Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 5
- Αναστασία Σκούλη
- Nov 2, 2020
- 15 min read
Δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου… δεν ξέρω αν πονάω πολύ ή αν δεν νιώθω τίποτα…
Ο Μάιλο καταλάβαινε πως μερικά μέρη του σώματός του δεν ήταν φυσιολογικά γυρισμένα. Καταλάβαινε πως, αυτή τη φορά, την είχε άσχημα. Πως αυτή τη φορά, μπορεί και να μην έβγαινε ζωντανός. Κάθε ανάσα που έπαιρνε, τρυπούσε τα πνευμόνια του. Το μυαλό του, κινούταν ανάμεσα στην αναισθησία και την επαγρύπνηση. Μέσα στη ζάλη, άκουσε φύλλα να σπάνε, ελαφρά βήματα που σταμάτησαν μπροστά του. Πρέπει να προστατευτώ…
Με φωνή που αρνούταν να βγει, ο Μάιλο προσπάθησε να ψιθυρίσει το ξόρκι αυτοπροστασίας που είχε μελετήσει, όμως έχασε τις αισθήσεις του στα μισά.
«Τον… στο ρέμα».
«Φερ’ τον στο νερό… πολύ αργά».
«Δεν… γίνει καλά».
Οι διακεκομμένες λέξεις ακουγόταν από θολές, στατικές φωνές, που σιγά σιγά πνίγηκαν κι εκείνες στο σκοτάδι.
Τιτιβίσματα και ο ήχος του νερού που κυλούσε ήρεμα ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσε ο Μάιλο, πριν ανοίξει τα μάτια του. Το φως του ήλιου ήταν ακριβώς από πάνω του, και γρήγορα γύρισε στο πλάι για να το αποφύγει. Άφησε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό, σαν να κρατούσε την αναπνοή του για μέρες. Ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι, τα πόδια του, από τα γόνατά του και κάτω, ήταν μέσα στο νερό του ποταμού. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε προηγηθεί, πώς έφτασε εκεί, μέχρι να δει το περιδέραιό του ακουμπισμένο δίπλα στη τσάντα του.
Άπλωσε το χέρι του για να το πιάσει, όμως δεν μπορούσε να το κουνήσει με ευκολία. Η πληγή από την χίμαιρα είχε εξαφανιστεί, είχε μείνει μόνο μια ουλή και το σκισμένο του μανίκι ως απόδειξη της ύπαρξής της. Ανασηκώθηκε με ένα μουγκρητό, προσπάθησε να μαζέψει τα πόδια του από το νερό για να σηκωθεί όρθιος, όμως το αίμα του πάγωσε, όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε να νιώσει το δεξί του πόδι. Το σώμα του κοκάλωσε και η έκφρασή του σκοτείνιασε, τα γουρλωμένα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν το πόδι του, που δεν είχε κάποια εμφανή πληγή. Γιατί… τι συνέβη…
«Ξύπνησες», ακούστηκε μια θηλυκή φωνή.
Μια κοπέλα, με πυρόξανθα μαλλιά και κίτρινα μάτια, εμφανίστηκε μπροστά του. Τα χέρια και το στέρνο της, που δεν ήταν καλυμμένα με ρούχα, στόλιζαν μικρές, διακριτικές ή μεγάλες ουλές.
Ο Μάιλο την κάρφωσε με ένα βλέμμα γεμάτο απελπισία. Δεν τον ένοιαζε ποια είναι, όχι εκείνη τη στιγμή.
«Μη φοβάσαι, σε λίγες ώρες θα μπορείς να κουνηθείς κανονικά».
«Τι… τι έγινε…» ρώτησε πανικόβλητος, καθώς προσπαθούσε να ρυθμίσει τις ανάσες του.
«Σε βρήκα αναίσθητο στο ρέμα, πριν τρεις μέρες. Αν αργούσα πέντε λεπτά, ίσως ήσουν νεκρός. Αν δεν ήταν η Καλλιρόη, σίγουρα θα ήσουν παράλυτος. Σε γιάτρεψε με το νερό, όμως δεν ήταν εύκολα τα τραύματά σου. Άργησες και πολύ να συνέλθεις, φοβήθηκα μήπως δεν ξυπνήσεις ποτέ».
«Φο… φοβήθηκες;»
«Ναι», είπε και κάθισε δίπλα του, «δεν έχω συχνά επισκέπτες, βλέπεις. Επίσης, εγώ φταίω για την πτώση σου, εν μέρει».
Το πτηνό που του είχε κλέψει το μενταγιόν του, κάθισε στον ώμο της κοπέλας και τρίφτηκε στο μάγουλό της, αποκαλύπτοντας ακόμη ένα σημάδι. Εκείνη το χάιδεψε στοργικά.
«Λέγεται Λούλου. Επιτίθεται στους ξένους συνήθως, αλλά ο τρόπος με τον οποίο πήγε να σκοτώσει εσένα, ήταν… ευρηματικός. Συγγνώμη, αλήθεια».
Ο Μάιλο έσκυψε το κεφάλι του. Δεν ήξερε πώς έπρεπε να απαντήσει. Δεν τον ένοιαζε γιατί συνέβη, τον ένοιαζε το αποτέλεσμα. Κοίταξε το πόδι του, που ήταν ακόμη μέσα στο νερό.
«Δεν… δεν πειράζει, υποθέτω. Θα γίνω καλά όμως, έτσι;»
«Ναι, φυσικά. Τη νύχτα, που θα ξυπνήσει η Καλλιρόη, θα σου πει περισσότερα εκείνη. Προς το παρόν, μη βγάλεις το πόδι σου από το νερό. Θα πάω να σου φέρω κάτι να φας».
Η κοπέλα, που μάλλον ήταν Μάγισσα, τον άφησε μόνο του και κατευθύνθηκε προς μια ξύλινη καλύβα, μερικά μέτρα πίσω τους.
Ο Μάιλο κρέμασε το κεφάλι του. Τι κάνω, δεν έχω χρόνο για τέτοια… Δεν έχω ιδέα ποια είναι αυτή η Μάγισσα, ούτε αυτή η Καλλιρόη. Κι αν είναι όλα ένα κόλπο; Αν με κρατάνε επίτηδες εδώ; Δεν μπορώ να ρισκάρω κάτι τέτοιο. Έχω επιβιώσει άλλα πράγματα, μου έμειναν τέσσερις μέρες ταξίδι. Δεν μπορώ να χαθώ εδώ.
Τις σκέψεις του διέκοψε μια λεπτή φωνή. Δεν έλεγε λέξεις, μόνο έβγαζε ήχους. Και το κυριότερο, ο Μάιλο δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν. Έψαξε, κουνώντας τα μάτια του δεξιά και αριστερά, αρκετή ώρα, μέχρι το βλέμμα του να πέσει στα πυκνά δέντρα, στην απέναντι όχθη του ποταμού. Μια λάμψη, σαν αυτές που είχε δει στα όνειρά του -αν ήταν όνειρα, και όχι εφιάλτες- αιωρούταν ανάμεσα στα φύλλα. Το αίμα του πάγωσε. Αν η λάμψη, γινόταν σκιά και προσπαθούσε να τον πνίξει μέσα της, τώρα, θα ήταν τελείως απροστάτευτος.
Η λάμψη έφτασε δίπλα του τόσο γρήγορα, που σχεδόν δεν την είδε να κουνιέται. Ο Μάιλο χλόμιασε, δεν ήξερε αν έπρεπε να κουνηθεί, ή όχι. Η φωτεινή σφαίρα έκανε μερικούς κύκλους γύρω του, πριν τελικά ακουμπήσει το μάγουλο και το χέρι του στοργικά. Κάθισε ακίνητη πάνω στα μαλλιά του, μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Το αγόρι ήταν ακόμη παγωμένο.
«Έχεις μια ψυχή πάνω σου», πετάχτηκε η κοπέλα. Ξανακάθισε δίπλα του, και του έδωσε ένα μπολ γεμάτο με σούπα και ψωμί.
«Ψυχή; Τι εννοείς;» ψέλλισε τραυλίζοντας.
«Αυτό το λαμπερό πλασματάκι, είναι μια ψυχή. Όλες οι ανθρώπινες ψυχές που χάνονται σε αυτό το δάσος, παίρνουν αυτή τη μορφή. Α, προφανώς αυτό συμπεριλαμβάνει και τους Μάγους. Και για να έχουμε καλό ερώτημα, εσύ, τι από τα δύο είσαι;» ρώτησε, κοιτώντας τα μάτια του.
«Είμαι Μάγος», είπε, και ήταν ίσως η πρώτη φορά που το έλεγε και το πίστευε. «Και με λένε Μάιλο». Άφησε το μπολ στο γρασίδι και της έδωσε το χέρι του.
«Έχεις δίκιο, δεν συστηθήκαμε. Εγώ είμαι η Τζέιν».
«Τζέιν, λοιπόν. Και, αυτές οι… ψυχές, γιατί είναι πάνω μου; Και μπορούν, μήπως, να μετατραπούν σε σκιές και… να με φάνε;»
Η Τζέιν τον κοίταξε αποστομωμένη, πριν ξεσπάσει σε γέλια. «Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, έτσι; Πού ζεις;» ρώτησε ειρωνικά, σκουπίζοντας τα μάτια της.
«Ζούσα με τους ανθρώπους, μέχρι πριν λίγο καιρό. Όμως, σε ρωτάω σοβαρά. Απάντησέ μου, σε παρακαλώ».
«Με τους ανθρώπους;»
Ο Μάιλο κατένευσε. Της εξήγησε την προέλευσή του, χωρίς όμως να της πει για την αποστολή του.
«Μάλιστα… λογικό να μην ξέρεις τίποτα, τότε. Άκου, για να σε πλησιάσει μια ψυχή, σημαίνει πως σε ήξερε όσο ζούσε. Επειδή είναι νεκρές, όμως, οι ψυχές δεν έχουν πραγματική κακία μέσα τους. Οι σκιές, από την άλλη, πηγάζουν από την κακία και τα άσχημα συναισθήματα, οπότε δεν έχει καμία σχέση, το ένα με το άλλο». Η Τζέιν χάιδεψε την Λούλου και σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό. «Οι σκιές, είναι συχνά συνδεδεμένες με τις κατάρες, αν δεν πηγάζουν από απλά ξόρκια… να τις προσέχεις».
«Κατάλαβα… ευχαριστώ που μου εξήγησες. Εμ, να σου πω-»
«Το βρήκα! Θες να δεις σε ποιον ανήκει η ψυχή που σε τριγυρίζει;»
Στο μυαλό του Μάιλο άστραψε το πρώτο όνειρο που είδε, με τον Ντέιβιντ. Ανατρίχιασε στη σκέψη. Ήξερε πως ο αδερφός του ήταν νεκρός χρόνια τώρα, αλλά δεν θα ήθελε να δει την ψυχή του. Θα ήθελε παρόλα αυτά, αν ήταν δυνατόν, να δει άλλη μια φορά το πρόσωπό του. Οι σκέψεις του, έπεφταν σε αντιφάσεις, όμως, αυτόματα, απάντησε «Ναι».
«Είμαι καλή σε αυτό, για κοίτα», είπε η Τζέιν χαμογελώντας, και άπλωσε τα χέρια της προς τη λάμψη, η οποία κύλησε από το κεφάλι του Μάιλο, στις παλάμες της νεαρής Μάγισσας.
Η Τζέιν ψιθύρισε ένα πολύπλοκο ξόρκι, έκανε κάποιες κινήσεις με τα δάχτυλά της, και σιγά σιγά, η ψυχή άρχισε να παίρνει μορφή –όπως ακριβώς συνέβη και στον εφιάλτη του Μάιλο, που είχε ανατριχιάσει ολόκληρος. Έκλεισε τα μάτια του και χαμήλωσε το κεφάλι του. Το μετάνιωσε, δεν ήταν τόσο σίγουρος πια, πως ήθελε να δει τι θα συνέβαινε.
Τα επόμενα δευτερόλεπτα, χέρια τυλίχτηκαν γύρω του, και του κόπηκε το αίμα. Κάποιος τον αγκάλιαζε. Ο Μάιλο άνοιξε διστακτικά τα βλέφαρά του. Ο Ντέιβιντ, τον αγκάλιαζε. Δεν ήταν ο Ντέιβιντ που ήξερε. Αυτός έλαμπε, και δεν τον αγκάλιαζε αρκετά σφιχτά, και δεν του χάιδευε τα μαλλιά στοργικά. Ταυτόχρονα, ήταν ο Ντέιβιντ που αγαπούσε. Ο μεγάλος του αδερφός. Η χαλαρή έκφρασή του, η μυρωδιά του, ήταν ίδια.
«Θα σας αφήσω να τα πείτε…» ψιθύρισε χαμογελαστά η κοπέλα, και κατευθύνθηκε προς την καλύβα.
«Πόσο μου έλειψες, Μάιλο», ακούστηκε η φωνή του. Του Ντέιβιντ Λουξ, του αδερφού του.
Ο Μάιλο σήκωσε αργά τα χέρια του, που έτρεμαν, και τον αγκάλιασε κι εκείνος. «Κι εμένα… πάρα, μα πάρα πολύ… Δεν έπρεπε να φύγεις…»
Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε αχνά, δεν του απάντησε. Απομακρύνθηκε λίγο και τον κοίταξε, φορώντας μια μελαγχολική έκφραση.
«Σε παρατηρώ τρεις μέρες τώρα. Είδα τη ψυχή σου να προσπαθεί να φύγει από το σώμα σου. Όσο και αν ήθελα να σε δω, δεν ήθελα να έρθεις σε εμένα, δεν ήθελα να πεθάνεις».
Με μια πικρή έκφραση, ο Μάιλο συνέχισε να αγκαλιάζει τον αδερφό του. Δεν τολμούσε να σφίξει τα χέρια του γύρω του. Φοβόταν πως θα εξαφανιζόταν, με το παραμικρό υπερβολικό άγγιγμα. Πόσο ήθελε να του πει όσα συνέβησαν… άνοιγε το στόμα του για να μιλήσει, όμως το έκλεινε ευθέως. Δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει, τι να παραλείψει, τι να τονίσει. Αποφάσισε, παρόλα αυτά, να του κάνει μια πιο σημαντική ερώτηση, πριν εξιστορήσει οτιδήποτε.
«Ντέιβιντ… μήπως, είδες τον Τζέισον;» ψέλλισε το αγόρι, καθώς ο αδερφός του σιγά-σιγά απομακρυνόταν.
Ο Ντέιβιντ κάθισε οκλαδόν δίπλα του. «Ο Τζέισον δεν ήταν τόσο τυχερός όσο εγώ».
«Τι εννοείς; Μα… εσύ πέθανες».
«Ακριβώς. Αυτό είναι το πρόβλημα. Εγώ, απλώς πέθανα. Ο Άρχοντας των Ψυχών δεν σκότωσε απλά τον Τζέισον. Τον εξάλειψε. Η κατάρα του, τον καταβρόχθισε. Την ψυχή του, δηλαδή».
«Κατάρα; Τι εννοείς; Δεν έχω διαβάσει τίποτα τέτοιο».
Όλη του τη ζωή, σε όλα τα βιβλία που είχε διαβάσει, ο Μάιλο δεν είχε δει ποτέ καμία αναφορά σε κατάρες σχετικά με τον Άρχοντα. Αντίθετα, παρουσιαζόταν ως παντοδύναμος Μάγος, που σκότωνε οτιδήποτε υπήρχε στο πέρασμά του.
«Ούτε εγώ ήξερα κάτι, μέχρι να τον γνωρίσω. Κάθε φορά που τον πλησίαζα, αγκάθια έβγαιναν από τη γη και τρυπούσαν το σώμα μου. Εκείνος δεν έκανε ποτέ, τίποτα. Ούτε κουνήθηκε».
Ο Μάιλο ανατρίχιασε.
«Απομακρύνθηκε πριν ξεψυχήσω. Όμως, άκουσα από μια άλλη ψυχή, πως ο ‘τελευταίος άνθρωπος που προσπάθησε να τον σκοτώσει’, εξαφανίστηκε από την κατάρα του Άρχοντα. Η κατάρα, ξεπήδησε από μέσα του και σκέπασε την ψυχή του τελευταίου ανθρώπου –του Τζέισον».
Παρόλο που η μορφή του ήταν θολή, ο Μάιλο μπορούσε να δει την έκφραση του Ντέιβιντ να σκληραίνει.
«Δεν θέλω να σκέφτομαι πως αυτό είναι αλήθεια. Όχι μόνο γιατί δεν αξίζει αυτό στον αδερφό μας, αλλά και γιατί, εσύ είσαι ο επόμενος, Μάιλο. Ανησυχώ για εσένα, και το χειρότερο είναι πως δεν μπορώ να σε βοηθήσω…»
«Δεν…» ο Μάιλο ξεκίνησε να μιλήσει, αλλά έκοψε τον εαυτό του.
Δεν χρειάζομαι βοήθεια, θα έλεγε, είμαι Μάγος τώρα. Δεν μπορούσε, όμως, να το ξεστομίσει. Τι θα έλεγε ο Ντέιβιντ, αν το μάθαινε; Ο Ντέιβιντ, που είδε τόσες κτηνωδίες μέσα στα Δάση, που έζησε ο ίδιος την κτηνωδία. Θα τον μισούσε, ξαφνικά, όπως ο Έλιοτ; Δεν ήθελε να το ρισκάρει. Βρήκε τον αδερφό του, κάποιον που μπορούσε να εμπιστευτεί, δεν θα τον έχανε, ξανά.
«Δεν πειράζει», αποφάσισε να πει, «θα βρω μια λύση».
Ο Ντέιβιντ άρχισε να θολώνει όλο και περισσότερο. Χαμογέλασε στον αδερφό του, όσο έχανε τη μορφή του, και γινόταν ξανά μια στρόγγυλη λάμψη. Ο Μάιλο του χαμογέλασε επίσης. Όπως του χαμογελούσε τρία χρόνια πριν, όταν έφευγε από το Παλάτι, με μια παιδική αφέλεια. Θα τα ξαναπούμε, σκεφτόταν τότε, και τώρα, το ίδιο.
Η λάμψη τον τριγύριζε αδιάκοπα, μα δεν τον πείραζε, δεν ήταν κάτι τρομακτικό και άγνωστο, πια. Ήταν κάτι ζεστό και οικείο. Ο Μάιλο ξάπλωσε στο γρασίδι, προσέχοντας ώστε να μην βγει το πόδι του από το νερό. Έκλεισε τα μάτια του και τα κάλυψε με το χέρι του. Κατάλαβε πως η ψυχή του Ντέιβιντ, είχε μείνει στην παλάμη του. Έμεινε έτσι, ακίνητος, για κάμποση ώρα, μέχρι να ακούσει βήματα κοντά του.
«Συγγνώμη, δεν μπορούσα να κρατήσω το ξόρκι περισσότερο», είπε η Τζέιν. «Ήταν ο αδερφός σου;»
«Ναι…»
«Πώς πέθανε; Ήταν άνθρωπος, έτσι; Οι άνθρωποι δεν έρχονται συχνά στα Δάση».
«Τον σκότωσε ο Άρχοντας των ψυχών».
Η Τζέιν πάγωσε. Η έκφρασή της κρέμασε, οι ώμοι της τσίτωσαν. «Τι ήθελε με τον Άρχοντα ο άνθρωπος;» ρώτησε ψυχρά.
«Είναι η παράδοση στο Βασίλειό μου, ο διάδοχος του Θρόνου, να σκοτώνει τον χειρότερο κακοποιό της εκάστοτε εποχής… κι εγώ για αυτό είμαι εδώ, κανονικά. Όμως…»
«Όμως;» η φωνή της ήταν ακόμη ψυχρή. Και η έκφρασή της, επίσης. Σαν να ήταν άλλος άνθρωπος, από τη χαμογελαστή Μάγισσα που τον είχε σώσει.
Προς στιγμήν, ο Μάιλο ξέχασε πως ο Ντέιβιντ ήταν δίπλα του και πήγε να αναφέρει τη Μαγεία του, όμως σταμάτησε, πριν συμβεί αυτό. Αποφάσισε να παρουσιαστεί σαν δειλός, παρά σαν Μάγος.
«Όμως, φοβάμαι, δεν θέλω να το κάνω. Θα με σκοτώσει, και δεν θέλω να πεθάνω».
Το βλέμμα της Τζέιν μαλάκωσε, λίγο.
Ο Ντέιβιντ σκουντούσε το χέρι του Μάιλο, σαν να διαμαρτυρόταν. Για να τον καθησυχάσει, το αγόρι αναστέναξε και του χαμογέλασε.
«Μην αγχώνεσαι, δεν θα χαλάσω την παράδοσή μας», είπε.
«Ο Άρχοντας των Ψυχών, είναι επικίνδυνος. Ζει σε ένα απόμερο μέρος του Δάσους. Και να θέλεις, δεν μπορείς να πας». Σηκώθηκε όρθια και απέφυγε να κοιτάξει τον έφηβο Μάγο. «Θα πάω να ξαπλώσω, σου συστήνω να κάνεις το ίδιο, μέχρι να νυχτώσει. Εξάλλου, μέχρι τότε, δεν θα μπορείς να κουνηθείς».
Η Τζέιν έκλεισε την πόρτα της καλύβας πίσω της, και άφησε τη Λούλου να πετάξει μέχρι το κλουβί της. Κάθισε στο γραφείο της, ένα ξύλινο, μουχλιασμένο έπιπλο, και πήρε στο χέρι της μια πένα. Ξεκίνησε να γράφει γρήγορα σε ένα κιτρινισμένο κομμάτι χαρτιού. Με λίγο αέρα που παρήγε από τα χέρια της, έκανε το μελάνι να στεγνώσει και δίπλωσε το χαρτί. Το κράτησε στο χέρι της, το άφησε να αιωρηθεί πάνω από την παλάμη της. Κι εκείνο, τυλίχθηκε σε γαλάζιες φλόγες και εξαφανίστηκε. Περιμένω απάντηση γρήγορα, αδερφέ μου.
«Εσύ, που είσαι ανάμεσα στους ανθρώπους και τους Μάγους, θα έχεις τη πιο σκοτεινή ψυχή από όλους. Το μισός τους θα σε καταστρέψει από μέσα προς τα έξω».
Η διαστρεβλωμένη φωνή που άκουσε στον εφιάλτη του ο Μάιλο, τότε, στο πανδοχείο της Μάγισσας, επέστρεψε καθαρή και δυνατή, σε ένα κατά τα άλλα κενό όνειρο.
Ανασηκώθηκε ταραγμένος. Αν δεν υπήρχε το φεγγαρόφως, θα νόμιζε πως ήταν ακόμη στο κενό του εφιάλτη. Ξέχασε πόσο σκοτεινό μπορούσε να γίνει το Δάσος. Δεν ήθελε, βέβαια, και να το θυμηθεί. Καμία νύχτα που περνούσε μόνος σε εκείνο το καταραμένο μέρος δεν ήταν ευχάριστη. Κοίταξε προς το ποτάμι. Μια γυναίκα καθόταν στην όχθη. Τα μακριά, ξεθωριασμένα κόκκινα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και κολλημένα στην πλάτη της, που ήταν γυρισμένη προς εκείνον.
Έριξε το βλέμμα του τριγύρω, ψάχνοντας τον Ντέιβιντ, όμως δεν ήταν εκεί. Ούτε και η Τζέιν ήταν εκεί.
«Συγγνώμη», ψέλλισε, «ποια είστε;»
Η γυναίκα γύρισε το κεφάλι της. Τα μάτια της ταίριαζαν με τα μαλλιά της. Το δέρμα της ήταν σκούρο, όμως το πρόσωπό της τόνιζαν χλωμά λέπια. Κούνησε το σώμα της και φάνηκε η γυαλιστερή, παστέλ ροζ ουρά της. Είναι γοργόνα! ο Μάιλο προσπάθησε να μην χαμογελάσει. Ήταν ενθουσιασμένος, και προσπαθούσε σκληρά να το κρύψει. Από όλα τα πλάσματα για τα οποία είχε διαβάσει, οι γοργόνες τον μάγευαν περισσότερο.
«Α, ξύπνησες», είπε με έναν ώριμο τόνο στη φωνή της. «Είμαι η Καλλιρόη, δεν σου είπε για εμένα η Τζέιν;»
«Εσείς με σώσατε;»
«Σταμάτα τον πληθυντικό, μικρέ. Εγώ απλώς βοήθησα την κατάσταση. Η Τζέιν έκανε τη περισσότερη δουλειά».
«Μην την ακούς, αν δεν ήταν αυτή, θα ήσουν νεκρός».
Η Τζέιν βρέθηκε ξαφνικά πίσω του και εκείνος μάζεψε τα πόδια του για να περάσει. Και τότε, κατάλαβε.
«Μπορώ να το κουνήσω», είπε, χαμογελώντας. «Απίστευτο…»
«Το νερό έχει από μόνο του Μαγεία μέσα του. Όπως και η φύση, ο ήλιος, ο αέρας. Οι άνθρωποι ζείτε μέσα στη Μαγεία που τόσο απεχθάνεστε, και δεν το ξέρετε καν», η Τζέιν κοίταξε τον Μάιλο, που χαμήλωσε το βλέμμα του. «Η Καλλιρόη, σαν Μάγισσα του νερού, χρησιμοποίησε τις ικανότητές του για να γιατρέψει πληγές οι οποίες θα ήταν ειδάλλως θανάσιμες. Η δική μας Μαγεία δεν μας επιτρέπει την ίαση, μετά από κάποιο σημείο».
«Είσαι Μάγος ή άνθρωπος, μικρέ;»
«Μάγος», απάντησε ο Μάιλο, αφού βεβαιώθηκε πως ο Ντέιβιντ δεν ήταν κοντά του. «Ήμουν άνθρωπος, όμως».
«Η Μαγεία του, ξύπνησε μετά την πρώτη του επαφή με Μαγεία πριν λίγο καιρό. Η Μάγισσα στο πανδοχείο, είναι νεκρή».
Η Καλλιρόη σήκωσε τα φρύδια της. «Χμμ, κατάλαβα. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο, πάντως. Όσο σε γιάτρευα, το νερό πλημμύριζε με μίσος. Τα ψάρια απέφευγαν την περιοχή μέχρι να βγάλεις και το πόδι σου από το νερό. Τώρα, επέστρεψαν», έδειξε με το χέρι της το ποτάμι, τα ψάρια που φαινόταν από τα κρυστάλλινα νερά, όμως ο Μάιλο κοιτούσε τις μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλά της.
«Τι εννοείς; Δεν, δεν μισώ κανέναν».
«Το κλειδί στο να μπορέσεις να ενισχύσεις την Μαγεία σου, είναι να ξέρεις τι γίνεται μέσα σου. Κι εσύ, φαίνεσαι πολύ μπερδεμένος, μικρέ μου».
«Καλλιρόη, μην τον τρομάζεις», είπε αυστηρά η Τζέιν. «Έχει δίκιο, αλλά μη σκέφτεσαι αυτά τώρα. Έχεις ακόμη πληγές που δεν έχουν κλείσει τελείως. Δεν χρειάζεται να ταλαιπωρείσαι με αυτά τώρα. Αφού μπορείς να φύγεις από το ποτάμι, σήμερα θα σε φιλοξενήσω στο φτωχικό μου».
«Θα με αφήσετε μόνη μου, κιόλας; Έχω πολλά ακόμα να πω».
«Θα επιστρέψω σε λίγο, έχω κι εγώ πολλά να πω», της ψιθύρισε η Τζέιν. «Έλα, Μάιλο. Θα σε βοηθήσω να σηκωθείς».
Με την βοήθεια της νεαρής Μάγισσας, ο Μάιλο έφτασε μέχρι την καλύβα. Το κρεβάτι ήταν διώροφο, και η Τζέιν του δάνεισε το κάτω μέρος, επειδή δεν μπορούσε να ανεβεί πάνω.
«Σαν στο σπίτι σου».
Η κοπέλα άφησε ένα ποτήρι νερό δίπλα του, στο κομοδίνο, και έκανε να φύγει από το σπίτι, όμως ο Μάιλο δεν την άφησε.
«Τζέιν;»
«Ναι;» απάντησε, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
«Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί με βοηθάς;»
«Προσπαθώ να είμαι όσο πιο καλή γίνεται. Πρέπει να είμαι καλή. Και για αυτό σε έσωσα, και για αυτό σε βοηθάω. Δεν θα καταλάβεις, και να σου εξηγήσω, κύριε πρίγκιπα. Ξεκουράσου, τώρα. Καληνύχτα».
Η Τζέιν άφησε την πόρτα να κλείσει πίσω της, και ο Μάιλο έμεινε να την κοιτάζει.
Μα τι κάνω… κάθομαι εδώ και σπαταλάω τον χρόνο μου, γίνομαι βάρος στην Τζέιν και την Καλλιρόη… δεν έχω προλάβει να κάνω καμία πρόοδο στα ξόρκια μου. Έχει πια παραπάνω από έναν μήνα που έφυγα από το παλάτι. Θα νομίζουν πως είμαι νεκρός. Άλλωστε, ούτε ο Έλιοτ έχει επιστρέψει μέχρι τώρα, προφανώς… πώς θα το δικαιολογήσω αυτό, αν γυρίσω; Αλλά όχι, για να προλάβω να το δικαιολογήσω πρέπει πρώτα να με δεχτούν πίσω. Μπορώ άραγε να τους κρύψω το γεγονός πως ξύπνησαν οι δυνάμεις μου; Ελπίζω πως ναι… δεν θέλω να τους λέω ψέματα, όμως δεν θέλω να μείνω χωρίς οικογένεια. Όσο ψυχρά κι αν ήταν εκεί… είναι οι μόνοι που έχω… η μόνη οικογένεια… το μόνο στήριγμα.
Είναι, όμως, στήριγμά σου; Σε βοήθησαν ποτέ; Ξέρεις πως η απάντηση είναι όχι…
Η σκέψη που πέρασε από το μυαλό του, δεν ήταν ντυμένη με την φωνή του. Ήταν η φωνή της σκιάς που προσπάθησε να τον φάει, στον ανατριχιαστικό εκείνο εφιάλτη του. Ο Μάιλο ανασηκώθηκε έντρομος.
Σε αγάπησαν ποτέ, στ’ αλήθεια; Ή μήπως η μητέρα σου σε λυπόταν τόσο, που παρίστανε πως σε αγαπούσε; Ο πατέρας σου; Η πρώτη φορά που σου μίλησε παραπάνω από ένα λεπτό, ήταν όταν έπρεπε να φύγεις. Οι αδερφές σου και οι αδερφοί σου, περνούσαν χρόνο μαζί σου από υποχρέωση. Η υπηρέτριά σου, πληρωνόταν για να σε μεγαλώσει. Ποιος, από όλους αυτούς, ήταν το στήριγμά σου, πρίγκιπα; Πες μου, κατονόμασέ τον. Σε προκαλώ.
Ο Μάιλο έκλεισε τα αυτιά του και έσφιξε τα δόντια του.
«Φύγε, φύγε από το κεφάλι μου, φύγε!»
Εμένα διώχνεις; Είμαι το μόνο που χρειάζεσαι. Είμαι δύναμη και εξουσία. Μπορώ να σε βοηθήσω να νικήσεις τον Άρχοντα, να ζήσεις, και να πάρεις τον θρόνο. Σε δεχτούν δεν σε δεχτούν πίσω, εγώ μπορώ να τους αναγκάσω να σε κάνουν Βασιλιά, από την επόμενη κιόλας μέρα της επιστροφής σου.
«Εγώ δεν ζήτησα ποτέ κάτι τέτοιο!» φώναξε στο τίποτα.
Μπορεί και να μη ξέρεις τι ζητάς. Αυτό, το ξέρεις. Όμως, πες μου, δεν θέλεις να πάρεις εκδίκηση; Δεν θέλεις να τους δείξεις πως αξίζεις περισσότερα από όσα σου έδωσαν; Πως είσαι ίσος με εκείνους και όχι χειρότερος; Ξέρεις, φαντάζομαι, πως ακόμη και να γυρίσεις στο Παλάτι, ακόμη και να σε δεχτούν, δεν θα σου δώσουν τον θρόνο. Γιατί; Γιατί είσαι κρυφός, από όλο τον κόσμο του Βασιλείου σου. Είσαι άχρηστος για αυτούς. Τσάμπα κάνεις αυτή την αποστολή, το ξέρεις, όχι;
«Δεν…» ο Μάιλο έκανε μια παύση. Δεν ήθελε να σκεφτεί, γιατί θα τον άκουγε η σκιά, όμως σκέφτηκε. Δεν θέλω να πάρω εκδίκηση… πρέπει να τους δείξω πως οι Μάγοι είναι ίδιοι με τους ανθρώπους. Το ίδιο πρέπει να αποδείξω και στους Μάγους. Ίσως, ίσως είμαι ο μόνος που έχει ζήσει και με τις δύο πλευρές, ίσως μόνο εγώ μπορώ να το κάνω αυτό.
Η σκιά γέλασε. Οι Μάγοι είναι ίσοι με τους ανθρώπους; Χα! Από πότε; Οι Μάγοι είναι πολύ, πολύ ανώτεροι. Κι εσύ, ένα παραπάνω. Είσαι περίεργος, είσαι, στ’ αλήθεια, μια ανωμαλία της φύσης. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, αν γίνεις ένας από τους ισχυρούς, θα σε φοβούνται όλοι. Μάγοι και άνθρωποι, όλοι. Πες μου την αλήθεια, δεν το θες αυτό;
«Όχι… Δεν θέλω να με φοβούνται. Μόνο να με καταλάβουν».
Είναι και αυτό, μια αρχή… ψιθύρισε η φωνή και δεν ξαναμίλησε.
Ο Μάιλο παρέμεινε με κλειστά τα αυτιά για μερικά λεπτά, ήθελε να σιγουρευτεί πως ο ψίθυρος δεν θα επέστρεφε. Όταν κατέβασε τα τρεμάμενα χέρια του από τα αυτιά του, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τριγύρω. Το σπίτι φώτιζε μόνο το αχνό φως του φαναριού. Κανένας δεν υπήρχε μέσα στο κτίσμα, εκτός από εκείνον. Η πόρτα ήταν κλειστή, το ίδιο και τα παράθυρα. Τι ήταν αυτό, θεοί μου…
Κουλουριάστηκε κάτω από τα σκεπάσματα, κι ας τον τραβούσαν οι πληγές του που επουλώνονταν. Δεν ήθελε να δει τίποτα, να ακούσει τίποτα. Ήθελε να ανακαλύψει κάποιο ξόρκι που θα σταματούσε τις σκέψεις του, που έτρεχαν σαν ορμώμενο ποτάμι. Κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά, προσπαθούσε να μείνει ξύπνιος, φοβόταν να κοιμηθεί. Φοβόταν μια ακόμη ξαφνική επίσκεψη της σκιάς. Παρόλη την προσπάθειά του όμως, χωρίς να το καταλάβει, τον πήρε ο ύπνος.
Η Τζέιν, δίπλα στο ποτάμι, συζητούσε με την Καλλιρόη.
«Δηλαδή, ζούσε με τους ανθρώπους μέχρι τώρα; Ενδιαφέρον… εξ ου και το μίσος που εξέπεμπε», αναστέναξε η γοργόνα.
«Δηλαδή; Μισεί τους ανθρώπους;»
«Όχι, δεν νομίζω. Οι άνθρωποι διαθέτουν πολύ περισσότερο μίσος από τους Μάγους, γιατί δεν είναι καταπιεσμένοι. Όσο πιο καταπιεσμένος είσαι, τόσο περισσότερη συμπόνια κατέχεις. Επίσης, οι άνθρωποι μαθαίνουν στα μικρά τους να μας μισούν, ενώ οι Μάγοι μαθαίνουμε στα μικρά μας να τους φοβούνται. Οι Άνθρωποι είναι αλαζονικοί, μας μισούν, όμως δεν μας φοβούνται, νομίζουν πως είναι ανώτεροί μας, πως είναι δυνατότεροι και καλύτεροι».
«Θα ξεράσω».
Η Καλλιρόη γέλασε. «Έλα, ηρέμισε. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν αυτά. Προς το παρόν, το θέμα μας δεν είναι το γενικό σύνολο των ανθρώπων. Το θέμα μας είναι το αγόρι που έσωσες. Δεν σε βλέπω πολύ σίγουρη πια, για αυτή σου την απόφαση, Τζέιν».
Η Τζέιν χαμήλωσε το βλέμμα της και έσμιξε τα φρύδια της. Χαλάρωσε τους ώμους της και αναστέναξε, πριν κοιτάξει την γοργόνα στα μάτια.
«Είναι… έχει ως αποστολή να σκοτώσει τον Άρχοντα των Σκιών».
Αυτά τα λόγια ήταν αρκετά, για να καταλάβει η Καλλιρόη τι εννοούσε η νεαρή Μάγισσα. Ακούμπησε στοργικά το χέρι της. «Όλα θα πάνε καλά», της είπε. «Ο Άρχοντας ξέρει τι κάνει».
«Ναι αλλά δεν ελέγχει τι κάνει, αυτό είναι το πρόβλημά μου». Έθαψε το κεφάλι της στα γόνατά της. «Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό, Καλλιρόη, αυτό με ενοχλεί. Δεν μπορώ να βοηθήσω κανέναν».
«Μην το λες αυτό. Το ξέρεις ότι έχεις βοηθήσει πάρα πολλές φορές, πάνω σε αυτό το θέμα. Και το ξέρω κι εγώ, που σε βλέπω τόσα χρόνια, μικρή. Και ξέρω επίσης, πως, όσες αμφιβολίες και αν έχεις, θα βοηθήσεις αυτό το αγόρι όσο περισσότερο μπορείς, γιατί αυτή είναι η φύση σου. Αυτή είσαι, είσαι καλή και ευγενική και πονόψυχη. Το τελείως αντίθετο από το τι πιστεύουν για τους Μάγους οι άνθρωποι. Και αυτό είναι αξιοθαύμαστο, μετά από όλα όσα έχεις περάσει».
Η Τζέιν είχε δακρύσει, έσφιγγε τα δόντια της για να πνίξει τον λυγμό που απειλούσε να της ξεφύγει. «Νιώθω ότι τους προδίδω, και τους δυο…»
«Όχι, απλά τους προετοιμάζεις. Είσαι δίκαιη».
«Δεν ξέρω αν θέλω να βοηθήσω τον Μάιλο. Τον μεγάλωσαν άνθρωποι. Μπορεί να μην είναι αυτός που δείχνει, τον ξέρω μια μέρα, δεν είναι και τόσο δύσκολο να κρύψει το ποιος είναι πραγματικά».
«Έχεις δίκιο σε αυτό», γέλασε η Καλλιρόη, «υποθέτω πρέπει απλά να του δώσεις λίγο χρόνο».
Η Τζέιν κατένευσε. «Εντάξει», είπε και αγκάλιασε την γυναίκα δίπλα της.
«Πήγαινε να ξαπλώσεις, χρειάζεσαι ξεκούραση. Θα τα πούμε αύριο, μικρή».
«Καληνύχτα», χαμογέλασε η νεαρή Μάγισσα και κατευθύνθηκε προς την καλύβα, με την Λούλου να κοιμάται στα χέρια της. Άνοιξε και έκλεισε την πόρτα γρήγορα και απαλά, καθώς ο Μάιλο κοιμόταν και δεν ήθελε να τον ξυπνήσει. Ανέβηκε στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας και αναστέναξε, αφήνοντας τον εαυτό της ελεύθερο. Οι ώμοι της χαλάρωσαν και τα μάτια της έκλεισαν.
Comentários