top of page

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 2

  • Writer: Αναστασία Σκούλη
    Αναστασία Σκούλη
  • Aug 25, 2020
  • 16 min read

«Δεν θέλεις να πας, έτσι δεν είναι;» ο ιππότης ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη του Μάιλο.

«Εσύ θέλεις;» ρώτησε εκείνος, χωρίς να περιμένει απάντηση «Πώς σε λένε;»

«Ονομάζομαι Έλιοτ Λανς, Πρίγκιπα».

«Ωραίο όνομα, ταιριάζει σε ιππότη», το αγόρι χαμογέλασε αχνά «Όμως, λέγε με Μάιλο, όχι Πρίγκιπα». Εξάλλου δεν νομίζω να μετράω ως πρίγκιπας.

«Μάλιστα», είπε ο Έλιοτ και ανέβηκε στο άλογό του «Η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ θέλω να ρισκάρω τη ζωή μου, αλλά αυτή η επιθυμία πέθανε όταν έγινα ιππότης».

Ο Μάιλο δεν του απάντησε. Ανέβηκε κι εκείνος στο άλογό του, ακολουθώντας τις κινήσεις του Έλιοτ, και κοίταξε μια τελευταία φορά το Παλάτι.

Είχαν φύγει από την πίσω είσοδο των κήπων, τα χωράφια θα έδιναν τη θέση τους στην αρχή των Δασών των Λαβύρινθων.

Προσπαθούσε να κρατήσει τα μάτια του στεγνά όσο ευχόταν να μπορούσε να γυρίσει πίσω, να κατέβει από το άλογο, να διασχίσει τις πύλες του κάστρου και να βρει την οικογένειά του. Ή τουλάχιστον, όποια μέλη αυτής τον ήθελαν πίσω. Όμως δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Έντονος φόβος γράπωσε την καρδιά του και ξεροκατάπιε, πήρε γρήγορα τη σκέψη του μακριά από το Παλάτι και κάλυψε το στόμα του. Καταπολέμησε μερικά δάκρυα που απειλούσαν να το σκάσουν από τα μάτια του. Δεν τα άφησε να τρέξουν στα μάγουλά του.

«Είσαι καλά;»

Η ερώτηση του Έλιοτ τον έπιασε εξ απήνης, και του πήρε μερικές στιγμές να απαντήσει.

«Εμ, ναι, είμαι μια χαρά». Σιγουρεύτηκε πως τα μάτια του ήταν στεγνά πριν γυρίσει να τον κοιτάξει, χαμογελώντας. Θεοί μου, είμαι για λύπηση. Ως διάδοχος δεν έπρεπε να κλαίει. Ακόμη και αν ο διάδοχος αυτός ήταν μελλοθάνατος. «Ας ξεκινήσουμε, πρέπει να βρούμε και ένα μέρος να περάσουμε τη νύχτα».

Ήταν ήδη μεσημέρι όταν ξεκίνησαν, και ο Ήλιος συνέχιζε να κουνιέται, ώσπου ήταν ήδη σχεδόν σούρουπο όταν έφτασαν στην είσοδο των Δασών των Λαβυρίνθων. Ξύλινες ταμπέλες γεμάτες αρχαία σύμβολα και γρατζουνιές από ζώα, έγραφαν προειδοποιήσεις. Μία από αυτές είχε χαραγμένη μια πυξίδα. Ο Μάιλο, που ήταν λίγο πιο μπροστά από τον Έλιοτ, σταμάτησε το άλογό του και τράβηξε την τσάντα του μπροστά. Την άνοιξε, και έβγαλε από μέσα έναν κιτρινισμένο χάρτη.

«Εντάξει», μουρμούρισε, «αυτή είναι η Δυτική Είσοδος». Ακολούθησε με τα μάτια του κάποια ζωγραφισμένα μονοπάτια. «Εμ…»

«Δως’ το μου να το δω».

«Καλή ιδέα», αναστέναξε και πέταξε τον χάρτη στον ιππότη με μια απαλή κίνηση.

«Ωραία, λοιπόν, αυτή είναι η Δυτική Είσοδος, όπως είπες». Έκανε μια διαδρομή στο χαρτί με το δάχτυλό του. «Εδώ», έδειξε στον Μάιλο ένα σημείο, «υπάρχει ένα ξέφωτο. Και εδώ, αν ο χάρτης είναι ενημερωμένος, υπάρχει ένας ξενώνας».

«Και θα πάμε εκεί;»

«Ναι», είπε, και πάσαρε τον χάρτη πίσω στον Μάιλο. Κοίταξε τα κοράκια που πετούσαν από πάνω τους, κραυγάζοντας κάθε τόσο, «Και πρέπει να φτάσουμε πριν νυχτώσει».

Όταν ο Μάιλο άνοιξε ξανά τον χάρτη, παρατήρησε μουτζουρωμένα γράμματα δίπλα από το σημείο που βρισκόταν ο ξενώνας. «Κάτι γράφει δίπλα στον ξενώνα, αλλά είναι μουτζουρωμένο και δεν μπορώ να το διαβάσω», είπε.

Ο Έλιοτ απλώς ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα είναι το όνομά του». Αγνόησε την παρατήρηση του Πρίγκιπα και κλώτσησε ελαφρά το άλογο, κάνοντάς το να προχωρήσει γρηγορότερα.

Καθώς τα δέντρα πλησίαζαν μεταξύ τους, το πάχος των φύλλων τους, έκρυβε το φως του ήλιου που πλέον έδυε. Τα μονοπάτια του δάσους όλο και σκοτείνιαζαν. Το κελάηδημα των πουλιών λιγόστευε συνεχώς, ανατριχιαστικοί ήχοι συριγμών το αντικαθιστούσαν. Ο Έλιοτ άναψε ένα φαναράκι. Οι σκιές των δέντρων απομακρύνονταν από το φως που έβγαζε.

Ο Έλιοτ κοίταξε τον χάρτη. Αν όλα είχαν πάει καλά έως τότε, δεν θα τους έπαιρνε παραπάνω από δέκα λεπτά να φτάσουν στον ξενώνα. «Σχεδόν φτάσαμε», είπε.

Ο Μάιλο ανατρίχιασε ξαφνικά. Έσφιξε το χαλινάρι και το άλογο παραπονέθηκε, σταμάτησε να προχωρά, όχι εξαιτίας της πράξης του αγοριού, αλλά εξαιτίας των ψίθυρων που ακουγόταν. Ο ήχος έμοιαζε να είναι κοντά τους, όμως δεν έβλεπαν κανέναν.

«Έλιοτ, νομίζω πως αυτή είναι μια καλή στιγμή να κάνεις τον ιππότη».

«Δεν είναι τίποτα, είμαι σίγουρος». Κατέβηκε από το άλογό του και έκανε μερικά βήματα προς τα μπρος. Περπάτησε αργά και προσεκτικά, και προπαντός ήσυχα, προς τους θάμνους που κύκλωναν εκείνον και τον Μάιλο, φωτίζοντας τριγύρω με το φανάρι.

Με ένα σφύριγμα του ανέμου, οι ψίθυροι αντικαταστάθηκαν από τον ήχο πεταρίσματος. Όσο ο Έλιοτ πλησίαζε το φως στα φυτά, καταλάβαινε πως οι θάμνοι, ήταν στην πραγματικότητα ομάδες νεράιδων, που ψιθύριζαν ασυναρτησίες. Τα μικροσκοπικά πλάσματα πέταξαν προς τα πάνω, τρομαγμένα από το φως, και δημιούργησαν έναν χαοτικό θόρυβο, αποτελούμενο από ψίθυρους, φτερουγίσματα και στριγκλιές. Ο Έλιοτ έτρεξε πίσω στο άλογό του, που σήκωνε τα μπροστινά του πόδια και τίναζε τα πίσω, το κράτησε από το χαλινάρι και προσπάθησε να το ησυχάσει. Ο Μάιλο πάγωσε, έμεινε ακίνητος χωρίς να έχει την δύναμη να φωνάξει ή να προστατευτεί.

Οι νεράιδες πετούσαν αριστερά και δεξιά, πάνω από τα κεφάλια τους, ανάμεσά τους, φωνάζοντας λέξεις που μόνο εκείνες καταλάβαιναν, ώσπου τελικά η σκηνή που θύμιζε χιονοθύελλα διαλύθηκε, και τα φρικτά πλάσματα πέταξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν ανατριχιαστική. Το μόνο που ακουγόταν τώρα ήταν το θρόισμα των φύλλων στο αεράκι και οι γρήγορες ανάσες των νεαρών.

«Αυτά, ήταν νεράιδες;»

Στην ερώτηση του Έλιοτ, ο πρίγκιπας κατάφερε επιτέλους να κουνηθεί.

«Ναι… ύπουλα πλάσματα, αν δεν τις τρόμαζες με το φως και μπαίναμε στην περιοχή τους, μπορεί να ήμασταν ήδη νεκροί».

«Ας προχωρήσουμε, δεν θέλω να μείνω εδώ άλλο», σχολίασε ο ιππότης και ξεκίνησε να περπατάει, προσπαθώντας ακόμη να ηρεμίσει το άλογο που αντιστεκόταν.

Όσο το άλογο ανέβαζε την ταχύτητά του, τόσο πιο πολύ χτυπούσε ο αέρας το πρόσωπο του Μάιλο. Δεν τον πείραζε, όμως. Ένιωθε πως το χρειαζόταν. Εκείνη η μέρα παραήταν δύσκολη για εκείνον. Η ρουτίνα του ήταν απαράλλαχτη και κυρίως, ήρεμη. Η μετάβαση ήταν απότομη. Σχεδόν στεναχωρήθηκε όταν έφτασαν στον ξενώνα. Δεν θα τον πείραζε να τρέξει λίγο παραπάνω στο δάσος.

«Δεν υπάρχει γυρισμός».

Άκουσε τον ψίθυρο του Έλιοτ και η συνειδητοποίηση αυτή του φάνηκε σαν μπουνιά στο στομάχι. Ξαφνικά ένιωσε σαν χαζός, δεν θα έπρεπε να τον είχε ξαφνιάσει τόσο. Ήξερε πως δεν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω, ήξερε πως δεν υπήρχε ελπίδα. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να προχωράει.

Ή ίσως όχι. Ίσως υπήρχε τρόπος να αποφύγει την κατάσταση.

Με τα μάτια του ορθάνοιχτα, γύρισε στον Έλιοτ.

«Να φύγουμε μακριά», είπε.

«Τι;»

«Να φύγουμε μακριά. Μπορούμε να βγούμε από το δάσος και να ξεφύγουμε σε ένα άλλο βασίλειο –κάπου όπου οι Αρχαίοι Νόμοι δεν θα μας αγγίζουν. Έτσι, μπορείς να σωθείς κι εσύ. Και εγώ θα μπορέσω να ζήσω. Θα μπορέσουμε όλοι να ζήσουμε φυσιολογικά».

«Σαν φυγάδες;»

«Τι;»

«Μάιλο, αν φύγουμε από το Λούκις, εμένα μπορεί να μην με αναγνωρίσουν, αλλά εσύ είσαι ο πρίγκιπας. Έστω και σε λίγους ανθρώπους, είσαι γνωστός. Αν κάποιος σε δει και σε αναφέρει στον Βασιλιά, θα θεωρηθείς προδότης. Θα είσαι φυγάς, και εγώ το ίδιο». Ο τόνος της φωνής του ήταν σοβαρός, και το βλέμμα του αυστηρό. «Πάμε μέσα», είπε και περπάτησε προς την πόρτα του μικρού, ξύλινου σπιτιού, αφήνοντας τον Μάιλο πίσω του.

Το αγόρι φόρεσε ένα λυπημένο χαμόγελο. Το ήξερε. Ήξερε πως δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. Δεν μπορούσε να ξεφύγει ούτε από την αποστολή του ούτε από εκείνο το καταραμένο δάσος. Θα πέθαινε, ό,τι και αν έκανε. Δεν μπορούσε να προδώσει το σπίτι του, την οικογένειά του, την Ιερή Αποστολή του. Ξαφνικά, δεν μπορούσε να περπατήσει, δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Απλά άφησε ένα δάκρυ να κυλίσει στο μάγουλό του σιωπηλός, πριν κάνει το πρώτο του βήμα προς τον ξενώνα. Το σώμα του, του φαινόταν βαρύ, ένιωθε σαν να μη μπορεί να σηκώσει τα πόδια του.

Συνέχισε, παρόλα αυτά, μέχρι που αντίκρισε μια γυναίκα με ανοιχτό δέρμα και μακριά μαλλιά, στο χρώμα των βελανιδιών.

«Καλώς ήρθατε, κουρασμένοι ταξιδιώτες. Τι μπορώ να κάνω για εσάς;»

«Θέλουμε ένα δωμάτιο να περάσουμε την νύχτα», είπε ο Έλιοτ, παίρνοντας ένα βήμα μπροστά.

«Βεβαίως, ακολουθήστε με».

Οι δυο τους ακολούθησαν τη γυναίκα και ο Μάιλο παρατήρησε, στους αμυδρά φωτισμένους διαδρόμους, πως όλες οι πόρτες ήταν ξεκλειδωμένες, ανοιχτές. Εκτός από μια.

«Αυτό είναι το δωμάτιο που θα μοιραστείτε, κουρασμένοι μου ταξιδιώτες».

Η γυναίκα φόρεσε ένα πλατύ χαμόγελο και έβγαλε από την τσέπη της ένα παλιό κλειδί. Το πόμολο ήταν σκουριασμένο, και η πόρτα έτριζε ανατριχιαστικά όσο άνοιγε. Οι άκρες της γρατζούνιζαν το πάτωμα.

«Καλή σας ξεκούραση, ταξιδιώτες».

Κλείνοντας την πόρτα με δύναμη, τους άφησε μόνους.

Το δωμάτιο ήταν μικρό, με το ζόρι χωρούσε δυο κρεβάτια και μια ντουλάπα, μαζί με ένα μικρό τραπέζι και δυο καρέκλες. Το παράθυρο ήταν χαμηλό, οι κουρτίνες του παλιές και ξεθωριασμένες. Οι ξύλινοι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε μια απαλή καφέ απόχρωση, πιο ανοιχτή από το σκληρό χρώμα του ξύλου.

«Δεν σου φάνηκε λίγο… περίεργη;» ο Μάιλο κοιτούσε έξω από το παράθυρο, το σκοτεινό σκηνικό.

«Έχει ξενώνα στα Δάση των Λαβυρίνθων, εγώ την περίμενα πιο περίεργη». Ο Έλιοτ γέλασε και σηκώθηκε. «Θα πάω να πάρω τα πράγματά μας από τα άλογα», είπε και περπάτησε προς την πόρτα. Έπιασε το πόμολο και το γύρισε, γεμίζοντας έτσι την παλάμη του με κομμάτια σκουριάς. Το γύρισε ξανά, το ταρακούνησε. «Δεν… δεν ανοίγει».

«Μας κλείδωσε μέσα», ψιθύρισε ο Μάιλο. Κοίταξε βιαστικά τριγύρω πριν πιάσει μία από τις καρέκλες. Την χτύπησε με δύναμη στο παράθυρο. Η καρέκλα έσπασε, το τζάμι όμως όχι. «Αποκλείεται…»

Η τρομαγμένη έκφραση του Μάιλο, έκανε τον Έλιοτ να τρέμει. Ήταν ιππότης. Είχε σκοτώσει αλλά και είχε σώσει ανθρώπους στο παρελθόν. Δεν φοβόταν μήπως πληγωθεί, όχι. Φοβόταν πως δεν ήταν ικανός να εκπληρώσει την αποστολή του προστατεύοντας τον πρίγκιπα. Αυτό τον τρομοκρατούσε, και για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε πώς δεν ήταν αρκετός. Πάντοτε πολεμούσε με συμμάχους δίπλα του, όμως τώρα ήταν μόνος του. Τώρα, έπρεπε να γίνει κάτι παραπάνω από τον δεύτερο καλύτερο ιππότη του Βασιλείου. Έπρεπε να γίνει κάποιος που μπορούσε να προστατεύσει τους γύρω του μόνος του.

Τράβηξε το σπαθί του από το θηκάρι του, πήρε μια βαθιά ανάσα και το κούνησε γρήγορα προς την πόρτα. Ο Μάιλο τινάχτηκε στον ήχο, έκλεισε τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε, παρατήρησε πως δεν υπήρχε ούτε μια γρατζουνιά στο ξύλο. Ο Έλιοτ φώναξε απογοητευμένος. Είχε θυμώσει, ένιωθε τόσο άχρηστος.

«Έλιοτ, θα σε βοηθήσω και εγώ», ο πρίγκιπας έβγαλε και εκείνος το σπαθί του, παρόλο που ήταν φοβισμένος. «Αν συνεχίσουμε να χτυπάμε την πόρτα, ίσως κάνει ζημιά».

Ο ιππότης τον κοίταξε αγριεμένος, όμως γρήγορα αναστέναξε και χαμογέλασε ελαφρά. «Σ’ ευχαριστώ».

«Δεν κάνει καμιά διαφορά!» φώναξε ο Μάιλο ταλαιπωρημένα, μετά από κάμποση ώρα.

Ο Μάιλο έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Ήταν μάλλον παραπάνω τρομαγμένος από ότι νόμιζε, αλλά δεν τολμούσε να το δείξει. Δεν άφηνε τον εαυτό του να τρέμει. Ευχόταν να μπορούσε να διαγράψει τις σκέψεις του, τις μισούσε. Τον έκαναν ακόμη πιο αδύναμο από όσο ήταν ήδη. Μισούσε τον εαυτό του που σκεφτόταν πως φοβόταν. Ήταν πρίγκιπας. Είχε μια αποστολή να φέρει εις πέρας. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να φοβάται. Ήταν λάθος. Παρόλα αυτά, το δειλό μέρος του εαυτού του, ακόμη σκεφτόταν, αν με είχε ακούσει ο Έλιοτ πριν, δεν θα ήμασταν σε αυτή την κατάσταση τώρα. Θα ήμασταν προδότες, αλλά θα είχαμε περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης.

«Μάιλο». Ψέλλισε ο Έλιοτ και του έκανε νόημα με το χέρι του ώστε να πλησιάσει. Στην εκκωφαντική σιωπή του δωματίου, ο ήχος πατημασιών που πλησίαζαν μπορούσε να ακουστεί από έξω. Ο ήχος, σταμάτησε μπροστά από την πόρτα τους.

Ο Μάιλο και ο Έλιοτ κοιτούσαν την πόρτα με κομμένη την ανάσα. Άκουσαν το κλειδί να γυρνάει. Με έντονο θόρυβο, η πόρτα άνοιξε.

«Κάνατε πολλή φασαρία, δεν ήταν ευχάριστο, ταξιδιώτες». Το βλέμμα της ήταν απειλητικό και το χαμόγελο που φορούσε πριν, είχε εξαφανιστεί. «Πρέπει να μείνετε εδώ απόψε, και οι δυο, ειδάλλως το ξόρκι δεν θα δουλέψει. Τώρα, κάντε ησυχία», γρύλισε.

Η γυναίκα γύρισε για να φύγει, όμως ο Έλιοτ τη σημάδεψε με το σπαθί του, ακουμπώντας το ελάχιστα στον σβέρκο της. Μια σταγόνα αίμα κύλισε και λέρωσε το γαλάζιο φόρεμά της.

«Άφησέ μας να φύγουμε, ή δεν θα διστάσω να σε σκοτώσω».

Ο Μάιλο πισωπάτησε, καθώς η γυναίκα γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω. Ο Έλιοτ ανατρίχιασε, αλλά δεν κούνησε το σπαθί του.

Ακούστηκε ένας ξαφνικός γδούπος, και με μία απίστευτα γρήγορη κίνηση, ή μάλλον, χωρίς να κάνει καμία κίνηση, η Μάγισσα είχε εξαφανιστεί από μπροστά τους και ο Έλιοτ βρέθηκε κολλημένος στον τοίχο. Τα δάχτυλά της ήταν περασμένα στο λαιμό του. Προσπαθούσε να αναπνεύσει, καθώς γρατζουνούσε επίμονα τα χέρια της και χτυπούσε τα πόδια του στο ξύλο.

Ο Μάιλο δεν μπορούσε να κουνηθεί. Είχε παλέψει μόνο με τον δάσκαλο και τους αδερφούς του μέχρι τώρα, χωρίς να μπορέσει να νικήσει κανέναν, και η γυναίκα μπροστά του ήταν ένα πλάσμα που ούτε ο Έλιοτ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. Ο Έλιοτ, ο δεύτερος καλύτερος ιππότης της φρουράς του πατέρα του. Δεν θα μπορούσε να βοηθήσει. Αυτό σκεφτόταν τουλάχιστον, μέχρι τα μάτια του πρίγκιπα να συναντήσουν αυτά του ιππότη.

Το σώμα του ξεπάγωσε. Σίγουρα, δεν μπορούσε να βοηθήσει τον Έλιοτ. Όμως, τι είδους πρίγκιπας θα ήταν, αν δεν υπερασπιζόταν τους ανθρώπους του;

Έπιασε το σπαθί του με τρεμάμενα χέρια. Προχώρησε με ένα μικρό βήμα, και μετά άλλο ένα. Η απόσταση που έπρεπε να καλύψει δεν ήταν μεγάλη. Μερικά βήματα ακόμη, έλεγε στον εαυτό του. Κοιτούσε προς τα κάτω, δεν ήθελε να βλέπει την Μάγισσα. Έριξε, όμως, μια κλεφτή ματιά στον Έλιοτ, πριν τρέξει προς την γυναίκα, σηκώνοντας το σπαθί του.

Πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, η Μάγισσα τον στραγγάλιζε, κολλώντας τον στο πάτωμα, όπως έκανε προηγουμένως με τον Έλιοτ.

«Εσύ είσαι ο πρίγκιπας, έτσι;» η φωνή της ακούστηκε φιδίσια.

Έβαλε περισσότερη πίεση στα χέρια της, και ο Μάιλο ένιωσε το κεφάλι του να καίει. Νόμιζε πως θα εκραγεί. Προσπαθούσε να αναπνεύσει αλλά δεν μπορούσε. Ανοιγόκλεινε το στόμα του με μανία, χωρίς αποτέλεσμα.

Η γυναίκα σηκώθηκε όρθια πριν ο Μάιλο φτάσει σε σημείο να χάσει τις αισθήσεις του.

«Τώρα, κάντε ησυχία», είπε και βγήκε από το δωμάτιο, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της.

Ο ιππότης και ο πρίγκιπας έπαιρναν γρήγορες, κοφτές ανάσες, ξαπλωμένοι στο ξύλινο πάτωμα.

Ο Μάιλο έκλαιγε χωρίς να βγάζει ήχο.

«Ε… έπρεπε να είχαμε φύγει…» ψέλλισε αδύναμα το αγόρι, μετά από μερικά λεπτά απόλυτης σιωπής, όταν ένιωσε πως πλέον θα μπορούσε να μιλήσει κανονικά.

«Μάιλο».

«Έπρεπε να με είχες ακούσει».

«Όχι, άκου-»

«Εσύ φταις που είμαστε παγιδευμένοι τώρα! Χορέψαμε με τον Θάνατο και φταις εσύ για αυτό!»

«Σκάσε!»

Ο Μάιλο χαμήλωσε το βλέμμα του, όμως ακόμη φορούσε μια θυμωμένη έκφραση.

«Ηρέμισε. Κανένας μας δεν θα πεθάνει. Θα φύγουμε από εδώ». Ο Έλιοτ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και συνέχισε: «Δεν θα μείνουμε εδώ. Θα βρούμε τρόπο να φύγουμε».

«Πώς; Κατάλαβες τι έγινε; Εκείνο το τέρας μόλις-»

«Μάιλο!»

Το αγόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, έξαλλο. Όμως, είδε το χρώμα του Έλιοτ, και τα γουρλωμένα μάτια του, και ένιωσε τις τύψεις να σφραγίζουν τον λαιμό του. Άφησε έναν βαρύ αναστεναγμό, σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από εκείνο το άβολο συναίσθημα.

«Συγνώμη. Λυπάμαι», μουρμούρισε.

Ο ιππότης ήταν έτοιμος να απαντήσει «θα έπρεπε», όμως το κατάπιε. Το να μαλώνουν μεταξύ τους ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουν τώρα.

«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο πρίγκιπας, ανασηκώνοντας ελάχιστα το βλέμμα του.

«Σκεφτόμαστε τρόπους διαφυγής».

Τα μάτια του Μάιλο χοροπηδούσαν σε διάφορες γωνίες του δωματίου, στα πόδια του, στις λασπωμένες μπότες του Έλιοτ, στα χέρια του, που έτρεμαν ακόμα. Εστίασε, όμως, στο ξύλο κάτω από το παράθυρο, όταν παρατήρησε εκεί κάτι σχεδιασμένο. Σηκώθηκε αργά, ένιωθε τα πόδια του σαν να ήταν λαστιχένια, σαν να ήταν έτοιμος να πέσει ανά πάσα στιγμή. Παρόλα αυτά, περπάτησε μέχρι το παράθυρο, γονάτισε, και πέρασε το χέρι του από τις γρατζουνιές στο ξύλο. Τα ανάγλυφα σχέδια ήταν γράμματα.

«Είναι η αρχαία αλφαβήτα», ψιθύρισε.

Ο Έλιοτ σηκώθηκε κατευθείαν. «Τι; Και; Μπορείς να το διαβάσεις;»

«Μπορώ να προσπαθήσω».

Χαϊδεύοντας απαλά τα γράμματα, ο Μάιλο επανέφερε στο μυαλό του όλα εκείνα τα βιβλία που είχε διαβάσει τρία χρόνια νωρίτερα, όταν ο αδερφός του είχε φύγει για την αποστολή του. Πριν φύγει, ο Ντέιβιντ του είχε πει πως Τα Δάση έκρυβαν πολλά αρχαία μυστικά, και πως θα ήθελε να ανακαλύψει όλους τους θησαυρούς που είχαν χαθεί εκεί, οπότε ο Μάιλο μελετούσε μόνος του την γλώσσα. Όταν γυρίσει ο Ντέιβιντ, θα πάμε μαζί να βρούμε τους θησαυρούς, σκεφτόταν τότε. Παράτησε την αρχαία γλώσσα, όμως, όταν βρέθηκε το άψυχο σώμα του αδερφού του. Δεν άνοιξε ξανά εκείνα τα βιβλία.

Έδιωξε τις επίπονες αναμνήσεις από το μυαλό του και συγκεντρώθηκε. «Η Μάγισσα πρέπει να είναι καταραμένη», είπε. «Οι τελευταίες ψυχές κάτω από το φως της πανσέληνου θα σφραγίσουν τη στερημένη ελευθερία».

«Αύριο είναι πανσέληνος…» ψέλλισε ο Έλιοτ. «Γι αυτό μας θέλει εδώ. Είπε ότι πρέπει να μείνουμε εδώ και οι δυο, οπότε μας χρειάζεται ζωντανούς μέχρι αύριο. Άρα…» ο Έλιοτ σηκώθηκε αργά στα πόδια του, φορώντας ένα πονηρό χαμόγελο.

«Άρα, τι, Έλιοτ;»

«Άρα, αν κάποιος από εμάς πεθάνει απόψε, αναγκαστικά θα έρθει εδώ. Θα ανοίξει την πόρτα. Και τότε εσύ θα φύγεις».

«Τι εννοείς;» ρώτησε ψιθυριστά ο Μάιλο «Δεν θα πεθάνεις. Δεν θα… όχι, περίμενε, έχεις δίκιο. Δεν είναι ανάγκη να πεθάνει κάποιος. Αν ένας από εμάς τραυματιστεί αρκετά ώστε να κάνει την Μάγισσα να έρθει εδώ, τότε κάποιος άλλος μπορεί να την σκοτώσει».

«Πώς;»

«Το έχω διαβάσει. Μια από τις βασικές ιδιότητες των Μάγων είναι η ίαση. Θα έρθει να θεραπεύσει και τότε θα την χτυπήσουμε πισώπλατα. Δεν θα αφήσει κανέναν από εμάς να πεθάνει πριν την πανσέληνο», εξήγησε ο Μάιλο.

«Όμως, Μάιλο, υπάρχουν δυο σκληροί ρόλοι σε αυτό το σχέδιο. Κάποιος θα πρέπει να σκοτώσει και κάποιος να πληγωθεί, κι αυτό αρκετά σοβαρά ώστε να έρθει εδώ η Μάγισσα».

Η παρατήρηση του Έλιοτ δεν έφερε καμία έκπληξη στον πρίγκιπα. Το είχε ήδη σκεφτεί αυτό. Τώρα χώριζε στο μυαλό του ρόλους.

«Το ξέρω, δεν είναι καλό σχέδιο, αλλά είναι το μόνο που έχουμε». Σηκώθηκε, κοιτώντας ακόμη τα γράμματα σκαλισμένα στο ξύλο. «Νομίζω ότι ο μόνος από εμάς που είναι ικανός να την σκοτώσει είσαι εσύ», είπε, νεύοντας στον Έλιοτ. «Και τον τραυματισμό θα τον αναλάβω εγώ».

«Είσαι σίγουρος;»

«Όχι».

Δεν ήταν σίγουρος, καθόλου μάλιστα. Το μυαλό του ούρλιαζε να μην το κάνει. Φώναζε ότι πολλά πράγματα μπορούσαν να πάνε στραβά. Παρόλα αυτά, ήξερε πως δεν υπήρχε άλλη λύση, ούτε χρόνος να σκεφτεί κάτι άλλο. Έπρεπε να καταπιεί τον φόβο του. Δεν μπορούσε να πεθάνει εκεί. Δεν του το επέτρεπε η περηφάνια του. Έπρεπε να φτάσει μέχρι τον Άρχοντα των Ψυχών. Ήξερε ότι δεν είχε πολλές πιθανότητες να επιβιώσει μέχρι τότε, όμως δεν μπορούσε να πεθάνει τόσο νωρίς. Δεν θα μπορούσε όμως ούτε να σκοτώσει κάποιον. Ήταν τόσο εκνευρισμένος με τον αδύναμο εαυτό του, που δεν μπορούσε ούτε να υπερασπιστεί τη ζωή του, ώστε οι γροθιές του πλέον έτρεμαν από θυμό, όχι φόβο.

«Και… αν δεν έρθει;» ρώτησε με σοβαρότητα ο Έλιοτ, «Αν πληγωθείς και δεν έρθει;»

«Υποθέτω, πως τότε θα πρέπει να βρεις ένα άλλο σχέδιο».

Ο Έλιοτ κοιτούσε επίμονα τη λεπίδα του σπαθιού του. Το γυρνούσε γύρω-γύρω επιδέξια, τινάζοντας το χέρι του ελαφρά. Εισέπνευσε και εξέπνευσε. Μετέφερε τα μάτια του από το ξίφος στον πρίγκιπα, ο οποίος καθόταν εδώ και αρκετή ώρα ακίνητος μπροστά στο παράθυρο. Θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον βασιλιά νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να φέρω τον γιό του πίσω, ε; Δεν κάνω και πολύ καλή δουλειά, σκέφτηκε και ξαναγύρισε στο να κοιτάζει το σπαθί.

«Είμαι έτοιμος». Η φωνή του Μάιλο έσπασε τη σιωπή.

Ο ιππότης σηκώθηκε από την καρέκλα και χαμήλωσε το βλέμμα του.

«Είσαι σίγουρος;» ξαναρώτησε ο Έλιοτ, με πιο σοβαρό τόνο από την προηγούμενη φορά.

«Ναι, είμαι». Έτρεμε, παρόλο που έλεγε στον εαυτό του πως δεν υπήρχε λόγος να φοβάται, πως θα σωθεί, πως ο πόνος δεν θα μπορούσε να είναι τόσο άσχημος, εξακολουθούσε να τρέμει. «Τελείωνε. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Σε λίγο ξημερώνει».

Με μια έκφραση συγκέντρωσης, ο Έλιοτ πήρε ένα βήμα μπροστά και έκλεισε τα χέρια του σφιχτά γύρω από τη λαβή του σπαθιού του. Κοίταξε τον Μάιλο, ο οποίος είχε εστιάσει το βλέμμα του στο πάτωμα. Με μια γρήγορη κίνηση από τον ιππότη και μια κοφτή ανάσα από τον πρίγκιπα, είχε τελειώσει. Ο Έλιοτ τράβηξε το σπαθί του από το σώμα του Μάιλο, ο οποίος φορούσε ένα σαστισμένο βλέμμα, καθώς έμενε ακίνητος, αμίλητος, απαράλλαχτος.

Ένιωσε σαν να του είχαν δώσει μπουνιά. Ο πόνος ήταν βαρύς, στην αρχή, όμως τίποτε παραπάνω. Σχεδόν πίστεψε πως δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο. Μέχρι που κοίταξε προς τα κάτω. Δεν ήταν σίγουρος πού ακριβώς είχε τον είχε χτυπήσει η λεπίδα, όμως το αίμα έτρεχε ασταμάτητο. Το πουκάμισό του είχε βραχεί και είχε αλλάξει χρώμα, το ίδιο και το πανωφόρι του. Ξαφνικά ένιωσε αναγούλα και κάψιμο. Έκαιγε, όλο του το σώμα έκαιγε. Νόμιζε πως το κάψιμο ήταν αβάσταχτο, μέχρι να τον χτυπήσει ο πόνος. Ακόμη όρθιος, αναδιπλώθηκε, πήγε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, όμως παραπάτησε και σωριάστηκε σε εμβρυακή στάση στο πάτωμα.

Πονάω, πονάω, πονάω!

Έτριβε τα δόντια του μεταξύ τους για να μην ουρλιάξει, αν και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα βογκητά πόνου που ξέφευγαν κάθε τόσο από το στόμα του. Κουνούσε επίπονα το κεφάλι του. Έκλαιγε. Πονούσε. Πονούσε. Πονούσε.

«Τι συμβαίνει εδώ!»

Με ένα δυνατό θόρυβο η πόρτα άνοιξε, χτύπησε στον τοίχο και θα έκλεινε ξανά, αν δεν την σταματούσε η Μάγισσα με το χέρι της. Κανένας δεν μίλησε. Τα βογκητά είχαν τώρα μετατραπεί σε κομμένες ανάσες και αναστεναγμούς, ανάμεσα σε αναφιλητά. Και αυτοί οι ήχοι ήταν το μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο, ώρα τώρα, ακόμη και πριν έρθει η Μάγισσα.

Περπάτησε φορτσάτη, σπρώχνοντας τον ιππότη από το πέρας της, και γονάτισε δίπλα στον Μάιλο που αγκομαχούσε. Τον κοίταξε, και εκείνος ανατρίχιασε. Τα μάτια της αντικατόπτριζαν καθαρή οργή.

«Κανένας σας δεν θα πεθάνει πριν το πω εγώ», ψέλλισε. Άπλωσε τα χέρια της πάνω από την πληγή του αγοριού και ξεκίνησε να ψιθυρίζει λέξεις της Αρχαίας Γλώσσας.

Ο Μάιλο συνάντησε το βλέμμα του Έλιοτ. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και οι ανάσες του κοφτές και ρηχές και γρήγορες. Κούνησε το κεφάλι του ελαφρά, για να κάνει ο ιππότης την κίνησή του.

Και την έκανε.

Ο Έλιοτ έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος και άπλωσε το χέρι του, στοχεύοντας τον σβέρκο της Μάγισσας. Κλάσματα του δευτερολέπτου πριν η λεπίδα σκίσει το δέρμα της, εκείνη άγγιξε με το χέρι της το σπαθί, τινάζοντας τον ιππότη προς τα πίσω. Παράτησε τον Μάιλο, χωρίς να έχει ολοκληρώσει το ξόρκι και σηκώθηκε όρθια.

«Βλέπω τα είχατε σχεδιάσει όλα».

Η φωνή της ήταν παγωμένη, στυφή. Λες και έσταζε θυμό. Περπάτησε αργά προς τον Έλιοτ, ο οποίος ακουμπούσε το αίμα που έτρεχε από το μέτωπό του. Σηκώθηκε όρθιος και πήρε για άλλη μια φορά το σπαθί του στα χέρια. Όταν η γυναίκα τον ανύψωσε με μια κίνηση του χεριού της, δίχως καν να τον αγγίζει, τα μαλλιά της άρχισαν να χορεύουν όσο δυνατός αέρας πλημμύριζε το δωμάτιο. Ο Μάιλο προσπάθησε να καλύψει τα μάτια του, καθώς κομμάτια ξύλου από τις σπασμένες καρέκλες πετούσαν τριγύρω του.

Ακόμη στον αέρα, ο Έλιοτ ανάγκασε τον εαυτό του να κουνήσει τα χέρια του. Δεν μπορούσε να αφήσει τη προσπάθεια του πρίγκιπα να πάει στράφι. Έπρεπε να κουνήσει τα χέρια του, να τη σκοτώσει.

«Δεν μπορείτε να γλιτώσετε, δεν μπορείτε να με ξεγελάσετε. Ποτέ, κανείς δεν μπόρεσε. Είστε έξυπνοι, όμως εγώ είμαι Μάγισσα. Και ήρθε η ώρα να γλιτώσω από αυτήν την απαίσια κατάρα!» ούρλιαξε, και τινάζοντας άγρια το χέρι της, πέταξε τον Έλιοτ στο πάτωμα.

Ο αέρας έκοψε απότομα.

Η Μάγισσα σταμάτησε να βογκάει θυμωμένα.

Για ένα δευτερόλεπτο μόνο υπήρχε σιωπή. Ύστερα ακολούθησαν στριγκλιές από την γυναίκα.

Γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω, κοίταξε το σπαθί που ήταν περασμένο από την πλάτη της. Τα γαλάζια μάτια της είχαν σκουρύνει με θυμό. Ο Έλιοτ κρατούσε την ανάσα του, βλέποντας το σπαθί του Μάιλο να αιωρείται. Το ξίφος έπεσε κάτω, όταν η Μάγισσα έπεσε στα γόνατά της. Ψέλλιζε απεγνωσμένα ξόρκια για να μεταφερθεί κάπου αλλού, αφού δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ξόρκι ίασης στον εαυτό της, όμως έχασε τις αισθήσεις της πριν προλάβει να κάνει κάτι τέτοιο.

Ο Έλιοτ σηκώθηκε και πλησίασε το σώμα της. Ήταν ακόμη ζωντανή. Πέρασε το ξίφος του από τον λαιμό της. Θα πέθαινε από το δικό του χέρι. Είχε αυτήν την ευθύνη.

«Μπορείς να σηκωθείς τώρα», είπε στον Μάιλο, χωρίς όμως να πάρει απάντηση. «Μάιλο», ψέλλισε, με πιο σοβαρό τόνο στη φωνή του. Γονάτισε, σήκωσε το πανωφόρι και το πουκάμισο του αγοριού και δάγκωσε το χείλος του. Η πληγή ήταν ακόμη ανοιχτή, όμως αυτό δεν ήταν κάτι ανησυχητικό. Ανησυχητικό, ήταν το αμυδρό φως που έβγαινε από εκείνη και έρεε στο σώμα του σαν φλέβες.

Ο Μάιλο άνοιξε τα μάτια του δειλά. Ένιωθε όλο του το σώμα πιασμένο και τα μάτια του βαριά. Ήταν σκοτεινά, δεν μπορούσε να δει τίποτα γύρω του. Θυμήθηκε τα γεγονότα που ξετυλίχτηκαν πριν χάσει τις αισθήσεις του. Σκότωσε ο Έλιοτ τη Μάγισσα, άραγε, αναρωτήθηκε, και κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. Ήξερε πως δεν ήταν νεκρός. Αν ήταν, δεν θα πονούσε. Ένιωθε αδύναμος, όμως. Τόσο, τόσο αδύναμος. Αναρωτήθηκε πώς θα αντίκριζε τους αδερφούς του αν πέθαινε. Σίγουρα θα ήταν η ντροπή της οικογένειας ακόμη και εκεί. Θα τους απογοήτευε όλους, ακόμη και με τον θάνατό του. Δεν θα μπορούσε να σώσει τη Τζουλάι. Θα έπρεπε να σταλθεί και εκείνη σε αυτήν την αποστολή, βάση εκείνου του άδικου, απάνθρωπου νόμου. Θα κατέστρεφε και εκείνη λόγω της αδυναμίας του. Είμαι για λύπηση. Δεν μπόρεσα να βοηθήσω πουθενά τον Έλιοτ. Δεν θα μπορέσω να βοηθήσω τον εαυτό μου, πόσο μάλλον την αδερφή μου. Πήρε μια κοφτή ανάσα και δάκρυσε, δεν ήξερε αν έφταιγε ο πόνος ή η σκέψη του, όμως δάκρυσε, σιωπηλά. Μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του ξανά. Το προτιμούσε έτσι. Προτιμούσε την απάθεια από τη γνώριμη ντροπή και τον πόνο. Ήλπιζε να ξυπνήσει διαφορετικός, δυνατός και ικανός. Ήξερε πως ήταν αδύνατο, αλλά ήλπιζε. Μόνο αυτό μπορούσε να κάνει, άλλωστε.

Recent Posts

See All
Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 10

«Είσαι ο Άρχοντας των Ψυχών;» ρώτησε διστακτικά το αγόρι, παραμένοντας όσο πιο ακίνητος μπορούσε. Ο άνδρας ύψωσε το κεφάλι του, κοίταξε...

 
 
 
Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 9

Ο Μάιλο ένιωθε εξουθενωμένος και κοιμήθηκε σύντομα. Η Τζέιν κρατούσε το χέρι του καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Εκείνη δεν έκλεισε...

 
 
 

Comentarios


© 2023 by T.S. Hewitt. Proudly created with Wix.com

bottom of page