top of page

Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 1

  • Writer: Αναστασία Σκούλη
    Αναστασία Σκούλη
  • Aug 18, 2020
  • 17 min read

«Αφέντη Μάιλο, σας καλεί ο Μεγαλειότατος». Η μοναδική υπηρέτρια που μπαινοέβγαινε στο κρυμμένο κτίσμα πίσω από το Παλάτι, η Σάε, του είπε χαμογελαστή.

Ο Μάιλο άφησε το βιβλίο του ανοιχτό πάνω στο κρεβάτι, για να μη χάσει τη σελίδα που είχε μείνει. Κατάπιε το άγχος του και ευχαρίστησε την υπηρέτρια που τον ειδοποίησε, χαμογελώντας της. Ήταν σαν δεύτερη μητέρα για εκείνον. Η μόνη που ήξερε για την ύπαρξή του, η μόνη που τον φρόντιζε παρ’ όλα αυτά.

Περπάτησε πίσω από τους ψηλούς θάμνους που σκίαζαν το δροσερό γρασίδι που ακουμπούσε τους αστραγάλους του. Στραβοκατάπιε όσο ξεκλείδωνε την πόρτα του υπογείου. Δεν του άρεζε να συναντά τον πατέρα του. Τον φοβόταν ούτως ή άλλως, αλλά τώρα τον τρόμαζε περισσότερο ο λόγος που είχε καλεστεί, παρά ο ίδιος ο Βασιλιάς. Άλλωστε, ήξερε τι θα του έλεγε ο πατέρας του. Ήξερε ποια μέρα πλησίαζε.

Μπήκε στο υπόγειο. Τα μεγάλα παράθυρα που κάλυπταν τους τοίχους, έλουζαν τους πλατιούς διαδρόμους με φως. Ο Μάιλο ένιωθε το στομάχι του να δένεται σε κόμπους. Εστίαζε το βλέμμα του στη σκόνη που πετούσε γύρω του, προδομένη από το φως. Περπατούσε γρήγορα και σκυφτά. Όλοι ήξεραν για το αγόρι που πότε-πότε τριγυρνούσε στο Παλάτι, αλλά σχεδόν κανείς δεν ήξερε κάτι παραπάνω. Και δεν έπρεπε να μάθουν.

Ανέβηκε τις γυριστές σκάλες μετρώντας τες μηχανικά, για να ξεχαστεί. Σαράντα δύο. Ξαφνικά του φαινόταν πολύ λίγες. Βρέθηκε μπροστά στις πύλες της Αίθουσας του Θρόνου, σχεδόν έντρομος. Δεν ήθελε να έρθει εκείνη η στιγμή.

Έπρεπε να είναι τέλειος για να βρεθεί μπροστά στον πατέρα του. Έπρεπε να ηρεμίσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε τα χέρια του, τα πόδια του, τα ρούχα του, πέρασε το χέρι του από τα καστανόξανθα μαλλιά του. Πήρε μια ουδέτερη έκφραση και χτύπησε τη ξύλινη πόρτα δυο φορές.

«Πατέρα, με κάλεσες», είπε, χωρίς να ανοίξει τη πόρτα.

«Πέρασε», ακούστηκε η βαριά, βροντερή φωνή του Βασιλιά.

Η πύλη άνοιξε με ένα τσουχτερό τρίξιμο. Ο Μάιλο ένιωσε την ανατριχίλα να σκαρφαλώνει τη πλάτη του αλλά δεν άφησε το άβολο αίσθημα να φανεί στο πρόσωπό του. Προχώρησε με σταθερά βήματα μέχρι το σημείο του πατώματος όπου ξεκινούσε το μάρμαρο, παγωμένο και απαράλλακτο, μισό μέτρο πριν τον θεόρατο θρόνο, με το λευκό βελούδινο ύφασμα και τις χρυσές λεπτομέρειες. Γονάτισε εκεί, έβαλε το χέρι του στη καρδιά του και έσκυψε το κεφάλι.

«Μεγαλειότατε», είπε.

«Μπορείς να σηκωθείς, Μάιλο».

Ο έφηβος πρίγκιπας σηκώθηκε όρθιος, και υποκλίθηκε, πριν σταθεί και κοιτάξει τον πατέρα του στα μάτια. Επιβλητικός όπως πάντα, ο Βασιλιάς τον εξέτασε, κοιτώντας τον από πάνω μέχρι κάτω. Η σιωπή ήταν βαριά, και το βάρος αυτό έπεφτε εξ ολοκλήρου στους ώμους του αγοριού. Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, να τον ρωτήσει πώς είναι, ή κάτι παρόμοιο, οτιδήποτε για να αποφύγει την ησυχία που του τρυπούσε τα αυτιά.

«Πώς είσαι σήμερα, πατ-»

«Νομίζω πως ξέρεις γιατί είσαι εδώ, Μάιλο. Τα γενέθλιά σου είναι σε δυο μέρες. Γίνεσαι δεκαέξι. Σύμφωνα με τους Νόμους του Βασιλείου μας, πρέπει να ξεκινήσεις την Ιερή Αποστολή σου εκείνη τη μέρα», είπε μονότονα και έκανε μια μικρή παύση. «Είναι ο Νόμος του Βασιλείου να σταλθεί ο διάδοχος σε αποστολή ώστε να ηττηθεί ο πιο τρομακτικός κακοποιός. Στην εποχή μας, αυτός είναι ο Άρχοντας των Ψυχών».

Ο Άρχοντας των Ψυχών ήταν ένας αδίστακτος εγκληματίας, ένας κλέφτης, δολοφόνος, ένας Μάγος. Και οι Μάγοι ήταν επικίνδυνοι. Όχι ότι ένας απλός ληστής ή δολοφόνος δεν ήταν.

Οι Μάγοι δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ την μαγεία τους για καλό. Μισούσαν τους ανθρώπους, που τους κυνήγησαν μέχρι να τους εξαλείψουν από προσώπου γης. Λίγοι ζούσαν ακόμη, και ήταν όλοι τους σατανικοί, έσπερναν τον φόβο χωρίς έλεος από άκρη σε άκρη όλων των Βασιλείων. Τους ξεχώριζε κανείς από τα μάτια τους, που είχαν πάντα κάποιο περίεργο, αφύσικο χρώμα. Τα παιδιά που γεννιούνταν Μάγοι από ανθρώπινες οικογένειες, συνήθως σκοτώνονταν επιτόπου.

Ο Τζέισον και ο Ντέιβιντ, τα αδέλφια του Μάιλο, ήταν σωματώδεις, μυώδεις, και πολύ δυνατοί, τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά. Μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε έβαζαν στο μυαλό τους. Μέχρι να ηττηθούν από τον Άρχοντα των Ψυχών, ήταν ανίκητοι. Ο Μάιλο, όμως, ήταν κοκαλιάρης και αδύναμος, χρησιμοποιούσε δειλά κόλπα για να ξεγλιστρήσει από επικίνδυνες καταστάσεις. Τα κατάφερνε κάπως καλά στη ξιφασκία και την αυτοάμυνα, μα όλοι, μαζί και ο ίδιος, μπορούσαν να στοιχηματίσουν πως ο νεαρός πρίγκιπας δεν θα κατάφερνε να επιστρέψει ζωντανός.

«Το ξέρω, αλλά…»

«Όπως συνέβη και με τους αδερφούς σου, σε στέλνω με βαριά καρδιά, γιε μου. Θα προσεύχομαι για την ασφαλή επιστροφή σου, μαζί με την μητέρα και τις αδερφές σου.»

Σ’ αυτές τις λέξεις, ο Μάιλο απλά ξεροκατάπιε και χαμήλωσε τα μάτια του. Ήξερε πως δεν μπορούσε να απαρνηθεί τον Νόμο. Έναν Νόμο που μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά για χρόνια, για αιώνες. Το αγόρι πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Μάλιστα, πατέρα».

«Ωραία, ωραία. Αύριο θα τελεστεί ο εορτασμός και η τελετή, και την επόμενη, στα γενέθλιά σου, θα ξεκινήσεις το ταξίδι σου».

«Μάλιστα, πατέρα», επανέλαβε το αγόρι και αφού υποκλίθηκε, γύρισε την πλάτη του στον Βασιλιά. Τα βήματα που έκανε ώστε να φτάσει στη πόρτα αντηχούσαν στην ατελείωτη αίθουσα, και σταμάτησαν μπροστά στην πύλη, όταν ο Μάιλο άκουσε τη φωνή του πατέρα του λίγο διαφορετική από όπως την είχε συνηθίσει.

«Μάιλο, συγχώρεσε με. Όταν ο Τζέισον βρέθηκε νεκρός, έκλαιγα για δυο μέρες. Όταν βρέθηκε ο Ντέιβιντ, συνέβη το ίδιο. Δεν θέλω να θρηνήσω άλλους γιους… Όχι μόνο εγώ, αλλά και η μητέρα σου δεν θα μπορέσει να το αντέξει. Ξέρεις πόσο σε αγαπάει». Η φωνή του ήταν το ίδιο αυστηρή και η έκφρασή του το ίδιο σκληρή, αλλά η χροιά του πρόδιδε μια πρωτοφανή θαλπωρή.

Δεν είχε ποτέ του τέτοια αντιμετώπιση από τον πατέρα του, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αδέρφια του. Αν και, ήξερε τι έφταιγε για αυτό. Καταριόταν τον εαυτό του που γεννήθηκε με εκείνα τα περίεργα μάτια. Κανείς εκτός της Βασιλικής Αυλής δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, για να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις. Μια-δυο υπηρέτριες, η Βασιλική Οικογένεια, ο Βασιλικός Σύμβουλος, ο Αρχηγός της Φρουράς και ο Πρώτος Ιππότης. Αυτοί ήταν και οι λίγοι καλεσμένοι της τελετής. Ο τρίτος γιος του Βασιλιά ήταν πάντα ένα μυστήριο στον λαό του Λούκις.

«Είναι αργά, πήγαινε να ξεκουραστείς. Αύριο είναι μεγάλη μέρα, γιε μου».

Στα λόγια του, ο Μάιλο απλώς κατένευσε. Πριν φύγει από το δωμάτιο, ψιθύρισε ένα πνιγμένο «Ευχαριστώ» στον πατέρα του, που κούνησε το κεφάλι του ως απάντηση. Ήταν εντάξει με αυτό, ήταν ικανοποιημένος. Ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ζητήσει κάτι περισσότερο.

Έκλεισε την πύλη πίσω του, και ένιωσε λες και σφράγιζε τα δευτερόλεπτα στοργής που έλαβε από τον πατέρα του, βαθιά στο παρελθόν. Να δεθώ παραπάνω τώρα, δεν έχει νόημα…

Περνώντας έξω από την Αίθουσα Δεξιώσεων, παρατήρησε πως οι προετοιμασίες για τον εορτασμό των γενεθλίων του, είχαν σχεδόν τελειώσει. Η συνειδητοποίηση του έφερε μια πικρή γεύση στο στόμα. Το σκεφτόταν καιρό, έναν χρόνο τώρα, μα όσο τα λεπτά και οι ώρες περνούσαν, δεν μπορούσε παρά να τρέμει την ώρα και τη στιγμή. Δεν μπορούσε να προετοιμαστεί παραπάνω.

Εξάλλου, δεν του άξιζε η τιμή του Θρόνου. Αυτό πίστευε πάντα. Ήταν άχρηστος σε όλα του τα μαθήματα μάχης, η διπλωματία ήταν κάτι που απέφευγε ενεργά, το μόνο που έκανε καλά ήταν να διαβάζει, κάτι μάλλον αχρείαστο για έναν πρίγκιπα και, κυρίως, δεν ήταν ένας διάδοχος αποδεκτός από την Βασιλική Αυλή.

«Αυτό το παιδί είναι μπελάς. Κάποια στιγμή η μαγεία του θα ξυπνήσει και θα μας καταστρέψει όλους, θα μας κατακάψει, θα μας εξοντώσει. Δεν μπορείς να μου πεις πως δεν το έχεις σκεφτεί ποτέ, Μεγαλειότατε. Γιατί το άφησες να ζήσει; Δεν λυπάσαι την υπόλοιπη οικογένειά σου; Και, κυριότερα, θα μπορέσεις να το εξαφανίσεις αν χρειαστεί, ή έχεις δεθεί μαζί του;»

Όταν ο Μάιλο, σε ηλικία οκτώ χρόνων, άκουσε αυτά τα λόγια από τον Βασιλικό Σύμβουλο, κατάλαβε πως δεν έπρεπε να είναι εκεί. Πως υπάρχει από λάθος, πως δεν θα μπορέσει να προσφέρει καμιά ευτυχία στην οικογένειά του, πόσο μάλλον στο Βασίλειό του. Η Μαγεία που μπορεί να είχε μέσα του, θα κατάστρεφε πρώτα όλα όσα εκείνος αγαπούσε και μετά τον ίδιο.

Περπάτησε λίγο πιο αργά στο γρασίδι αυτή τη φορά. Το άφησε να χαϊδέψει το δέρμα του. Το κοιτούσε να κουνιέται ήρεμο, χωρίς να αντιστέκεται στον άνεμο, σαν χαμένος. Ένιωθε ένα επίπονο κενό μέσα του, αλλά επέλεξε να το αγνοήσει. Δεν ήταν διαθεμένος να το αντιμετωπίσει τώρα. Κλειδώθηκε πίσω στην καλύβα του, καλά κρυμμένη μέσα στους θάμνους του ατελείωτου κήπου του Παλατιού, και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο του.

Πριν την ανατολή του ηλίου, ο Μάιλο άκουσε κάποιον να ξεκλειδώνει τη πόρτα. Ανασηκώθηκε ελαφρά, έπιασε το ξιφίδιο που ξάπλωνε στο κομοδίνο του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος προσπαθούσε να τον σκοτώσει (όσοι ήξεραν για την ύπαρξή του, δεν τον ήθελαν ζωντανό, άλλωστε), παρόλα αυτά το ίδιο αίσθημα φόβου που τον πάγωνε πάντα, είχε μπλεχτεί στο λαρύγγι του.

Το πόμολο της πόρτας γύρισε και το βαρύ ξύλο έτριξε έναντι στο επίσης ξύλινο πάτωμα και το αγόρι ανατρίχιασε. Ακούμπησε το ένα του πόδι στο πάτωμα, έτοιμος να επιτεθεί σε οποιονδήποτε βρισκόταν πίσω από τον τοίχο. Το σκοτάδι διαλύθηκε από το αμυδρό φως του φαναριού που κρατούσε η φιγούρα. Ο Μάιλο μισόκλεισε τα μάτια του. Και ύστερα η φιγούρα φάνηκε καθαρά.

«Μάιλο; Γιατί είσαι ξύπνιος από τώρα, αγάπη μου;»

Με το άκουσμα της γνώριμης φωνής, οι ώμοι του έπεσαν με ανακούφιση πίσω στην αρχική τους θέση. Τα καστανόξανθα μακριά μαλλιά, πιασμένα σε μια ομοιόμορφη πλεξούδα, καθώς και τα καστανά, λαμπερά μάτια της, η μικρή κορμοστασιά και το ανήσυχο βλέμμα της, όλα πρόδιδαν μια γνωστή ζεστασιά.

«Με ξύπνησες, μητέρα. Αλλά δεν πειράζει. Θα ξυπνούσα με την αυγή ούτως ή άλλως», είπε και άφησε το στιλέτο στο κομοδίνο, όσο πιο διακριτικά μπορούσε.

«Ω Θεοί, συγγνώμη που σε τρόμαξα», αναφώνησε γλυκά η γυναίκα και κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι. «Κάθε φορά που έρχομαι εδώ αηδιάζω με τον εαυτό μου… δεν σου αξίζει να βρίσκεσαι εδώ, γλυκέ μου. Πρέπει να είσαι μαζί μας, στο Παλάτι. Σαν οικογένεια. Όχι μόνος σου, εδώ, στο σκοτάδι, με αυτό το άβολο κρεβάτι, με τον φόβο ότι θα σε σκοτώσουν… τι σου έχουμε κάνει…» αναστέναξε και τον αγκάλιασε, καθόλου σφιχτά, με αρκετή δύναμη μόνο για να του μεταφέρει συναισθήματα.

Ο Μάιλο έμεινε ακίνητος, αμίλητος. Μόνο βούρκωσε. Η μητέρα του, η Βασίλισσα, πήγαινε σχεδόν καθημερινά να τον δει, το ίδιο και οι αδερφές του. Δεν μπορούσε να συνωθήσει την εικόνα της. Πάντα τον κοιτούσε με τόση αγάπη, αλλά και τόσο, τόσο θλιμμένα. Κι εκείνος ανταπέδιδε το βλέμμα. Ήθελε όσο τίποτα να ζήσει με την οικογένειά του, να είναι αποδεκτός –όσο και να ήξερε πως αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, όσες φορές και αν είχε παρατήσει την ελπίδα, τόσο δεν μπορούσε να σταματήσει να το επιθυμεί. Σήκωσε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει και εκείνος.

«Είναι εντάξει. Ξέρω πως δεν είχατε επιλογή. Όπως και να έχει, αύριο θα τελειώσουν όλα».

«Μη το λες αυτό, σε παρακαλώ. Θα γυρίσεις, το ξέρω. Δεν θα χάσω κι εσένα…»

Ο πρίγκιπας δεν απάντησε σε εκείνα τα λόγια της. Απλά συνέχισε να την αγκαλιάζει, χαϊδεύοντας απαλά την πλάτη της, όπως ακριβώς έκανε κι εκείνη σε εκείνον. Στην πραγματικότητα, και οι δυο φανταζόταν την έκβαση της Αποστολής του. Κανείς δεν τολμούσε να το ξεστομίσει, όμως.

«Κοιμήσου, λίγο ακόμα. Θα χρειαστείς ενέργεια για τον εορτασμό, το απόγευμα», ψέλλισε στοργικά και σηκώθηκε όρθια. «Θα… θα έρθω με τον πατέρα σου, να σε πάρουμε. Η Σάε θα σε βοηθήσει να ετοιμαστείς, όταν έρθει η ώρα. Και πάλι, συγγνώμη που σε τρόμαξα».

«Δεν με τρόμαξες, δεν πειράζει… ευχαριστώ, μητέρα».

Η Βασίλισσα χαμογέλασε, και μαζί με το φως από το φανάρι της, εξαφανίστηκε στη νύχτα που σιγά σιγά έδινε τη θέση της στη μέρα.

Δεν ακολούθησε τη συμβουλή της μητέρας του, ο Μάιλο σηκώθηκε, ντύθηκε, έπλυνε το πρόσωπό του, και στήθηκε μαζί με το στιλέτο του μπροστά στον καθρέφτη, όπως κάθε πρωί. Έστρεψε το ξιφίδιο στον εαυτό του, πιο συγκεκριμένα, στο δεξί του μάτι. Μα σύντομα, μετά από μερική μάχη με τον εαυτό του, το μεταλλικό όπλο έπεσε στο πάτωμα. Ποτέ του δεν κατάφερε να το κάνει. Ήθελε τόσο πολύ να ξεφορτωθεί εκείνον τον κακό οιωνό, όμως ήταν πάντα δειλός. Και έτσι θα έμενε. Το ήξερε. Δειλός, ανυπεράσπιστος, περίεργος, ανεπιθύμητος. Αυτές, σύμφωνα με εκείνον, ήταν οι λέξεις που τον περιέγραφαν καλύτερα. Στην πραγματικότητα, ενώ επαναλάμβανε εκείνες τις μάταιες κινήσεις κάθε πρωί, πάντα ήξερε ότι δεν θα έχουν αποτέλεσμα. Το να έχανε το μάτι του δεν θα εξαφάνιζε την Μαγεία που θα μπορούσε να έχει μέσα του.

Περίμενε νευρικά να έρθει το απόγευμα. Τελειοποίησε τις ξύλινες φιγούρες που είχε σκαλίσει για τις αδερφές του, μαγείρεψε, ξάπλωσε, κοιτώντας το ταβάνι που του φαινόταν πιο ψηλό από ότι συνήθως. Μπορούσε να το ακουμπήσει αν σηκωνόταν όρθιος, αλλά τώρα ένιωθε πάλι παιδί, τότε που τα πάντα μέσα σε εκείνη τη καλύβα του φαινόταν πελώρια και ευρύχωρα. Μεγαλώνοντας, διαπίστωσε πως ήταν ασφυκτικά μικρός ο χώρος, ακόμη και για ένα άτομο. Όμως τώρα, ένιωθε μικρός. Τόσο μικρός μπροστά στις προσδοκίες του κόσμου. Ένα εγωιστικό κομμάτι του, κρεμιόταν από μια απορία: γιατί χρειάζεται να το περάσω αυτό ως διάδοχος, ενώ ποτέ δεν ήμουν διάδοχος στα μάτια τους;

Κάθε φορά που άστραφτε στο μυαλό του αυτό, σκεφτόταν τις αδερφές του.

Αν οι αρσενικοί διάδοχοι είχαν εξαλειφθεί, τότε θα ήταν η σειρά των θηλυκών να πάρουν τη θέση τους στον θρόνο. Αφού, ανεξάρτητα από το φύλο, ο τελευταίος διάδοχος ήταν πάντοτε άθικτος. Κάθε εκατοστό του σώματός του ήταν προστατευμένο. Ήταν ο θησαυρός του Βασιλείου, και ταυτόχρονα, όλοι όσοι προτιμούσαν τον θρόνο για τον εαυτό τους και είχαν κάποιο δικαίωμα πάνω του, ήταν απειλές για τη ζωή του οποιουδήποτε διαδόχου.

Κούνησε το κεφάλι του για να διώξει τις σκέψεις. Κοίταξε τα ρούχα που καθόταν διπλωμένα στο κομοδίνο του. Η Σάε του τα είχε φέρει νωρίτερα. Αν τα φορούσε, όταν τα φορούσε, θα άλλαζαν τα πάντα. Θα έπρεπε να βγει εκεί έξω, να αντιμετωπίσει όλους τους ανθρώπους που του θύμιζαν ακατάπαυστα το πόσο λάθος είναι το γεγονός πως υπάρχει, να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, να φανεί γενναίος, άξιος, να φανεί. Το είναι και το φαίνεσθαι ήταν δύο πολύ διαφορετικά πράγματα, το ήξερε ανέκαθεν. Μπορεί αν ήταν γεννημένος πρίγκιπας, αλλά σίγουρα δεν του φαινόταν. Μπορεί να κατάφερνε να δείξει χαμογελαστός και άνετος στην τελετή, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν.

Ο ήλιος έδυε πιο γρήγορα από ότι θα ήθελε ο Μάιλο, και η Σάε χτένιζε με αργές κινήσεις τα (συνήθως ατημέλητα) μαλλιά του. Τον βοήθησε να φορέσει το γιλέκο και τη γραβάτα του, και πέρασε στον λαιμό του το περιδέραιο που είχαν κοινό όλα τα μέλη της Βασιλικής οικογένειας.

«Φαίνεστε υπέροχος, αφέντη», σχολίασε η υπηρέτρια, όταν είδε τον πρίγκιπα να κοιτάζεται στον καθρέπτη.

«Για να το λες…» απάντησε αμήχανα εκείνος. Τα μαλλιά του φαίνονταν σαν να ήταν κολλημένα στο κρανίο του. Το δεξί του μάτι ήταν κρυμμένο με ένα μαύρο, δερμάτινο κάλυμμα ματιού. Τον ενοχλούσε η αίσθηση, όμως ήξερε πως δεν μπορούσε να παραπονεθεί. Έμεινε να το κοιτάζει επίμονα, για μερικά δευτερόλεπτα. Ο πατέρας του του είχε πει πως ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να κυκλοφορεί με το κάλυμμα, διότι πάντα, κάτι θα μπορούσε να πάει στραβά. Ο Μάιλο καταλάβαινε πως ο Βασιλιάς ήθελε απλά να μην τον έχει μέσα στα πόδια του, καθώς δεν ήταν χρήσιμος, όπως και να είχε.

Πήρε το βλέμμα του από τον καθρέπτη. Η γραβάτα τον έκανε να ασφυκτιά, και τα μανίκια του, δεν τον άφηναν ούτε να κουνήσει τα χέρια του, παρόλα αυτά, ήταν από τις λίγες φορές που έμοιαζε σαν μέλος της οικογένειάς του. Περιποιημένος, προσεγμένος. Μια δυσφορία έκρυβε μέσα της και λίγη ζεστασιά, τον κατέκλυε. Δεν νιώθω συχνά πως ανήκω…

Η πόρτα χτύπησε δυο φορές, και ανοίχτηκε τελικά από την Σάε. Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα περίμεναν έξω από την πόρτα.

«Ήρθε η ώρα να φύγετε. Καλή επιτυχία, αφέντη». Η Σάε χαμογέλασε στοργικά. Η μεσήλικη γυναίκα που είχε χάσει την μονάκριβη κόρη της, θα έχανε από κοντά της σύντομα και τον «γιο» της.

«Ευχαριστώ, Σάε», απάντησε κι εκείνος όσο πιο γαλήνια μπορούσε, σαν να κάνει πρόβα για την μεγάλη τελετή, και ακολούθησε τους γονείς του.

Ο Μάιλο προσπάθησε να φαίνεται όσο πιο ζωντανός και προσιτός γινόταν, και το κατάφερνε στην αρχή, αλλά κουράστηκε γρηγορότερα όταν έπρεπε να γυρίζει γύρω-γύρω στην αίθουσα και να χαιρετάει καλεσμένους, αντιπαθητικούς αριστοκράτες που δεν είχε ξαναδεί, και που πιθανόν δεν θα ξαναέβλεπε. Ο πατέρας του τον τραβούσε για να τους γνωρίσει έναν-έναν ξεχωριστά, και ο νεαρός πρίγκιπας δεν θα μπορούσε να νιώθει πιο άβολα. Δεν ήξερε πως θα ερχόταν κόσμος εκτός της Βασιλικής Αυλής. Δεν ήταν πολλοί, αλλά ήταν αρκετοί για να κάνουν το στομάχι του να δεθεί κόμπο, και την ανάσα του να πιάνεται στον λαιμό του κάθε μερικά λεπτά. Ήταν τσιτωμένος και μιλούσε σε όλους του με τον ίδιο ψεύτικο τόνο και εξίσου ψεύτικο χαμόγελο. Κοιτούσε συνεχώς το μεγάλο εκκρεμές ρολόι και ευχόταν να περάσει η ώρα πιο γρήγορα.

Η γιορτή κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα, όταν ο Βασιλιάς ζήτησε από όλους τους καλεσμένους που είχαν απομείνει να φύγουν. Πάντα έτσι γινόταν. Μετά τις οκτώ, οι καλεσμένοι έπρεπε να αποχωρήσουν, ώστε να μπορέσει ο διάδοχος να ετοιμαστεί για την επερχόμενη δοκιμασία και να λάβει την ευλογία του Βασιλιά.

«Μάιλο. Μπορείς να έρθεις».

Στο άκουσμα των λέξεων, ο Μάιλο ανατρίχιασε. Κοίταξε τον Θρόνο. Η μητέρα του και οι αδερφές του στεκόταν στην αριστερή πλευρά του. Στη δεξιά, ήταν τοποθετημένο το σκήπτρο. Ήταν πάντα εκεί, όπως ήταν και η οικογένειά του.

Ένιωθε το σώμα του βαρύ. Ένιωθε τη καρδιά του βαριά. Τα πόδια του έμοιαζαν ασήκωτα όσο περπατούσε προς τον θρόνο του πατέρα του –του βασιλιά. Εκείνος σήκωσε το χρυσό σκήπτρο του στον αέρα καθώς ο Μάιλο γονάτιζε μπροστά του. Το σκήπτρο ακούμπησε ήρεμα τον δεξιό ώμο του πρίγκιπα, πριν ο άνδρας με την κάπα ξεκινήσει να μιλάει.

«Σε κρίνω άξιο του δικαιώματός σου στον θρόνο. Εύχομαι να σε αποδείξει η δοκιμασία σου ως έναν κυρίαρχο αρκετά γενναίο και ταιριαστό για αυτόν», σήκωσε το σκήπτρο από τον δεξή και το μετακίνησε στον αριστερό του ώμο, όπου το χτύπησε απαλά δύο φορές.

Ο Μάιλο χαμήλωσε το κεφάλι του ακόμα περισσότερο.

«Το εύχομαι και εγώ, πατέρα».

Το σκήπτρο σηκώθηκε από τον ώμο του Μάιλο και αιωρήθηκε για μερικά δευτερόλεπτα από πάνω του, όσο ο Βασιλιάς καλούσε την τύχη των Προγόνων. Ύστερα, το ακούμπησε και πάλι δίπλα του.

«Μπορείς να φύγεις. Ξεκουράσου, η μέρα σου αύριο θα είναι μεγάλη».

«Μάλιστα. Καλό βράδυ πατέρα, μητέρα».

Οι αδερφές του τον έκαναν μια αγκαλιά όσο προχωρούσε για να ξεφύγει επιτέλους από το τρομακτικά επιβλητικό δωμάτιο. Δεν τις μάλωσε που έφυγαν από τις θέσεις τους, αν και μάλλον θα έπρεπε.

Η Τζουλάι ήταν δεκαεννιά, αν ήταν αγόρι, θα ήταν νεκρή τρία χρόνια πριν. Ήταν η δίδυμη αδερφή του Ντέιβιντ και εκείνη που θρήνησε τον χαμό του πιο πολύ απ’ όλους. Τα καστανά μαλλιά της, ήταν πιασμένα σε δυο μακριές πλεξούδες και τα χάλκινα μάτια της ήταν μεγάλα, σαν αμύγδαλα. Ο Μάιλο την λάτρευε. Την εκτιμούσε. Ήξερε πως δεν έπρεπε να είναι κοντά του, αλλά παράκουγε τον πατέρα τους συνήθως, όπως και τώρα.

Η Μαρία ήταν μόλις πέντε ετών. Την σήκωσε και την στριφογύρισε για λίγο, το μικρό ξανθό κορίτσι γελούσε με ενθουσιασμό. Σταμάτησε απότομα για να την κατεβάσει κάτω, όμως δεν πήρε τα χέρια του από κοντά της, μήπως ζαλιστεί και πέσει. Αφού ίσιωσε το σώμα του, εστίασε το βλέμμα του στα πρόσωπα πίσω από τα δυο κορίτσια.

Η μητέρα του, κοιτούσε τη σκηνή μπροστά της με συγκίνηση. Γνώριζε πως ήταν ίσως η τελευταία φορά που έβλεπε όσα παιδιά της είχαν απομείνει, μαζί. Ο πατέρας του, όμως, είχε καλύψει το πρόσωπό του με αυστηρότητα, σε τόσο μεγάλο βαθμό που φαινόταν τώρα απλά ενοχλημένος. Ο Μάιλο, χαιρέτισε την οικογένειά του για άλλη μια φορά, και έγινε καπνός, σφίγγοντας τα δόντια του, για να σταματήσει τα δάκρυα που απειλούσαν να τρέξουν.

Το βράδυ του ήταν ανήσυχο. Εκτός από τη θορυβώδη καταιγίδα, τον κρατούσαν ξύπνιο όλες οι πιθανότητες της ερχόμενης ημέρας. Στριφογυρνούσε όλη τη νύχτα, σε μια άκαρπη προσπάθεια να κλείσει τα μάτια του για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Σκεφτόταν τους Νόμους και τα αδέρφια του.

Αναρωτιόταν αν ένιωθαν και εκείνοι σαν αυτόν, πριν φύγουν. Θυμόταν να τους βλέπει γενναίους, έτοιμους για τα πάντα. Θυμόταν πόσο τους θαύμαζε, πόσο προσευχόταν για εκείνους, πώς έκλαιγε με λυγμούς όταν οι φρουροί έφεραν τα άψυχα σώματά τους στο κάστρο. Τώρα όμως, αναρωτιόταν αν απλά φαινόταν δυνατοί. Αν στην πραγματικότητα ήξεραν πως οι προσπάθειές τους θα είναι άκαρπες. Ο Μάιλο ήταν αδύναμος, οπότε ήταν προετοιμασμένος, όμως εκείνοι ήταν δυνατοί, οπότε θα έπρεπε να τους ήταν δύσκολο να αποδεχτούν την μοίρα τους. Το αγόρι κρατούσε μια στάση απάθειας, ήξερε πως θα τους απογοήτευε όλους. Μεγαλώνοντας, μέλη της Βασιλικής Αυλής του είχαν πει πως ήταν ο πιο αδύναμος από τους διαδόχους πολλές φορές, όμως αυτό το ήξερε ήδη. Ξιφασκία και άμυνα, μάχη σώμα με σώμα, κάθε τεχνική που είχε δοκιμάσει, οι αδερφοί του ήταν καλύτεροι από αυτόν. Δεν μπορούσε να βλάψει κάποιον τότε, ούτε για προπόνηση. Όχι, βέβαια, ότι είχε αλλάξει κάτι πλέον. Απλώς, τώρα ήταν απαραίτητο.

Σκέφτηκε ξανά τον στόχο του. Ο Άρχοντας των Ψυχών. Το όνομά του από μόνο του έκανε ανθρώπους να ανατριχιάζουν. Υπήρχαν φήμες πως είχε αποδεκατίσει ολόκληρα χωριά και φυλές, πριν καταλήξει στα Δάση των Λαβυρίνθων, πέντε χρόνια πριν. Ο Βασιλιάς, του είχε στείλει συμφωνητικά ειρήνης παραπάνω από μια φορά, γράμματα που επέστρεφαν με τον αγγελιοφόρο σχεδόν νεκρό. Εκείνος ο άνδρας ποτέ δεν δίσταζε. Γιατί να το κάνει τώρα; Δεν θα νοιαζόταν για την ηλικία του Μάιλο, δεν νοιάστηκε για τα αδέρφια του, οπότε γιατί να νοιαστεί για εκείνον; Δεν θα έδινε σημασία στο γεγονός πως ήταν παιδί. Θα έδινε σημασία στο γεγονός πως ήταν ο μόνος άγνωστος στην επικράτειά του. Ο μόνος στόχος, που έπρεπε να εξαλειφθεί.

Ο ίδιος του ο πατέρας δεν νοιαζόταν. Όμως, βέβαια, για εκείνον –όπως και για τους περισσότερους κάτοικους του βασιλείου, ο Νόμος ήταν ιερός. Όποτε, εφόσον ο Νόμος έγραφε πως: «Σε όσους δεν είναι αρκετά γενναίοι ώστε να ολοκληρώσουν την δοκιμασία που τους αναθέτει ο βασιλιάς, δεν αξίζουν να μεγαλώσουν», ο Βασιλιάς, δεν είχε παρά να υπακούσει πιστά. Λες και θα έβγαιναν τα πνεύματα των προγόνων για να τον τιμωρήσουν, αν έσωζε την ζωή των παιδιών του. Αυτή η παλιά νοοτροπία κατέστρεψε τους αδερφούς του και μάλλον θα κατέστρεφε και τον ίδιο.

Το βράδυ πέρασε αργά, τα χέρια του Μάιλο πονούσαν από την δύναμη που χρησιμοποιούσε για να σφίγγει το σεντόνι του στη γροθιά του. Είχε κάνει μια σχισμή άθελά του, αλλά δεν το ανέφερε στην Σάε, όταν εκείνη πήγε να τον ξυπνήσει, μα τον βρήκε ξύπνιο.

«Πρέπει να πάτε να πάρετε την ευλογία του Βασιλιά, αφέντη Μάιλο», του υπενθύμισε, όσο στεκόταν πίσω από την πόρτα του και τον περίμενε να ντυθεί, κρατώντας τα πράγματα που του είχε ετοιμάσει ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα, πράγματα που θα χρειαζόταν στο ταξίδι του.

«Ξέρω», απάντησε εκείνος χωρίς ενέργεια.

Βγήκε από το δωματιάκι, φορώντας ένα υφασμάτινο, σκούρο μπλε παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο. Δεν έμοιαζε συχνά με πρίγκιπα ούτως ή άλλως, όμως τώρα έμοιαζε σαν τους έμπορους στο κέντρο της πρωτεύουσας.

«Δεν είναι και πολύ επίσημα αυτά τα ρούχα», σχολίασε η υπηρέτρια καλοπροαίρετα «Σας ταιριάζουν», συμπλήρωσε με ένα γελάκι. Άφησε ό,τι κρατούσε πάνω στο κρεβάτι: ένα πανωφόρι, μια υφασμάτινη τσάντα ώμου, ένα σπαθί και ένα στιλέτο, εκείνο που κρατούσε συνήθως κοντά του, και μια δερμάτινη ζώνη, με θήκες για τα όπλα του.

Τα φόρεσε, και για μια στιγμή, ένιωσε έτοιμος. Το συναίσθημα δεν κράτησε, όμως, καθώς σύντομα θυμήθηκε πως, όσο καλά προετοιμασμένος και αν ήταν, πιθανότατα δεν θα επιβίωνε.

«Ευχαριστώ, Σάε», είπε και την αγκάλιασε, αφού έδιωξε τις άσχημες σκέψεις από το μυαλό του. «Θα μου λείψεις».

Η Σάε ανταπέδωσε την αγκαλιά, κρατώντας τον σφιχτά, όπως τον κρατούσε όταν ήταν παιδί και έκλαιγε επειδή είχε πέσει, ή επειδή ήθελε να είναι με την οικογένειά του. Για εκείνη, ακόμη και τώρα, ο Μάιλο ήταν ακόμη μικρό παιδί. Ένα μικρό παιδί που δεν πήρε ποτέ αυτό που χρειαζόταν.

«Κι εμένα… σε παρακαλώ, γύρνα πίσω ζωντανός».

Ο Μάιλο χάρηκε που του μίλησε στον ενικό. Αυτό δεν συνέβαινε συχνά. «Θα προσπαθήσω», είπε, και την άφησε να τον φιλήσει το μέτωπο.

«Δεν είσαι αυτό που νομίζουν όλοι ότι είσαι, παιδί μου. Και, ακόμη και αν είσαι, πιστεύω με τη καρδιά μου πως δεν υπάρχει πιο καλόκαρδος Μάγος από εσένα…»

Το αγόρι έσκυψε το κεφάλι του. Βούρκωσε. Έσφιξε τις γροθιές του και τα δόντια του, και χαμογέλασε. Ήταν ένα χαμόγελο που τρεμόπαιζε, αλλά ήταν εκεί. «Σε ευχαριστώ, Σάε, για όλα. Δεν θα ήμουν αυτός που περιγράφεις, χωρίς εσένα». Την αγκάλιασε φευγαλέα και την άφησε πίσω του, κρατώντας τα δάκρυά του. Ο αποχαιρετισμός ήταν πιο δύσκολος από ότι περίμενε.

«Με τη δύναμη του Θεού Ύβνος», ψέλλισε την ευχή καθώς τον χαιρετούσε.

Οι υπέροχες πύλες της Αίθουσας του Θρόνου ήταν σκαλισμένες με προσοχή στη κάθε λεπτομέρεια, απεικόνιζαν οικογενειακά κειμήλια και κληρονομιές. Ακουμπούσαν το ταβάνι. Παρόλο που τις είχε ανοίξει κάμποσες φορές, φαινόταν τεράστιες και βαριές τώρα. Αναρωτήθηκε με τι δύναμη θα τις άνοιγε. Το κουράγιο του είχε χαθεί. Ήθελε να γυρίσει ζωντανός, όμως ήξερε πως το να εύχεται κάτι τέτοιο ήταν άχρηστο. Οι ευχές δεν θα τον κρατούσαν ζωντανό, ούτε θα τον βοηθούσαν να νικήσει. Το ήξερε. Είχε την επίγνωση αυτού όσο έσπρωχνε τις βαριές πόρτες, φορτωμένος με ακόμη βαρύτερες ευθύνες.

Άνοιξε τις πύλες της Αίθουσας του Θρόνου με σιγουριά. Δεν τη διέθετε, αλλά έπρεπε να δείξει πως υπάρχει κάπου μέσα του.

«Γιε μου, νόμιμε διάδοχε του θρόνου…» ο Βασιλιάς αναστέναξε.

«Πατέρα, βασιλιά του Βασιλείου Λούκις», ο Μάιλο απάντησε, με τη φωνή του να τρέμει.

Τα μάτια του έπεφταν μια στις αδερφές, και μια στους γονείς του. Το στομάχι του έγινε κόμπος όταν κατάλαβε πως ήταν μάλλον η τελευταία φορά που θα τους έβλεπε. Έκανε μικρά, ασταθή βήματα όσο προχωρούσε προς τον Θρόνο. Κατάπιε το άγχος που σκαρφάλωνε τον λαιμό του και γονάτισε μπροστά στον πατέρα του. Τη στιγμή που εκείνος πήρε το σκήπτρο στα χέρια του, οι πύλες άνοιξαν και έκλεισαν, εμφανίζοντας έτσι μια ψηλόλιγνη σιλουέτα, έναν νεαρό άνδρα που φορούσε πανοπλία. Έναν ιππότη.

«Ζητώ συγγνώμη για την αργοπορία μου, Μεγαλειότατε».

Η φωνή δεν ήταν βαθιά, σαν του πατέρα του, και ο πρίγκιπας τη βρήκε γνώριμη. Το πρόσωπο του νεαρού του φαινόταν γνωστό επίσης.

Με μαύρα μαλλιά και λαμπερά γαλάζια μάτια, ήταν ο δεύτερος καλύτερος φρουρός των Ελίτ, επόμενος μόνο από τον Αρχηγό, έναν άνδρα τριανταπέντε χρονών με ασυναγώνιστες ικανότητες.

«Δεν πειράζει, νεαρέ. Πέρασε, δεν ξεκινήσαμε ακόμα».

Τα βήματα που έκανε ο ιππότης αντηχούσαν στη θεόρατη αίθουσα, και κάπως κατάφερναν να αγχώσουν τον Μάιλο ακόμη περισσότερο. Είχε ξεχάσει πως έπρεπε να έχει μαζί του έναν ιππότη, για προστασία. Αν και δεν καταλάβαινε γιατί αποφάσισαν να ξοδέψουν τη ζωή του δεύτερου καλύτερου ιππότη του Βασιλείου για εκείνον.

Ο ιππότης γονάτισε δίπλα στον Μάιλο. Ο Βασιλιάς καθάρισε τον λαιμό του.

«Στο εξής είσαι ένας άνδρας με μια αποστολή, γιέ μου. Μια ιερή αποστολή. Εύχομαι το ταξίδι σου να είναι γλυκό και τα Δάση των Λαβυρίνθων να είναι ευγενικά μαζί σου». Μετά από μια βαθιά ανάσα, ακούμπησε με το σκήπτρο τον δεξή ώμο του Μάιλο και τον αριστερό του ιππότη «Εύχομαι να γυρίσετε σώοι σε εμάς, τόσο ο Διάδοχος όσο και ο Ιππότης, ώστε η κατάρα του Άρχοντα των Ψυχών να τελειώσει μια για πάντα. Τώρα, μπορείτε να ξεκινήσετε το ταξίδι σας. Και αν αυτή είναι η τελευταία φορά που σας βλέπω, τότε ας είναι. Όλα είναι το θέλημα των θεών και των Προγόνων μας, των ανθρώπων των Αρχαίων Νόμων».

Η έκφραση της βασίλισσας σκοτείνιασε. Ο Μάιλο την είδε, όπως είδε και την Τζουλάι να σκουπίζει δάκρυα που έπεφταν στα μάγουλά της χωρίς να τα ελέγχει. Η Μαρία κρατούσε το χέρι της μητέρας της, και κοιτούσε τον αδερφό της με απορία και παράπονο. Ο πρίγκιπας θα ήθελε πολύ να την αγκαλιάσει. Αντ’ αυτού, πήρε γρήγορα το βλέμμα του από εκείνες, και εισέπνευσε.

«Με την ευλογία σου, πατέρα, θα ξεκινήσω αυτό το ταξίδι για την ελευθερία του λαού μου, ελευθερία από τον φόβο, από την απειλή του Άρχοντα των Ψυχών». Ο Μάιλο δεν ήξερε πού βρήκε αρκετό κουράγιο ώστε όχι μόνο να πει, αλλά να φωνάξει τον λόγο του. Σηκώθηκε όρθιος, η έκφρασή του γεμάτη περηφάνια και αποφασιστικότητα. Ψιθύρισε ένα απαλό «Αντίο» για την οικογένειά του, και βγήκε από την Αίθουσα του Θρόνου.

Ο ιππότης είχε ακούσει την λέξη που βγήκε σιγανά από το στόμα του αγοριού πριν βιαστεί να φύγει από το δωμάτιο.

«Με την ευλογία σας, κύριε», υποκλίθηκε στη Βασιλική Οικογένεια και πριν κλείσει την πόρτα, ο ιππότης υποσχέθηκε στον βασιλιά πως θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να φέρει τον γιό του πίσω. Σε αυτά τα λόγια, ο βασιλιάς απλά κατένευσε.

Οι πύλες έκλεισαν.

Recent Posts

See All
Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 10

«Είσαι ο Άρχοντας των Ψυχών;» ρώτησε διστακτικά το αγόρι, παραμένοντας όσο πιο ακίνητος μπορούσε. Ο άνδρας ύψωσε το κεφάλι του, κοίταξε...

 
 
 
Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 9

Ο Μάιλο ένιωθε εξουθενωμένος και κοιμήθηκε σύντομα. Η Τζέιν κρατούσε το χέρι του καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Εκείνη δεν έκλεισε...

 
 
 

Comments


© 2023 by T.S. Hewitt. Proudly created with Wix.com

bottom of page