαινε, ίσως και να μπορούσε να καταπολεμήσει τη σκιά. Όμως εκείνη, ήξερε την κάθε του σκέψη, τον κάθε του σκοπό. Και δεν του απάντησε.
Ο Μάιλο κρέμασε το κεφάλι του και άφησε το βιβλίο να πέσει δίπλα του. Αναστέναξε. Πρέπει να βρω τι θα κάνω… αναγκαστικά θα ακούσω τι έχει να μου πει η Τζέιν αύριο… δεν θέλω να ακούσω, αλλά αν η Καλλιρόη της είπε κάτι παραπάνω από όσα ήδη ξέρω, τότε πρέπει να το μάθω. Δεν θέλω να ζω με αυτό το πράγμα μέσα μου. Δεν θέλω να είμαι αυτό το πράγμα.
Το χέρι του, ακούμπησε κάτι αέρινο, κάτι που μπορούσε να περάσει μέσα από τα δάχτυλα του. Με τις σκέψεις και την ανάσα του κομμένες, ο Μάιλο άνοιξε αστραπιαία τα μάτια του, τρομαγμένος, όμως αυτό που τον τριγυρνούσε, ήταν μια γνωστή, ζεστή λάμψη.
«Γεια σου, Ντέιβιντ», είπε στοργικά. Ήξερε πως η ψυχή δεν θα μπορούσε να του απαντήσει, αν η Τζέιν δεν της έδινε μορφή, όπως είχε κάνει την προηγούμενη.
Η λάμψη τριγύρισε για λίγο στα χέρια και το κεφάλι του, πριν τελικά αποφασίσει να αιωρηθεί στις παλάμες του. Αβεβαιότητα, ε; Ίσως, το γεγονός πως λέω ψέματα στον Ντέιβιντ για την Μαγεία μου, παίζει κάποιο ρόλο σε όλο αυτό. Άλλωστε, φοβάμαι τι θα γίνει αν το μάθει… άρα τα δυο συνδέονται άμεσα. Όμως, μπορώ να του το πω;
Το λαρύγγι του είχε δεθεί κόμπος και ο λαιμός του είχε στεγνώσει. Κοιτούσε τον έναστρο ουρανό, ψάχνοντας για μια βοήθεια που δεν θα έπαιρνε, από κανέναν. Θεοί, βοηθήστε με να το κάνω…
«Ντέιβιντ…» ψιθύρισε δειλά, και η λάμψη έκανε μια κίνηση. «Υπάρχει κάτι που… κάτι που πρέπει να ξέρεις», είπε, με την φωνή του να τρέμει. Δεν θέλω να το πω. Δεν θέλω να με μισήσει για αυτό που είμαι.
Πήρε μια τρεμάμενη ανάσα, και εξέπνευσε. Έπαιζε με τα δάχτυλά του, και κουνούσε τις πατούσες του νευρικά. «Στην πραγματικότητα… στ’ αλήθεια, είμαι…» η λέξη βρισκόταν στα χείλη του, όμως δεν μπορούσε να την ξεστομίσει. Κάλυψε το πρόσωπό του με τις παλάμες του, σαν να ντρεπόταν. «Είμαι Μάγος. Η Μαγεία μου ξύπνησε», είπε, «υπάρχει».
Είχε βουρκώσει, τώρα, και δεν ήθελε να πάρει τα χέρια του μακριά από το πρόσωπό του. δεν ήθελε να ξέρει αν η ψυχή του Ντέιβιντ ήταν ακόμη μαζί του, ή αν τον είχε εγκαταλείψει.
Έφυγε, έφυγε, είσαι μόνος σου!
Σκάσε!
Με πολύ αργές κινήσεις, ο Μάιλο άφησε τα χέρια του να πέσουν πλάι του. Το γρασίδι γρατζούνισε τα δάχτυλα του. Τα μάτια του τώρα, ήταν ανοιχτά. Όμως μπροστά του, δεν υπήρχε καμία λάμψη, καμιά ψυχή. Ο αδερφός του, είχε φύγει. Ο Μάιλο χαμογέλασε πικρά. Το περίμενα… σκούπισε μερικά δάκρυα που γλίστρησαν στο πρόσωπό του. Κάτι έλαμψε πίσω του, και γύρισε το βλέμμα του και το σώμα του προς τα πίσω. Ο Ντέιβιντ, η ψυχή του, ήταν εκεί.
«Έμεινες…» ο Μάιλο άπλωσε το χέρι του προς την λάμψη, όμως εκείνη απομακρύνθηκε λίγο περισσότερο. «Δεν πειράζει… έχεις κάθε λόγο να με φοβάσαι. Σε σκότωσε ένας Μάγος, και σίγουρα, πέρασες κι άλλες τρομακτικές εμπειρίες σχετικές με Μαγεία. Καταλαβαίνω, αν δεν θες να με ξαναδείς… ότι, ότι είμαι Μάγος, όμως, δεν αλλάζει το ποιος είμαι, Ντέιβιντ… μπορεί να μην έχω διαμορφώσει χαρακτήρα πλήρως, ακόμα, έτσι όπως ζούσα τόσα χρόνια, όμως είμαι αυτός που είμαι. Αυτός που ξέρεις… συγγνώμη. Μιλάω πολύ… συγγνώμη…» η φωνή του έτρεμε, όσο μιλούσε. Το ίδιο και το υπόλοιπο σώμα του.
Το αγόρι σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του και ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατά του. Ποιον κοροϊδεύω; Δεν πειράζει; Προφανώς πειράζει. Δεν θέλω να φύγεις, Ντέιβιντ… ένιωσε παιδί ξανά, ένιωσε πόνο παρόμοιο με εκείνον που είχε νιώσει, τότε που έμαθε τα νέα του χαμού του αδερφού του.
Ένιωσε το αέρινο πλάσμα να περνά μέσα από τα δάχτυλά του, ξανά. Και το κοίταξε. Κοίταξε τον Ντέιβιντ και χαμογέλασε μέσα από την καρδιά του, χωρίς καν να καταλαβαίνει γιατί, χωρίς να είναι σίγουρος πως ο Ντέιβιντ επέστρεψε για να μείνει.
«Μην φύγεις, σε παρακαλώ», είπε με παράπονο, προσπαθώντας να μην κλάψει. «Μην φύγεις…» Τον πήρε ο ύπνος κλαίγοντας. Τον ξύπνησε το πρώτο φως της αυγής. Τα μάτια του, ήταν ξερά και κολλημένα μεταξύ τους. Τα έτριψε και τα άνοιξε. Κοίταξε δεξιά και αριστερά, όμως δεν είδε καμία λάμψη να κινείται γύρω του. Δεν ήξερε αν ο Ντέιβιντ είχε φύγει, απλά, μέσα στην νύχτα, ή αν τον είχε εγκαταλείψει. Ήλπιζε, όμως, πως ίσχυε το πρώτο.
Σηκώθηκε ζαλισμένος και έσκυψε, προσπαθώντας να αποφύγει το φως του ήλιου που ανέβαινε ακόμη μια φορά στον ουρανό. Κοίταξε τριγύρω και ξανακάθισε κάτω. Κοντά του δεν υπήρχε κανένας, ούτε η Τζέιν, ούτε η Καλλιρόη, μα ούτε και ο Ντέιβιντ. Χάιδεψε το δερμάτινο εξώφυλλο του βιβλίου και το πήρε στα χέρια του. Ήξερε πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να το διαβάσει, μετά από μια τέτοια νύχτα.
Μπήκε στην καλύβα. Η Τζέιν ήταν ξύπνια, όμως ο Μάιλο την προσπέρασε και σωριάστηκε μπρούμυτα στο κρεβάτι, σαν θυμωμένο παιδί που πήγαινε να καθίσει μόνο του, μακριά από τους γονείς του.
«Τι έγινε; Πού ήσουν όλη τη νύχτα;» η Τζέιν κάθισε στο κρεβάτι του. Ένοιωθε σχετικά οικεία μαζί του, κι ας τον ήξερε μόνο μερικά εικοσιτετράωρα. Τον φρόντιζε για πολλά παραπάνω.
«Έξω», ακούστηκε η φωνή του, πνιγμένη έναντι στο στρώμα.
«Όλη νύχτα; Κάτι συνέβη. Μπορείς να μου πεις… αν θες». Σηκώθηκε από το στρώμα και έκανε μερικά βήματα προς τα μπρος. Η πλάτη της ήταν γυρισμένη προς τον Μάιλο. Ήξερε, πως ήταν ευκολότερο για κάποιον να μιλήσει, αν δεν είχε βλέμματα πάνω του.
Ο Μάιλο γύρισε το κεφάλι του προς την Τζέιν, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Άνοιξε το στόμα του, και ξεκίνησε να μιλάει, κάνοντας παύσεις, βουρκώνοντας. Πόσο ευχόταν να μην τον είχε αφήσει ο αδερφός του…
«Δεν ελέγχεις το πώς γεννιέσαι. Το να μη σε θέλουν, το να σε κακολογούν και το να χρησιμοποιούν βία εναντίον σου, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την διαφορετικότητά σου, είναι κάτι αδιανόητα αισχρό», του είχε πει η Σάε κάποτε. Η Σάε, δεν είχε πει ποτέ της κακή κουβέντα για τους Μάγους. Απέφευγε, μάλιστα, να μιλήσει για αυτούς μπροστά σε κόσμο. Όταν ήταν μόνη με τον Μάιλο, του έλεγε πόσο θα ήθελε να είναι Μάγισσα. «Μου φαίνεται πολύ όμορφη, η ιδέα της Μαγείας. Νομίζω πως ο φόβος μας για το άγνωστο μας κάνει να την βλέπουμε ως κάτι άσχημο. Όχι πως αυτό σημαίνει πως δεν την φοβάμαι κι εγώ», έλεγε, και ο Μάιλο ένιωθε πως ίσως, αν γινόταν ποτέ Μάγος, ίσως θα μπορούσε να το πει στην Σάε.
Αν ήξερε τι συμβαίνει, πώς θα αντιδρούσε άραγε; Ο Μάιλο έπιασε πολλές φορές τον εαυτό του να κάνει αυτήν την ερώτηση μέσα στις σκέψεις του.
«Δεν νομίζω να σε άφησε», είπε η Τζέιν, και κάθισε πάλι δίπλα του. Χάιδεψε στοργικά την πλάτη του, σαν να τον γνώριζε χρόνια, έτσι ένιωθε.
Κι εκείνος με τη σειρά του, ανατρίχιασε στο άγγιγμα της. Του έμοιαζε τόσο οικείο και ζεστό, σαν την αγκαλιά μια μητέρας. Ένιωσε τόσο οικεία δίπλα της, που νόμιζε πως θα μπορούσε να κουλουριαστεί στο πλάι της και να ηρεμίσει. Να νιώσει ασφάλεια, ακόμη και από το ίδιο του το μυαλό, από το οποίο δεν μπορούσε να ξεφύγει.
«Η Λάμψη που σε πλησίασε την ημέρα που συνήλθες, ήταν κρυμμένη πίσω από τα δέντρα στην απέναντι όχθη του ποταμού και κοιτούσε εσένα, για μέρες. Εξαφανιζόταν για λίγο, και μετά επέστρεφε. Όταν νοιάζεσαι τόσο για κάποιον… δεν νομίζω πως τον παρατάς τόσο εύκολα. Ξέρει ότι, Μάγος ή όχι, είσαι ο αδερφός που γνώριζε και αγαπούσε όσο ζούσε, αλλά και τώρα». Όσο μιλούσε, η Τζέιν θυμόταν τον δικό της αδερφό. Τύλιξε τα χέρια της στα μπράτσα της και αγκάλιασε τον εαυτό της, για παρηγοριά.
«Να σου πω την αλήθεια… κατά βάθος ήξερα από πάντα, πως είμαι Μάγος. Και το ήξεραν και όλοι όσοι ζούσαν γύρω μου. Φαινόταν, από τις αντιδράσεις τους και τα λόγια τους και τα βλέμματά τους. Ακόμη και η μητέρα μου, έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να με αντιμετωπίσει όπως τα υπόλοιπα παιδιά της, όμως, φαινόταν μερικές φορές, πως προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως δεν ήμουν επικίνδυνος. Οι μόνοι άνθρωποι που με αντιμετώπισαν φυσιολογικά, ήταν τα αδέρφια μου και η υπηρέτριά μου…» έκανε μια παύση, πριν συνεχίσει. Έπαιζε αναμνήσεις στο μυαλό του και χαμογελούσε. «Με τα αδέρφια μου βρισκόμουν σπάνια, αλλά όταν τα έβλεπα, ήμουν τόσο χαρούμενος, και εκείνα το ίδιο. Δεν ξέρω αν τους ένοιαξε ποτέ το μάτι μου, ή το γεγονός πως μπορεί να είχα δυνάμεις… για αυτόν τον λόγο, αν ο Ντέιβιντ διάλεξε να με αφήσει, θα το δεχτώ. Πίστεψε σε εμένα και με αντιμετώπισε κανονικά, όσο ήμουν κανονικός. Πλέον, δεν μπορώ να έχω αυτήν την απαίτηση…»
«Μάιλο-»
«Πονάει, όμως… ακριβώς επειδή πάντα με αποδεχόταν, τώρα πονάει…»
«Καταλαβαίνω», ψέλλισε η κοπέλα και τον πήρε αγκαλιά, «καταλαβαίνω…»
Ο Μάιλο πάγωσε, έκπληκτος από την κίνησή της. Δεν την πάλεψε όμως, την δέχτηκε. Δεν έκλαψε, συγκράτησε τον εαυτό του κι ας έτρεμε η φωνή του, όσο μιλούσε.
Είσαι για λύπηση, κάθεσαι και μοιρολογείς τόση ώρα. Δεν θα καταφέρεις τίποτα έτσι όπως είσαι. Αξιολύπητος.
Ο Μάιλο παρίστανε πως η φωνή της σκιάς μέσα στο κεφάλι του, δεν υπήρχε. Έμεινε αμίλητος, ακίνητος, στα χέρια της Τζέιν. Το «καταλαβαίνω», που του ψιθύρισε μερικά δευτερόλεπτα πριν, ακούστηκε πληγωμένο, και ο Μάιλο θυμήθηκε, πως του είχε αναφέρει κάτι για τον αδερφό της. Δεν ήξερε αν θα ήταν σωστό να την ρωτήσει, όμως, ήθελε να κάνει κάτι κι εκείνος για τη Τζέιν, μετά από όσα είχε κάνει εκείνη για αυτόν.
«Τζέιν, ο αδερφός σου… τι συνέβη μεταξύ σας; Μου είπες ότι απαλλάχθηκες από τον πατέρα σου αλλά… τι απέγινε ο αδερφός σου;» ο Μάιλο απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της. Την κοίταξε στα μάτια, όμως δεν φαινόταν ταραγμένη από την ερώτησή του. Αντίθετα, η έκφρασή της ήταν γαλήνια.
«Ο αδερφός μου θυσιάστηκε για να με σώσει, με λίγα λόγια… σκότωσε τον πατέρα μας, και δεν τον ξαναείδα. Ή, μάλλον, τον ξαναείδα, όμως δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα περισσότερο από αυτό…» χαμογελούσε ελαφρά, σαν να μιλούσε για την ανάμνηση κάποιου ονείρου.
Το χαμόγελό της, τα μάτια της εκείνη τη στιγμή, του φάνηκαν πολύ όμορφα. Πήρε όμως το βλέμμα του από πάνω της και το κατεύθυνε στο πάτωμα. «Συγγνώμη», της είπε, «δεν ήξερα».
«Δεν είναι τόσο επώδυνο, πια». Κρατάμε επαφή, εξάλλου.
Στην σιωπή που ακολούθησε, η Τζέιν αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή τα λόγια της Καλλιρόης.
«Μάιλο», είπε κι εκείνος γύρισε κατευθείαν να την κοιτάξει. «Τι θα έλεγες αν σου μάθαινα να χρησιμοποιείς την Μαγεία σου;»
«Μα, ξέρω ήδη τα βασικά».
«Τα βασικά, ναι. Όμως δεν ξέρεις κάτι πέρα από αυτά. Μεγάλωσες με ανθρώπους, δεν έχεις άμεση επαφή με τα συναισθήματά σου. Δεν σου χρειάστηκε ποτέ. Αυτό είναι που δημιούργησε αυτή τη σκιά… και για να τη ξεφορτωθείς, πρέπει να μάθεις όσα περισσότερα πράγματα μπορείς για την Μαγεία σου. Κατάλαβες;»
Ο Μάιλο συνοφρυώθηκε. Δεν θέλω να χάσω ό,τι με κάνει άνθρωπο. Όμως για να μπορέσω να γίνω Μάγος, πρέπει να τα αφήσω πίσω μου. Και στην τελική, αν βασιστώ στα λόγια της, ό,τι με κάνει άνθρωπο είναι η αναισθησία και η έλλειψη επαφής με τον εαυτό μου. Αυτό είναι αρνητικό, καλό θα ήταν να το αποβάλλω… έτσι;
«Δεν ξέρω αν θέλω να αφήσω πίσω μου ό,τι με κάνει άνθρωπο… είναι μέρος του εαυτού μου, του παρελθόντος και του παρόντος μου».
«Όχι, δεν θα τα αφήσεις πίσω σου, Μάιλο. Θα τα βελτιώσεις και θα τα χρησιμοποιήσεις. Θα μάθεις να έχεις την απαιτούμενη επαφή με τα συναισθήματά σου, και όλα θα φτιάξουν, θα δεις. Ο κόσμος δεν θα αλλάξει. Θα αλλάξεις όμως εσύ απέναντί του. Τι λες;»
Είναι ψέμα. Θέλει απλά να σε χειραγωγήσει. Σκέψου το. Δεν έχει να κερδίσει τίποτα, άρα γιατί το κάνει;
Όχι. Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος.
Χα! Και τι ξέρεις εσύ από ανθρώπους; Μόνο την οικογένειά σου και αυτά που γράφουν τα άθλια βιβλία που διάβαζες. Δεν έχεις ιδέα τι πάει να πει κανονικός άνθρωπος. Άσε που δεν είναι καν άνθρωπος, είναι Μάγισσα.
Δεν ξέρεις τι λες.
Ξέρεις πολύ καλά τι λέω, Μάιλο. Πάρα πολύ καλά. Ξέρεις τι δεν ξέρεις και τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις.
Σκάσε. Θα σε ξεφορτωθώ, ό,τι κι αν κάνεις. Δεν θα γλιτώσεις, θα σε διώξω, δεν σε θέλω, σε μισώ.
Όπως ξεφορτώθηκες τον αδερφό σου;
Ο Μάιλο γρύλισε μια βρισιά, χαμηλόφωνα.
Κάνε ό,τι νομίζεις. Θα το μετανιώσεις, όμως. Να το θυμάσαι αυτό… και μην νομίζεις πως θα σε αφήσω ήσυχο. Η καλοπέραση ξεκινάει τώρα…
Δεν με αγγίζουν οι απειλές σου…
«Λοιπόν, τι λες;» ξαναρώτησε η Τζέιν, αποσπώντας τον από τη συζήτησή του με την σκιά.
«Θέλω να μάθω», της απάντησε αποφασιστικά, παρόλο που μέσα του, δεν ήταν σίγουρος για το τι θα ακολουθούσε.
Comments