Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 4
- Αναστασία Σκούλη
- Sep 15, 2020
- 18 min read
Πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε, ο Μάιλο βρισκόταν καθισμένος απέναντι σε έναν Μάγο με κόκκινα μάτια, χλωμό δέρμα και καστανά μαλλιά. Τα ρούχα του φαινόταν υψηλής ποιότητας και φορούσε ένα δερμάτινο παλτό. Στο διώροφο σπίτι όπου βρισκόταν, στο ισόγειο, υπήρχε μόνο μια δερμάτινη πολυθρόνα στη μια άκρη, και μια τραπεζαρία στην άλλη. Ο Μάγος ήταν καθισμένος στην μια πλευρά της τραπεζαρίας, κοιτώντας τον ημιλιπόθυμο έφηβο.
Τα μάτια του Μάιλο ήταν ανοιχτά, ήταν ξύπνιος, όμως ήταν σαν να μην είχε ψυχή. Δεν κοιτούσε τίποτα συγκεκριμένο, αν και το βλέμμα του ήταν κολλημένο στον άνδρα. Οποιοσδήποτε ήχος ακουγόταν, φαινόταν θολός. Παρόλο που οι σοβαρές του πληγές είχαν γιατρευτεί, το σώμα του πονούσε. Ήξερε πως ήταν σημαντικό να τον ακούσει, εκείνον τον περίεργο Μάγο που δεν διέταξε την εκτέλεσή του, όμως δεν είχε το μυαλό για μια τέτοια συνάντηση, τώρα.
«Λέγεται Μαγική Εξάντληση. Όταν χρησιμοποιείς τη Μαγεία σου παραπάνω από όσο πρέπει, συμβαίνει αυτό. Βέβαια, συνήθως, ο Μάγος που το παθαίνει χάνει τις αισθήσεις του για μέρες». Είπε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. «Όμως, εσύ δεν είσαι ένας απλός Μάγος, έτσι; Πρώτη φορά βλέπω περιστατικό σαν το δικό σου, κι έχω περάσει από όλα τα χωριά Μάγων του Βασιλείου».
«Δεν ξέρω… τι είμαι…» απάντησε χαμηλόφωνα, μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
«Καλό θα ήταν να ξεκουραστείς, για τώρα. Έχω πάρα πολλά να συζητήσω μαζί σου, είναι κρίμα να εκμεταλλευτώ τη κατάστασή σου. Ο κάτω όροφος είναι ξενώνας. Το σπίτι μου είναι δίπλα, αν χρειαστείς κάτι μπορείς να έρθεις σε εμένα. Και μην αφήσεις τους Μάγους του χωριού να σε τρομάξουν, αυτοί είναι πιο φοβισμένοι», είπε και βοήθησε τον Μάιλο να σηκωθεί όρθιος. «Άργησα να συστηθώ, αλλά είμαι ο αρχηγός του χωριού, με λένε Νικ».
Ο Μάιλο δεν του απάντησε, ούτε προσπάθησε να απομακρυνθεί όταν εκείνος πλησίασε. Τον άφησε να τον κατεβάσει στον ξενώνα. Αφότου ο Νικ έφυγε, ο Μάιλο κουλουριάστηκε στο κρεβάτι, κουκουλωμένος. Ένιωσε σαν μικρό άρρωστο παιδί, αδύναμο, ανήμπορο, που χρειαζόταν τη μητέρα του για να λειτουργήσει. Δεν του άρεζε που ένιωθε έτσι. Αλλά προτιμούσε να νιώθει εκείνο το απαίσιο συναίσθημα, παρά ενοχές και τύψεις για τον θάνατο του Έλιοτ. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο ιππότης ξεψύχησε στα χέρια του. Ο Έλιοτ πέθανε γιατί δεν μπόρεσα να τους πείσω. Ο Έλιοτ πέθανε γιατί δεν ξέρω να χρησιμοποιώ την Μαγεία μου, αν ήξερα θα μπορούσα να τον σώσω. Ο Έλιοτ πέθανε. Ο Έλιοτ, που υποσχέθηκε στον πατέρα πως θα με επιστρέψει ζωντανό στο Βασίλειο, που γύρισε πίσω για εμένα ενώ μισεί το είδος μου, πέθανε. Ο Έλιοτ πέθανε…
Στ’ αλήθεια, δεν ήταν ιδιαίτερα δεμένος με τον ιππότη. Τον ήξερε, όμως, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Τρύπωνε στους θάμνους κοντά στον χώρο άσκησης και τον έβλεπε που εξασκούταν, μαζί με τους υπόλοιπους. Ο Έλιοτ ήταν έφηβος, τότε. Κανένας δεν θα φανταζόταν πως εκείνος ο νεαρός, ο δεύτερος καλύτερος ιππότης του Βασιλείου, θα έχανε τη ζωή του τόσο μικρός, τόσο εύκολα.
Και φταίω εγώ για αυτό…
Ο Μάιλο ανάγκασε τον εαυτό του να κοιμηθεί. Δεν ήθελε να είναι ξύπνιος, ούτως ή άλλως. Στο κενό σκηνικό του ονείρου, η ίδια σφαίρα φωτός που εμφανίστηκε στο προηγούμενο όνειρό του, επέστρεψε. Όμως δεν ήταν μόνο μια, πια. Είχαν πολλαπλασιαστεί, ήταν τόσες που έκαναν το μαύρο σκηνικό να φαίνεται φωτεινό και οικείο.
Παρόλη τη ζεστασιά που εξέπεμπαν οι λάμψεις, ο Μάιλο δεν πλησίασε. Φοβόταν τη σκιά που θα τον καταβρόχθιζε στον εφιάλτη της περασμένης βραδιάς. Το αγόρι στεκόταν ακίνητο απέναντι από το κοπάδι και το κοιτούσε, ευχόταν να τελειώσει όλο αυτό. Φοβόταν πως οι λάμψεις θα γινόταν σκιές, και αν τις αντιμετώπιζε όλες, σίγουρα θα τον έπνιγαν, θα τον έτρωγαν ολόκληρο, θα τον εξαφάνιζαν. Ο Μάιλο δεν στεκόταν ακίνητος γιατί φοβόταν να πλησιάσει, απλώς. Όχι, είχε κοκαλώσει μόνο στην ιδέα πως με μια του κίνηση, θα μπορούσαν να τελειώσουν όλα.
Ίσως, τελικά προτιμούσε να ήταν ξύπνιος.
Ξύπνησε ιδρωμένος. Δεν θυμόταν αν συνέβη κάτι στο όνειρό του, τελικά. Θυμόταν όμως, τι συνέβη στη πραγματικότητα, αν και ήθελε πολύ να το ξεχάσει. Ανασηκώθηκε και πέταξε τη κουβέρτα από πάνω του. Τα ρούχα του ήταν κολλημένα στο σώμα του, βρώμικα, γεμάτα αίμα και χώμα. Έσυρε το σώμα του μέχρι το μπάνιο και έριξε μερικούς κουβάδες νερό πάνω του. Ακόμη ένιωθε βρώμικος, όμως τουλάχιστον δεν ήταν λερωμένος με λάσπη και ξεραμένο αίμα.
«Πώς νιώθεις σήμερα;»
Η βραχνή φωνή τον έκανε να πηδήξει. Γύρισε ταραγμένος να κοιτάξει ποιος ήταν πίσω του. θυμόταν θολά το πρόσωπο του άνδρα –Νικ, νομίζω τον λένε.
«Λίγο καλύτερα, ευχαριστώ», αποκρίθηκε με σκυμμένο το κεφάλι. Το ένστικτό του, του έλεγε να μην τον κοιτάξει στα μάτια.
«Χαίρομαι για αυτό. Θέλω να έρθεις πάνω όταν είσαι έτοιμος. Χθες δεν προλάβαμε να τα πούμε».
«Εντάξει, εμ, τι θέλετε από εμένα, όμως;» εστίασε το βλέμμα του στο πάτωμα, στις σταγόνες που έπεφταν από τα μαλλιά του και έκαναν προσωρινά σημάδια στο ξύλο.
«Αυτό θα το μάθεις λίαν συντόμως», είπε και χαμογέλασε, πριν του γυρίσει τη πλάτη και ανέβει τα σκαλοπάτια που έβγαζαν στο ισόγειο.
Μυστήριος, σκέφτηκε ο έφηβος και έτριψε τα μαλλιά του με την πετσέτα που κρατούσε στα χέρια του. Αναρωτιέμαι τι γνώμη θα είχε ο Έλιοτ για αυτόν, αν ήταν εδώ…
«Λοιπόν, πώς σε λένε, νεαρέ Μάγε;» ο Νικ κοιτούσε το αγχωμένο αγόρι που καθόταν απέναντί του, με ενδιαφέρον.
«Το όνομά μου είναι Μάιλο Λουξ. Είμαι… ο πρώτος διάδοχος του θρόνου, του Βασιλείου Λούκις».
Ο Νικ γούρλωσε τα μάτια του. «Είσαι ο πρίγκιπας του Βασιλείου των ανθρώπων; Παρόλο που είσαι Μάγος;»
«Ναι, το θέμα είναι πως… δεν ήμουν Μάγος, μέχρι πριν λίγες μέρες».
«Εξήγησε».
«Γεννήθηκα έτσι, με το ένα μάτι μου έτσι, αλλά με κράτησαν ζωντανό. Κρυμμένο μεν, αλλά ζωντανό. Δεν είχα ποτέ Μαγεία μέσα μου. Έτσι πίστευα, γιατί δεν είχα εκδηλώσει τίποτα τέτοιο. Μέχρι που, συνάντησα μια Μάγισσα. Έκανε ένα ξόρκι για να κλείσει μια πληγή μου και μετά από αυτό, ξύπνησε η Μαγεία μου. Όμως, εγώ δεν ξέρω πώς να τη χρησιμοποιήσω… για αυτό πέθανε και ο Έλιοτ…»
Ο αρχηγός του χωριού κοιτούσε αποστομωμένος. «Μάλιστα…» ψιθύρισε. «Και, πώς και ένας πρίγκιπας του ανθρώπινου Βασιλείου είναι σε αυτά τα Δάση;»
«Εξαιτίας του Νόμου, για να αποδείξω ότι είμαι άξιος του θρόνου, πρέπει να σκοτώσω τον Άρχοντα των Ψυχών».
«Τον Άρχοντα; Καλά, δεν έχουν καθόλου μυαλό οι άνθρωποι; Στέλνουν ένα παιδί να μονομαχήσει με τον Άρχοντα! Ανήκουστο». Σηκώθηκε όρθιος και κατευθύνθηκε προς τον Μάιλο. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου».
«Δεν έχω άλλη επιλογή. Δεν θέλω, αλλά δεν θέλω και να απογοητεύσω την οικογένειά μου», ψέλλισε με ένα πονεμένο χαμόγελο.
«Ποια οικογένεια; Εκείνη που σε έστειλε να σκοτωθείς;»
«Έστω κι έτσι, είναι η οικογένειά μου. Τους το οφείλω, να προσπαθήσω να γυρίσω ζωντανός». Έτριψε τον σβέρκο του αμήχανα.
Ο Νικ αναστέναξε και κάθισε πίσω στη θέση του. «Λοιπόν», είπε, «πριν σου προτείνω οτιδήποτε, θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη. Οι φίλοι μου δολοφόνησαν τον φίλο σου, παραλίγο και εσένα. Ξέρω πως η συγγνώμη δεν θα τον φέρει πίσω, αλλά θα ήθελα να τη δεχτείς».
Ο Μάιλο χαμήλωσε το κεφάλι του ακόμη περισσότερο. Αν ο Έλιοτ και εγώ ήμασταν και οι δυο άνθρωποι, θα μας σκότωναν δίχως δεύτερη σκέψη –όπως και σχεδόν έγινε. Ζητάει συγγνώμη γιατί εγώ τυχαίνει να είμαι Μάγος, γιατί τυχαίνει να με επηρέασε ο θάνατος ενός ανθρώπου... ο Έλιοτ πέθανε απλά γιατί ήταν άνθρωπος. Οι Μάγοι πεθαίνουν απλά γιατί είναι Μάγοι. Αναρωτιέμαι πότε θα τελειώσει αυτό…
«Τον θάψαμε στο Γέρικο Δέντρο. Αν θέλεις, θα σε πάω, μετά», συνέχισε ο Νικ.
«Ευχαριστώ, θα ήθελα να πάω. Όσο για τη συγγνώμη… τη δέχομαι. Έχω να σας ζητήσω μια χάρη, όμως».
Ο Νικ κούνησε το χέρι του από τα δεξιά στα αριστερά. «Ό,τι θες», είπε.
«Μπορείτε να μου μάθετε πώς να χρησιμοποιώ την Μαγεία μου;»
«Περίμενα να ρωτήσεις», απάντησε ο άνδρας, χαμογελώντας. «Είναι ακόμη νωρίς. Πάμε στον τάφο του φίλου σου, και ύστερα θα ξεκινήσουμε με τα βασικά».
Ο Μάιλο ακολούθησε τον Νικ σιωπηλός. Μόλις πάτησε το πόδι του έξω από το σπίτι, ένιωσε τα βλέμματα όλων των Μάγων καρφωμένα πάνω του. Δεν γινόταν να μην τα καταλάβει, οι Μάγοι ήταν παντού γύρω τους, κοιτούσαν και ψιθύριζαν και έδειχναν, έβριζαν και έφτυναν. Είναι απλά η περιέργεια που έχουν, σκέφτηκε το αγόρι. Είναι απλώς περίεργοι. Δεν είναι απαραίτητα κακοί… κρατούσε αυτή τη σκέψη σφιχτά, μέχρι να περάσει μπροστά από τον μεγαλόσωμο Μάγο που τον κακομεταχειριζόταν την προηγούμενη. Δεν σήκωσε τα μάτια του για να τον κοιτάξει, δεν ήθελε. Ήταν σίγουρος πως δεν θα ήταν σώος μετά από αυτό.
Το Γέρικο Δέντρο ήταν αρκετά βαθιά μέσα στο δάσος, περίπου μια ώρα μακριά από το χωριό. Το δέντρο φαινόταν αρχαίο, ο κορμός του ήταν χοντρός και το χρώμα του σχεδόν ξεθωριασμένο. Μια κουφάλα κάλυπτε το μισό κορμό του, και οι φυλλωσιές του έπεφταν απαλά, κάθετα, προς το έδαφος. Το χορτάρι γύρω του ήταν ψηλό και φρέσκο. Δεν είχε κανένα λουλούδι κοντά. Μόνο πρασινάδα, έως όπου έφτανε το μάτι.
«Εδώ θάβουμε τους ανθρώπους που εκτελούμε. Όμορφο δεν είναι; Μια χαρά για τελευταία κατοικία. Κάπου εδώ είναι θαμμένος και ο φίλος σου… δεν ξέρω πού ακριβώς, κάνουμε το γρασίδι να φυτρώνει κατευθείαν, με τη Μαγεία, για να μένει το μέρος όμορφο».
«Οπότε, όλο αυτό το απέραντο πράσινο είναι… νεκροταφείο;»
«Ναι».
Ένα θεόρατο, αρχαίο δέντρο, στη μέση μιας πράσινης, ατελείωτης θάλασσας. Θα ήταν, ειδάλλως, ένα πολύ όμορφο σκηνικό. Όμως, ο Μάιλο δεν μπορούσε να το εκλάβει ως όμορφο. Όχι όσο υπολόγιζε πόσα πτώματα υπήρχαν κάτω απ’ τα πόδια του.
«Πάμε να φύγουμε…» ψιθύρισε.
Ο Νικ τον κοίταξε με απορία «Κιόλας; Κάναμε τόσο δρόμο, δεν θες να τον αποχαιρετήσεις;»
Ο Μάιλο γέλασε. «Ποιον από όλους;»
Πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Όσο περπατούσαν, ο Νικ εξηγούσε στον Μάιλο όσα έπρεπε να ξέρει για τη Μαγεία.
«Η Μαγεία είναι η αρχή και το τέλος του κόσμου. Συνυπήρχαμε με τους ανθρώπους, κάποτε. Η Μαγεία μας ήταν για εκείνους δώρο. Όταν σταματήσαμε να τους εξυπηρετούμε όσο ήθελαν, μας κατηγόρησαν, μας είπαν επικίνδυνους και μας κυνήγησαν, έτσι ξεκίνησε και ο πόλεμος, τον οποίο, όπως ίσως ξέρεις, χάσαμε. Ήμασταν πολύ λίγοι μπροστά τους. Και ακόμα είμαστε. Όπως οι άνθρωποι σκοτώνουν τα νεογνά αν τύχει και γεννηθούν Μάγοι, το αντίστροφο κάνουμε κι εμείς». Αναστέναξε και έστρεψε τα μάτια του στον ουρανό που συννέφιαζε. «Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πόσο φοβόμαστε ο ένας τον άλλον. Γιατί η Μαγεία πηγάζει από τη ψυχή σου. Και στη ψυχή σου ζουν τα συναισθήματά σου. Φόβος, απόγνωση, μίσος. Αγάπη, ευτυχία, ευγνωμοσύνη. Τα πάντα είναι Μαγεία».
«Αν είναι έτσι, όσο πιο έντονο είναι ένα συναίσθημα, τόσο πιο έντονη είναι και η Μαγεία;»
«Και ναι, και όχι. Βλέπεις, μπορείς να χρησιμοποιήσεις Μαγεία και χωρίς να νιώθεις κάτι συγκεκριμένο. Για παράδειγμα, αν αιωρηθώ», είπε και τα πόδια του σηκώθηκαν από το έδαφος, «δεν χρειάζεται να νιώθω κάτι. Σε τέτοια απλή μαγεία που δεν χρειάζεται ούτε ξόρκι, αρκεί η θέληση. Αλλά ακόμη και για να πετύχεις αυτό, πρέπει να ξέρεις τα συναισθήματά σου. Με λίγα λόγια, πρέπει να ξέρεις ποιος είσαι». Σταμάτησε να περπατάει και γύρισε στον Μάιλο. «Εσύ, Μάιλο, ξέρεις ποιος είσαι;»
«Ποιος είμαι…» επανέλαβε ο έφηβος.
«Όχι την ιδιότητά σου ως πρίγκιπας, όχι το ονοματεπώνυμό σου. Το ποιος είσαι μέσα σου. Το ξέρεις;»
«Είμαι…»
«Πες μου τι σκέφτεσαι».
«Ποιος είμαι; Βασικά, τι είμαι; Είμαι αγχώδης, και δειλός. Όχι όσο σκληραγωγημένος όσο θα έπρεπε. Είμαι αδικημένος. Και… θα μπορούσε κανείς να με πει ευγενικό; Δεν είμαι σίγουρος. Είμαι Μάγος. Δεν είμαι κανονικός… είμαι παιδί, και ταυτόχρονα πολύ πιο ώριμος από την μεγάλη μου αδερφή. Είμαι αφηρημένος και υπεραναλύω τις καταστάσεις… Δεν καταλαβαίνω πού θα βγει όλο αυτό».
«Συνέχισε. Πες μου μερικά καλά σου στοιχεία».
«Καλά στοιχεία; Δεν… μεγάλωσα χωρίς να ξέρω αν έχω κάτι καλό, πάνω μου. Προσπάθησα να είμαι υπάκουος και ευγενικός… δεν ξέρω, αν έχω κάτι καλό να σας πω».
«Φαίνεται ότι έχεις καλή καρδιά. Απλά δεν σου έμαθε κανείς να τη δείχνεις. Αυτό είναι το πρόβλημα με τους ανθρώπους. Νομίζουν ότι η ευγένεια και η καλοσύνη δείχνουν αδυναμία και τις αποφεύγουν. Ως Μάγος, μπορώ να σου εγγυηθώ πως έχεις καλά στοιχεία. Εγώ τα βλέπω. Όμως, για να λειτουργήσει στο έπακρον των δυνατοτήτων της η Μαγεία σου, πρέπει να το δεις κι εσύ, Μάιλο».
Ο πρίγκιπας κοίταξε τον Μάγο στα κόκκινα μάτια του. «Θέλω να σας ρωτήσω κάτι», είπε.
«Σε ακούω».
«Γιατί με φροντίζετε στο χωριό σας, γιατί θάψατε τον Έλιοτ, γιατί μου τα λέτε όλα αυτά; Εννοώ, προφανώς, είμαι ευγνώμων. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Όλη μου τη ζωή άκουγα πως οι Μάγοι φέρνουν τη καταστροφή. Η πρώτη Μάγισσα που συνάντησε ήθελε να με σκοτώσει, το ίδιο και οι φίλοι σας. Εσείς, γιατί δεν το θέλετε;»
Ο Νικ κάθισε σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου. Έκανε νεύμα στον Μάιλο για να καθίσει δίπλα του.
«Ο φόβος είναι ίσως το πιο δυνατό συναίσθημα. Υπό την επήρειά του, ο κόσμος κάνει πολλά πράγματα που δεν θέλει. Δεν μπορώ να σου πω για την Μάγισσα που λες, αλλά ξέρω πως οι συγχωριανοί μου φοβόντουσαν εσένα και τον φίλο σου. Δεν είναι πολλοί αυτοί που φτάνουν τους Μάγους μου σε σημείο Μαγικής Εξάντλησης, κι εσείς εξουδετερώσατε σχεδόν όλη μου την ομάδα. Όσο για εμένα, προτιμώ να εξετάσω μια κατάσταση πριν δράσω με φόβο. Για αυτό και ήθελα να συζητήσουμε. Αν σε έκρινα επικίνδυνο, θα σε είχα εκτελέσει ήδη».
«Γιατί εκτελείτε τους κρατούμενούς σας; Αυτό τι σχέση έχει με τον φόβο; Μπορείτε απλά, δεν ξέρω, να τους σκοτώσετε κρυφά. Δεν είναι ανάγκη να το κάνετε δημόσια. Αυτό σπέρνει μόνο μίσος και περισσότερο φόβο».
Ο Νικ γέλασε ελαφρά. «Πόσο αφελής είσαι, Μάιλο», ψέλλισε. «Αναμενόμενο από ένα παιδί».
«Τι εννοείτε;»
«Τι εννοώ; Μα, σκέψου λίγο, είναι τόσο λογικό. Λέγεται παραδειγματισμός. Όσο και αν είμαι κατά της τωρινής κατάστασης μεταξύ Μάγων και ανθρώπων, πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας να μισούν τους ανθρώπους. Αλλιώς δεν θα τους φοβούνται. Και αν δεν τους φοβούνται, θα είναι απροστάτευτα».
«Μα, αν μάθετε στους Μάγους να μην επιτίθενται στους ανθρώπους, τότε και εκείνοι θα κάνουν το ίδιο. Αυτό είναι το λογικό».
«Τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω μας δεν είναι λογικό, μικρέ. Αλλά δεν είμαστε εμείς οι πολλοί. Από τους πολλούς πρέπει να σταματήσει η βία. Αν εκείνοι μας επιτίθενται, εμείς δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια. Για αυτό ακριβώς μας χρειάζεται ο φόβος». Ο άνδρας χτύπησε φιλικά τον Μάιλο στην πλάτη. «Θα καταλάβεις μεγαλώνοντας. Όλα είναι θυσίες που πρέπει να γίνονται. Έλα, ας συνεχίσουμε τώρα».
Ο Μάιλο έμεινε να κοιτάξει τον Νικ που προχωρούσε μπροστά. Τον ακολούθησε γρήγορα, για να μην τον χάσει μέσα στο δάσος. Όμως, όταν επέστρεψαν στον ξενώνα, και ο αρχηγός του χωριού άφησε τον Μάιλο μόνο του, το αγόρι κάθισε να σκεφτεί. Είναι ο Νικ ο πλέον κατάλληλος να μου μάθει Μαγεία; Με τέτοια ιδεολογία; Δεν λέω πως είναι τελείως λάθος αλλά… αλλά δεν μου φαίνεται και σωστή… όπως και να έχει, δεν έχω πολλές επιλογές, και δεν γίνεται να μείνω ανήξερος. Πρέπει να μάθω, έστω και τα βασικά. Και ύστερα, θα συνεχίσω το ταξίδι. Μονός μου…
Βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες, όταν άκουσε φωνές από τον πάνω όροφο.
«Γιατί δεν τον σκοτώνεις επιτέλους; Δεν είναι χρήσιμος», γρύλισε η φωνή ενός εκ των ανδρών που είχε γνωρίσει την προηγούμενη μέρα.
«Έτσι λες εσύ».
Κι εκείνη τη φωνή τη γνώρισε, ήταν ο Νικ.
«Δηλαδή σε τι μπορεί να μας χρησιμεύσει ο κατά λάθος Μάγος;»
«Θέλει, λέει να σκοτώσει τον Άρχοντα. Πες μου, τώρα, δεν είναι αυτό χρήσιμο;»
«Ότι θα μπορέσει αυτός να σκοτώσει τον Άρχοντα των Ψυχών; Χα! Τρελάθηκες, αρχηγέ; Δεν τον αγγίζουν ούτε οι κορυφαίοι, και θα το κάνει ο μικρός;»
«Θα τον εκπαιδεύσω όσο πάει, και μετά θα τον στείλω σε εκείνον. Ο Άρχοντας δεν θα τον σκοτώσει. Είναι παιδί».
«Ναι, λες και κάνει τέτοιες διακρίσεις. Και, τι θα κερδίσεις με αυτό;»
«Αν ο Άρχοντας τον εμπιστευθεί, θα έχουμε έναν πολύ καλό κατάσκοπο».
Ο Μάιλο άκουγε τη συζήτηση με κομμένη την ανάσα. Αυτός είναι ο σκοπός του; Να εκμεταλλευτεί την αποστολή μου; Ώστε έτσι… αν θες να παίξουμε έτσι, τότε θα πρέπει να ξέρεις πως ένα τέτοιο παιχνίδι είναι για δυο.
Ο Νικ ξεκίνησε να εκπαιδεύει τον Μάιλο την επόμενη κιόλας μέρα. Ο έφηβος, από μέρος του, παρίστανε πως δεν είχε ακούσει τίποτα το περασμένο απόγευμα. Είχε κι εκείνος ένα σχέδιο. Έπρεπε, απλώς, να φαίνεται φυσιολογικός.
Η εκπαίδευση του Νικ ξεκινούσε με αυτοσυγκέντρωση. Ο Μάιλο έπρεπε να είναι αρκετά ήρεμος ώστε να συγκεντρώσει όλα του τα συναισθήματα στα χέρια του, μετατρέποντάς τα σε Μαγεία. Προσπαθούσε ώρες να ακολουθήσει τις οδηγίες που του δόθηκαν, αλλά το περισσότερο που μπόρεσε να κάνει, ήταν να εμφανίσει μια αχνή λάμψη γύρω από τις γροθιές του.
«Μα τι κάνω τόσο λάθος πια;» ρώτησε και πήρε το παγούρι από τα χέρια του Νικ.
«Η Μαγεία δεν μαθεύεται εύκολα αν δεν ζεις σε ένα περιβάλλον γεμάτο Μάγους. Για πρωτάρης τα πας καλύτερα από τους περισσότερους. Τι λες, είσαι έτοιμος να συνεχίσεις;»
Ο Μάιλο κατένευσε και σηκώθηκε από το γρασίδι. Προσπάθησε αρκετές ακόμη φορές, χωρίς κάποιο καλό αποτέλεσμα. Ώσπου βράδιασε.
Πρέπει να μην σκέφτεσαι τίποτα. Άδειασε το μυαλό σου, και δέξου μόνο τα συναισθήματα που σε γεμίζουν εκείνη τη στιγμή, του είχε πει ο Νικ στην αρχή της ημέρας. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό του. Να ξεχάσει την ευθύνη του, τον Έλιοτ, την εκμετάλλευση του Νικ, το σπίτι του, τα πάντα. Τα έβγαλε όλα από το μυαλό του. Σκεπτόταν μόνο τα συναισθήματα που ήξερε. Και όσα από αυτά ένιωθε εκείνες τις μέρες, του φαινόταν πιο οικεία, πιο εύχρηστα. Θλίψη, τύψεις, φόβος, άγχος, νοσταλγία, μοναξιά… όσο επικεντρωνόταν σε εκείνα, τα χείλη του τρεμόπαιζαν και τα μάτια του βούρκωναν, όμως ταυτόχρονα, τα μικρά πυροτεχνήματα που χόρευαν στα χέρια του γινόταν λάμψη, και αυτή η λάμψη μετατρεπόταν σε φως, και σιγά σιγά σε κάτι αέρινο που έμοιαζε στερεό, σε Μαγεία.
«Όπως είσαι, ρίξε τη Μαγεία στο δέντρο μπροστά σου».
Ο Μάιλο άνοιξε τα υγρά μάτια του και κούνησε γρήγορα το χέρι του. Η Μαγεία που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει, όσο αδύναμη και αν ήταν, άνοιξε μια τρύπα στη μέση του κορμού ενός δέντρου.
Χλωμός και κουρασμένος, ο Μάιλο χαμογέλασε για πρώτη φορά από την αρχή του ταξιδιού του.
«Το έκανα… τα κατάφερα!»
«Ναι! Τα κατάφερες, μικρέ. Μπράβο σου. Δεν περίμενα να φτάσεις μέχρι εδώ σε μια μέρα! Θα έπρεπε να είσαι περήφανος».
Ο Νικ ανακάτεψε με τρυφερότητα τα μαλλιά του Μάιλο, ο οποίος ενέδωσε στην κίνηση πριν σκεφτεί πως εκείνος τον εξαπατούσε. Ήθελε, για λίγο, να απολαύσει το κατόρθωμά του, χωρίς να σκέφτεται τους κινδύνους και τα σχέδια.
«Πήγαινε να ξεκουραστείς, θα συνεχίσουμε αύριο. Καληνύχτα, Μάιλο».
«Καληνύχτα σας», απάντησε με μια ήρεμη έκφραση, και τον παρακολούθησε να φεύγει.
Έμεινε στην πίσω αυλή του ξενώνα για λίγη ώρα ακόμη, εξασκώντας το κόλπο που μόλις είχε μάθει. Αποφάσισε να σταματήσει, όταν άρχισε να ζαλίζεται. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει Μαγική Εξάντληση, οπότε κατευθύνθηκε προς τον ξενώνα και κοιμήθηκε. Δεν είδε το όνειρο με τις λάμψεις, ούτε εκείνη τη νύχτα, ούτε την επόμενη.
Η εξάσκηση του Μάιλο συνεχίστηκε για παραπάνω από τρεις εβδομάδες. Ήταν δύσκολη και απαιτητική, μερικές φορές επίπονη, όμως ήξερε πως το έκανε για καλό, οπότε δεν άφησε την αδύναμη πλευρά του εαυτού του να τον κυριεύσει. Μέσα σε εκείνον τον καιρό, ο Νικ φερόταν στον Μάιλο σαν να είναι γιος του, και αυτό δυσκόλευε πολύ το αγόρι. Δεν μπορούσε να φανταστεί, πως το μεγαλύτερο εμπόδιο στο σχέδιο του Μάιλο, θα ήταν ο ψυχολογικός παράγοντας. Θέλει να με εκμεταλλευτεί, ό,τι κι αν κάνει είναι ψεύτικο, έλεγε στον εαυτό του, μάταια. Κάθε φορά που ο Νικ του πείραζε τα μαλλιά, ή τον έσπρωχνε φιλικά, ή τον συμβούλευε και τον βοηθούσε, ο Μάιλο έβλεπε τη ζωή που ζήλευε, την πατρική στοργή που δεν ακούμπησε ποτέ του. Κανονικά, εάν όλα πήγαιναν όπως τα είχε σκεφτεί αρχικά, το σχέδιό του θα είχε τεθεί σε λειτουργία πριν από μια εβδομάδα.
«Έχεις κάτι, Μάιλο;» τον ρώτησε ο Νικ, όταν είχαν τελειώσει την εκπαίδευση μια συννεφιασμένη, κρύα νύχτα.
«Όχι, όχι», απάντησε σιγανά εκείνος.
«Σίγουρα; Θα πας να ξεκουραστείς τώρα, θα νιώσεις καλύτερα. Αλλά πριν από αυτό, ακολούθησε με», είπε και ο Μάιλο υπάκουσε. «Εδώ, έχω κάτι για εσένα».
Περπάτησαν μερικά βήματα μέχρι το σπίτι του Νικ, μέσα στο οποίο ο έφηβος δεν μπήκε. Ο Νικ βγήκε από το εκεί κρατώντας κάτι τετράγωνο, τυλιγμένο σε ένα πανί.
«Θέλω να πάρεις αυτό».
Ο άνδρας έδωσε το αγόρι αυτό που κρατούσε, κι εκείνος το ξεσκέπασε. Το πρόσωπό του έλαμψε.
«Ένα βιβλίο με ξόρκια;» αποκρίθηκε χαμογελαστά.
Ο Νικ κατένευσε. «Είσαι παραπάνω από έτοιμος να περάσεις σε αυτό το βήμα, πια. Είμαι περήφανος», ψιθύρισε και τον αγκάλιασε ελαφρά.
Αυτό, ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Μια αγκαλιά δεν ήταν ποτέ κάτι συνηθισμένο για εκείνον. Πάντα ήταν κάτι που αποζητούσε. Όμως, τώρα, που η μόνη ανθρώπινη επαφή που είχε ήταν η τυπική με τον Νικ, την χρειαζόταν. Ξαναγεννήθηκε, έτσι ένιωσε. Η αγωνία, η στεναχώρια, ο φόβος, όλα εξαφανίστηκαν για εκείνες τις λίγες, ανάλαφρες στιγμές που ο Μάιλο γραπώθηκε από το δερμάτινο παλτό του Νικ.
«Ευχαριστώ…» ψέλλισε, σχεδόν βουβά, και έσφιξε το δέρμα λίγο πιο πολύ στα δάχτυλά του. Συγκράτησε τον εαυτό του. Δεν του επέτρεψε να ελευθερώσει τα δάκρυα που συγκρατούσε.
Ο Νικ τον συνόδευσε στον ξενώνα μα εκείνος παρέμεινε στον πάνω όροφο. Είχε πει πως είχε επισκέπτη. Ο Μάιλο στήθηκε στο τρίτο σκαλοπάτι, κρυμμένος, για να ακούσει. Από όλη τη συζήτηση, μόνο μία πρόταση έμεινε στο μυαλό του.
«Ναι, με εμπιστεύεται πλήρως. Θα κάνει ό,τι του πω».
Δάγκωσε το χείλος του και εξέπνευσε. Ήξερε. Το ήξερε, πως όλα όσα συνέβαιναν ήταν ένα ψέμα, μια καλά στημένη θεατρική παράσταση. Γνώριζε πως όλα όσα τον έκαναν να νιώθει ασφαλή, θα έπρεπε να τον κάνουν να φοβάται. Καθυστερούσε να φύγει, γιατί προτιμούσε να πιστεύει σε ένα ωραίο ψέμα, παρά να αντιμετωπίσει μια σκληρή αλήθεια.
Εκείνη, όμως, ήταν η νύχτα που έπρεπε να κάνει πράξη την απόφασή του. Ο Νικ θα έκανε την κίνησή του σύντομα, αυτό φάνηκε από τη συζήτησή του. Ακόμη και από εκείνη τη μια πρόταση. Μάζεψε τα πράγματά του με μισή καρδιά και κάθισε στο πάτωμα, κρατώντας μια πένα και ένα κομμάτι χαρτί.
Έφυγε αφού έπεσε η νύχτα.
Με το ξημέρωμα, ο Νικ κατέβηκε στον ξενώνα για να ξυπνήσει τον Μάιλο. Το μόνο που βρήκε, όμως, ήταν ένα γράμμα. Το ξεδίπλωσε με μια κενή έκφραση, και κάθισε στο κρεβάτι για να το διαβάσει.
«Αγαπητέ Νικ,
Ήξερα από την αρχή το σχέδιό σου, το είχα ακούσει κατά λάθος. Δεν σου το κρατάω, αν και στην αρχή ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου. Είχα σχεδιάσει να εκμεταλλευτώ κι εγώ εσένα, ως αντίποινα, και να εξαφανιστώ μόλις μου μάθαινες τα βασικά για την Μαγεία. Όμως, δεν μπόρεσα να το κάνω. Είσαι ο πρώτος που με αντιμετώπισε σαν… φυσιολογικό; Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, συγγνώμη. Κανένας στη ζωή μου μέχρι τώρα δεν μου φέρθηκε όπως εσύ. Δεν με κοίταξες ποτέ περίεργα, δεν με μίσησες, εμένα που με μεγάλωσαν άνθρωποι, με εμπιστεύτηκες, παρόλο που το ένα μου μάτι παραμένει ανθρώπινο, παρόλο που δεν ήξερες τι ικανότητες μπορεί να έχω ή να μην έχω. Μου φέρθηκες φιλικά… σαν, πατέρας; Υποθέτω πως ναι. Σε ευχαριστώ για όλα. Αν δεν ήσουν εσύ, μπορεί και να μη ζούσα, πια. Δεν θέλω να θυμώσεις που εξαφανίστηκα χωρίς να πω αντίο, και σου χάλασα το σχέδιο, αλλά θα είναι λογικό αν το κάνεις. Όπως και να έχει… σε ευχαριστώ, Νικ. Για όλα.
Μάιλο».
Ο Νικ δίπλωσε ξανά το γράμμα και το έβαλε στην τσέπη του. Κάλυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Χαμογελούσε αχνά, πληγωμένα. Αυτό είναι το καλύτερο για εκείνον. Ελπίζω να είσαι καλά, Μάιλο.
Τη νύχτα, ο Μάιλο δεν έμεινε πουθενά για να ξεκουραστεί. Άφησε τον ξενώνα λίγο πριν τα μεσάνυχτα και περπατούσε μέχρι την αυγή. Αν έμενε να ξεκουραστεί κάπου, μόνος και απροστάτευτος, θα τον είχαν ξεσκίσει τα αγρίμια του δάσους. Η νύχτα ήταν επικίνδυνη, πολύ περισσότερο από όσο ήταν η ημέρα. Είχε διώξει, με ένα ξόρκι που πρόλαβε να διαβάσει πριν φύγει, δυο μικρούς χαολύκους και ένα κοπάδι από πεινασμένες νεράιδες.
Κουρασμένος και νυσταγμένος, κάθισε σε ένα ξέφωτο. Έβγαλε τον χάρτη του και κοίταξε το πού νόμιζε πως ήταν και το πού έπρεπε να φτάσει. Χρειαζόταν παραπάνω από πέντε μέρες ταξίδι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του. Αναστέναξε και κρέμασε το σώμα του προς τα μπρος. Τι θα κάνω αυτές τις πέντε νύχτες; Θα βγάλω όλη τη μέρα και τη νύχτα σήμερα άυπνος, δεν είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Αλλά αν χρειαστεί τουλάχιστον πέντε μέρες ακόμα, θα έχω πρόβλημα. Πρέπει να βρω κάποιο καταφύγιο… αλλά θα μετακινούμαι, οπότε ούτε αυτό δουλεύει… πρέπει να βρω ένα ξόρκι, ένα που θα με προστατεύει και όταν κοιμάμαι.
Άνοιξε το βιβλίο που του χάρισε ο Νικ. Ήταν γραμμένο στην αρχαία γλώσσα. Το μελάνι είχε ξεθωριάσει και το χαρτί είχε κιτρινίσει, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τον έφηβο. Είχε αντιμετωπίσει πολύ χειρότερα βιβλία στη ζωή του. Έψαξε το κεφάλαιο της αυτοπροστασίας και διάβασε όλα τα ξόρκια, κοιτώντας το καθένα εξονυχιστικά. Στις εβδομήντα-δύο σελίδες που διάβασε, μόνο τρία από τα ξόρκια ταίριαζαν με εκείνο που έψαχνε. Τα δύο από αυτά, ήταν πιο πολύπλοκα από αυτά που μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Οπότε, αποφάσισε να επικεντρωθεί στο να τελειοποιήσει το ένα, μόνο. Μέχρι να δύσει ο ήλιος, έκανε εξάσκηση στο ξέφωτο.
«Ήδη βράδιασε», ψιθύρισε στον εαυτό του. Δεν θα μπορέσω να το κάνω, απόψε. Θα το πάω σερί μέχρι αύριο το βράδυ.
Κι έτσι έκανε. Προχώρησε αποφασιστικός στη πορεία που έλεγε ο χάρτης, κρατώντας αυτόν και το φανάρι του στο χέρι. Όσο το σκοτάδι πύκνωνε, τόσο μαζευόταν κοντά του θηρευτές. Απώθησε όσα πλάσματα προσπάθησαν να του επιτεθούν τη νύχτα. Πάλεψε με μια Χίμαιρα, την οποία μετά από ώρα, κατάφερε να σκοτώσει, αν και βγήκε από τη μάχη πληγωμένος. Στύλωσε έναντι σε έναν βράχο, κρυμμένος από μια αλυσίδα ψηλών και χοντρών δέντρων, για να ξαποστάσει. Το χέρι του ήταν σκισμένο, από το μπράτσο μέχρι τον καρπό. Το γόνατό του είχε γδαρθεί, τα πλευρά του ήταν μάλλον μελανιασμένα, και μια γρατζουνιά μάτωνε το μέτωπό του. Πώς τα καταφέρνω έτσι κάθε φορά…
Δεν μπορούσε να θεραπεύσει τον εαυτό του, δεν ήξερε πώς. Δεν μπορούσε να ψάξει στο βιβλίο, δεν είχε τη δύναμη. Κάθισε για λίγο εκεί, περιμένοντας να σταματήσει η αιμορραγία από το μέτωπό του έστω, για να μπορεί να δει καλά. Τα μάτια του έκλειναν από την κούραση, αλλά δεν μπορούσε να μείνει εκεί. Η μυρωδιά του αίματος είχε ήδη προσελκύσει νεράιδες, τις οποίες ο Μάιλο έδιωξε με το φως του φαναριού του. Κάθε λογής πλάσμα θα μπορούσε να του επιτεθεί, τώρα. Οπότε, συνέχισε. Το ίδιο αποφασιστικός με την αρχή της νύχτας, αν και τώρα, ο βηματισμός του ήταν πιο αργός και ασταθής.
Είχε πει στον εαυτό του πως δεν θα σταματούσε μέχρι να βρει κάποιο ξέφωτο. Τα πυκνά δέντρα, οι φυλλωσιές και οι θάμνοι ήταν επικίνδυνα. Δεν περίμενε πως με την καθυστέρηση λόγω των τραυμάτων του, θα έφτανε το ηλιοβασίλεμα για να μπορέσει να φτάσει στο ξέφωτο. Ταξιδεύω εδώ και μια μέρα… δοκίμασα αρκετές φορές το ξόρκι αλλά δεν πέτυχε καμία, σκέφτηκε, πίνοντας και τις τελευταίες γουλιές νερού από το παγούρι του. Πρέπει να βρω το ποτάμι… ίσως έπρεπε να είχα μείνει μαζί με τον Νικ. Δεν μου αρέσει να είμαι μόνος…
Έβγαλε από τη τσάντα του το περιδέραιο της Βασιλικής Οικογένειας. Ήταν η πρώτη φορά που το κοιτούσε από τότε που έφυγε. Το έσφιξε στα χέρια του, το έφερε κοντά στο στήθος του. Ακόμη κι αν δεν με ήθελαν εκεί, ακόμα κι αν δεν ήμουν ποτέ ασφαλής, τουλάχιστον δεν ήμουν μόνος μου.
Ένας σιγανός θόρυβος ακούστηκε από τους θάμνους, και ο Μάιλο τίναξε το κεφάλι του προς τα εκεί. Ο ήλιος έδυε, αλλά το σκοτάδι δεν είχε πέσει ακόμα. Από τους ψηλούς μα διάσπαρτους θάμνους, ξεπήδησε ένα πτηνό. Τα φτερά του ξεκινούσαν γαλάζια και κατέληγαν σε ένα βαθύ μπλε, το ίδιο και το ράμφος του. Βλέποντάς το, ο Μάιλο αναστέναξε με ανακούφιση. Εκείνο, όμως, πέταξε γρήγορα και άρπαξε το μενταγιόν από τα χέρια του Μάιλο, με τα πόδια του.
«Έι! Έλα πίσω!» φώναξε το αγόρι και έτρεξε πίσω του, προσπαθώντας να το προλάβει.
Το πτηνό είχε καθίσει κοντά στο χείλος ενός γκρεμού. Ο Μάιλο το πλησίασε με σταθερές και αργές κινήσεις.
«Κάτσε εκεί…» ψέλλισε, «δεν θα σε πειράξω».
Ήταν κοντά του, τώρα. Σε απόσταση αναπνοής, τόσο από εκείνο, όσο και από τον γκρεμό. Το πουλί τίναξε τα φτερά του και ανυψώθηκε.
«Όχι, μη…»
Άφησε το περιδέραιο να πέσει από τα πόδια του στον γκρεμό.
«Όχι!»
Ο Μάιλο, χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε, με το χέρι του απλωμένο, και πήδηξε από τον γκρεμό. Η αλυσίδα του μενταγιόν μπλέχτηκε στα δάχτυλά του κι εκείνος την έπιασε γερά, και αγκάλιασε σφιχτά τη χάντρα που είχε το έμβλημα του Βασιλείου χαραγμένη πάνω της. Κι έπεσε.
Comments