Ο Άρχοντας των Ψυχών - Κεφάλαιο 3
- Αναστασία Σκούλη
- Sep 1, 2020
- 18 min read
Ο Μάιλο άνοιξε τα μάτια του αργά, όμως τα έκλεισε πάλι γρήγορα, καθώς το φως που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα, ήταν εκτυφλωτικό. Η κοιλιά του πονούσε αρκετά, όμως ο πόνος ήταν πιο αμβλύς από ότι περίμενε. Έκανε να καλύψει το πρόσωπό του με το χέρι του, όταν συνειδητοποίησε πως τα χέρια του ήταν δεμένα. Ανασήκωσε με δυσκολία το σώμα του, και βρέθηκε καθισμένος στο κρεβάτι, να κοιτάζει κατάματα τον Έλιοτ, που καθόταν στη καρέκλα απέναντί του. Ο νεαρός ιππότης δεν μιλούσε, απλώς τον κοιτούσε, με την ίδια αυστηρότητα που προέβαλλε και ο πατέρας του.
«Τι έκανες;» η φωνή του πρίγκιπα ήταν φθαρμένη από τα ουρλιαχτά της προηγούμενης βραδιάς.
«Αναγνωρίζεις τους Μάγους από το περίεργο χρώμα των ματιών τους, ή από κάποιο περίεργα χρωματισμένο σημάδι στο σώμα τους, κάνω λάθος;» ρώτησε κοφτά. Η ερώτηση έμοιαζε πιο πολύ με απειλή. Τα γαλάζια μάτια του ήταν παγωμένα.
«Όχι».
«Ο Βασιλιάς μου είπε να μην ρωτήσω και να μην ασχοληθώ με το μάτι σου. Αλλά πλέον αυτό είναι αδύνατον».
«Για ποιο πράγμα μιλάς;» ρώτησε αγχωμένος, γιατί στη πραγματικότητα μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί. «Λύσε με, επιτέλους», απαίτησε.
«Θυμάσαι τι έγινε χθες;»
«Λιποθύμησα όσο η Μάγισσα με γιάτρευε…»
Ο Έλιοτ σηκώθηκε όρθιος, και τον πλησίασε κάνοντας αργά και μικρά βήματα. «Λάθος. Το σπαθί σου σκότωσε τη Μάγισσα. Μόνο του. Αιωρούμενο. Διαπέρασε το σώμα της, τη βρήκε λίγο πιο κάτω από τη καρδιά».
Ο Μάιλο πάγωσε. Κυριολεκτικά. Τα χέρια του ξαφνικά ήταν παγωμένα και η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία. Φανταζόταν πως έτρεμε, κιόλας, αλλά δεν μπορούσε να το καταλάβει εκείνη τη στιγμή. Ό,τι φοβόταν, είχε γίνει πραγματικότητα. Ήταν Μάγος.
«Δεν νομίζω η Μάγισσα να αυτοκτόνησε, Μάιλο. Και ο μόνος μεταξύ μας που θα μπορούσε να είναι Μάγος, είσαι εσύ».
«Δεν, δεν γίνεται να… η Μαγεία θα εμφανιζόταν πολύ πιο νωρίς…»
«Όχι απαραίτητα. Αυτό συμβαίνει κανονικά, ναι, αλλά εσύ δεν είσαι φυσιολογικός. Μόνο το ένα σου μάτι είναι… περίεργο, όχι και τα δύο. Η υπόθεσή μου είναι πως, αφού σε άγγιξε η Μάγισσα με τη δική της Μαγεία, μπόρεσε να εμφανιστεί και η δική σου».
Ο ιππότης στεκόταν από πάνω του, με ένα ύφος τόσο επιβλητικό και γεμάτο μίσος, που ο Μάιλο νόμιζε πως θα τον σκότωνε επιτόπου.
«Δεν είμαι Μάγος…» ψέλλισε.
Δεν ήθελε να είναι Μάγος, δεν ήθελε να βγουν όλοι σωστοί και εκείνος να είναι λάθος. Δεν ήθελε να τον φοβούνται και να τον μισούν όλοι. Μα πλέον… πλέον και να γυρίσω στο Παλάτι, κανείς δεν θα με δεχτεί, έτσι. Θα με διώξουν, θα με σκοτώσουν, δεν θα ξαναδώ την οικογένειά μου ποτέ…
Το ξίφος του Έλιοτ κινήθηκε γρήγορα προς τον Μάιλο, ο οποίος έκλεισε τα μάτια του με δύναμη και κίνησε το σώμα του προς την άλλη κατεύθυνση, για να μην πεθάνει. Όμως το σπαθί πέταξε, με μια ριπή αέρα, από τα χέρια του ιππότη και βρέθηκε στον απέναντι τοίχο, καθώς ο Έλιοτ έπεσε με την πλάτη στο πάτωμα.
«Εσύ το έκανες αυτό», είπε ο νεαρός, «σου φέρθηκα καλά, γιατί δεν πίστευα πως είσαι Μάγος, αλλά είσαι, και είσαι επικίνδυνος».
«Περιμένεις να μην αμυνθώ όταν πας να με σκοτώσεις;» ρώτησε ο έφηβος χαμηλόφωνα και ο ιππότης σήκωσε το ένα του φρύδι. «Δεν ξέρω πώς το έκανα τώρα, ή πώς το έκανα χθες. Δεν ξέρω πώς να ελέγξω, ούτε πώς να το αποδεχτώ. Αυτό με κάνει επικίνδυνο, ναι… δεν το θέλω, όμως. Δεν θέλω καθόλου αυτό που έχω… το απεχθάνομαι, το μισώ, όσο μισώ και εμένα που το έχω. Αλλά ξέρεις κάτι, δεν φταίω εγώ που γεννήθηκα έτσι, και δεν θα ανεχτώ τέτοια συμπεριφορά… όπως και να είμαι –ό,τι και να είμαι, είμαι ακόμη πρίγκιπας του Βασιλείου μου. Και απαιτώ σεβασμό. Τώρα, λύσε με».
Ο Μάιλο κοιτούσε τον Έλιοτ με σοβαρότητα, όλο του το πρόσωπο έδειχνε το κύρος που είχε κληρονομήσει από την οικογένειά του, όμως τα μάτια του γυάλιζαν και τα χείλη του έχαναν τη σταθερότητά τους ανά στιγμές.
Χωρίς να τον κοιτάζει, ο Έλιοτ έλυσε το σκοινί και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να πει λέξη.
Το πτώμα της Μάγισσας δεν ήταν πια στο δωμάτιο, αλλά οι λίμνες αίματος που είχαν στεγνώσει πάνω στο ξύλινο πάτωμα, έκαναν εμφανή τα βραδινά γεγονότα. Το σεντόνι του κρεβατιού όπου ξάπλωνε ο Μάιλο ήταν βγαλμένο από τις άκρες και τσαλακωμένο, σαν να μάλωνε με κάποιον όσο ήταν αναίσθητος. Σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε με δυσκολία μέχρι το παράθυρο. Το άνοιξε και στύλωσε πάνω του. Χρειαζόταν τον αέρα, μα η βαθιά εισπνοή που πήρε, έκανε τη πληγή του να πονάει.
Δεν ήξερε πού πήγε ο Έλιοτ, δεν ήξερε αν θα γύριζε ποτέ πίσω. Μπορεί να γυρνούσε στο παλάτι, και να ανακοίνωνε όσα συνέβησαν. Να τον καταδίκαζε, έτσι. Δεν ήθελε να σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο, όμως ήταν παραπάνω από πιθανό και ο Μάιλο φοβόταν. Δεν ήθελε να μείνει χωρίς σπίτι, χωρίς οικογένεια. Δεν είχε πολλές επαφές με τα μέλη αυτής της σπασμένης οικογένειας ούτως ή άλλως. Δεν ήθελε να τους χάσει τελείως. Όταν ακούστηκε καλπασμός αλόγου κάπου κοντά στον ξενώνα, κατάλαβε πως δεν μπορούσε πια να κάνει κάτι. Είχε χάσει αυτό το παιχνίδι που η μοίρα του έπαιζε αδιάκοπα.
Μου φάνηκε περίεργο που δεν ανέφερε καθόλου το μάτι μου, τον είχε δασκαλέψει ο πατέρας, ε; Έξυπνο… Υποθέτω πως έτσι σφραγίστηκε το τι είμαι. Το είδα με τα μάτια μου, πριν. Δεν αλλάζει. Δεν μπορώ να το ξεφορτωθώ. Ας’ τον να φύγει. Από το να πεθάνει στα χέρια αυτού του Δάσους, είναι καλύτερο να ζήσει και να θάψει το όνομά μου. Δεν υπήρξα εξαρχής, για τους περισσότερους.
Γλίστρησε από το παράθυρο στον τοίχο και μετά στο πάτωμα, και διπλώθηκε, όσο και αν αυτό τον έκανε να πονάει. Έκλαψε, όσο ήθελε να κλάψει τόσες μέρες τώρα, και παραπάνω. Έκλαψε με λυγμούς που έκαναν τη πληγή του να ανοίγει, και ο πόνος πολλαπλασιαζόταν. Έκλαψε τόσο που τουρτούριζε από τα ρίγη που τον διαπερνούσαν, τόσο που δεν είχε άλλα δάκρυα και τα μάτια του έμοιαζαν ξερά, τόσο που ένιωθε πιο κουρασμένος από ποτέ.
Σηκώθηκε να κλείσει το παράθυρο. Είχε πια νυχτώσει. Δεν ήξερε τι ώρα είχε συνέλθει, οπότε δεν μπορούσε να ξέρει πόσες ώρες πέρασε αγκαλιάζοντας τον εαυτό του, με την πλάτη του στον τοίχο. Σύρθηκε μέχρι το κρεβάτι του, σήκωσε το πουκάμισό του. Η πληγή είχε ματώσει πάνω από τον επίδεσμο που –μάλλον– του είχε τυλίξει ο Έλιοτ. Τα πράγματα του ήταν στο άλογό του, έξω από τον ξενώνα. Δεν ήθελε να βγει μόνος του εκεί έξω, τη νύχτα. Φοβόταν. Παρόλα αυτά, έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό του. Κανένας άλλος δεν θα το έκανε για αυτόν.
Με όσο πιο γρήγορες κινήσεις μπορούσε, βγήκε από το δωμάτιο και ύστερα από το κτίσμα, πήρε τις τσάντες του από το άλογό του. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του από το πηγάδι δίπλα στον στάβλο. Τα μάτια του πονούσαν.
Έραψε την πληγή του όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, αφού λόγω του σημείου που βρισκόταν, δεν μπορούσε να τη δει καλά. Ο Έλιοτ την είχε κλείσει πολύ καλύτερα, όμως. Είχε ξαναράψει πληγές του, μόνος. Όταν έπεφτε και δεν υπήρχε κανείς να τον φροντίσει, έπρεπε να αναλάβει ο ίδιος τον εαυτό του. Πολλές φορές έσκισε τα πόδια ή τα χέρια του προσπαθώντας να περάσει από τα κλαδιά των δέντρων στα παράθυρα του Παλατιού.
Έφαγε ένα μήλο, ήπιε νερό από το παγούρι του, που έμεινε σχεδόν άδειο, και κοιμήθηκε, σκεπασμένος με το πανωφόρι του. Μόνος. Στη μέση του Δάσους. Με όλα τα περίεργα πλάσματα να παραμονεύουν. Με τον Άρχοντα των Ψυχών, να τον περιμένει.
Ο Έλιοτ γύρισε στον ξενώνα αργά το βράδυ. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να πετύχει τον πρίγκιπα ξύπνιο. Τον αντίκρισε κοιμισμένο, κουλουριασμένο στον εαυτό του, φορώντας μια δύσκολη έκφραση. Είδε το παγούρι του πεσμένο κάτω, το νερό είχε μουσκέψει το ξύλο. Δεν το σήκωσε. Ούτε τον σκέπασε με τη κουβέρτα που είχε μαζί του. Αντ’ αυτού, κάθισε στη καρέκλα και έκλεισε τα μάτια του. Κοιμόταν έτσι, ώστε να είναι πάντα σε ετοιμότητα. Δεν τον εμπιστευόταν. Οι Μάγοι ήταν ύπουλοι. Φθονεροί. Απαίσιοι, στυγεροί δολοφόνοι. Η Μαγεία τους δεν τους επέτρεπε να συμπεριφερθούν ανθρώπινα. Όχι, βέβαια, πως είχαν μέσα τους ανθρωπιά. Όχι, οι Μάγοι ήταν αγρίμια. Αυτή ήταν η άποψη του Έλιοτ και των υπόλοιπων ανθρώπων. Για αυτό και οι Μάγοι ήταν εξόριστοι, ζούσαν σε μικρές κοινωνίες μέσα στα Δάση των Λαβυρίνθων και σε άλλα Δάση στα υπόλοιπα Βασίλεια. Κρυμμένοι από το ανθρώπινο μάτι, προστάτευαν τους εαυτούς τους. Οι άνθρωποι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό.
«Μάιλο».
«Μάιλο».
Ο Μάιλο γύριζε το κεφάλι του προς τις κατευθύνσεις που άκουγε το όνομά του. Οι φωνές ήταν γνώριμες, τις ήξερε, κάπου, κάποτε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Μέσα στο σκοτάδι, είδε μια λάμψη να έρχεται κοντά του. Ήταν μια μικρή σφαίρα φωτός. Τον άγγιξε απαλά στο μάγουλο.
«Μάιλο», ξανακούστηκε το όνομά του και κατάλαβε, αυτή τη φορά, πως ερχόταν από τη σφαίρα.
«Τι είσαι;» αποκρίθηκε διστακτικά.
Η σφαίρα ξεκίνησε να απλώνεται και να χαλάει, να αλλάζει σχήμα. Έφτασε να πάρει τη μορφή κάποιου ανθρώπου. Κάποιου πολύ γνώριμου, στον Μάιλο, προσώπου.
«Ντέιβιντ…» ψιθύρισε και δεν μπορούσε να καταλάβει αν ένιωθε τρομοκρατημένος ή υπερβολικά ευτυχισμένος.
«Μάιλο, είσαι… Μάγος…» είπε η φωνή ξεψυχισμένη αυτή τη φορά, και η μορφή άρχισε να αλλάζει ξανά.
Πήδηξε πάνω του, απλώθηκε γύρω του, σαν να ήθελε να τον κλείσει μέσα της, να τον καταβροχθίσει. Ο Μάιλο έσπρωχνε τη μαύρη, παχύρευστη μορφή, όμως τα χέρια του πιανόταν στη κολλώδη σύστασή της. Το πρόσωπό του καλύφθηκε. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, δεν μπορούσε να δει. Η μαυρίλα άνοιξε την πληγή του και εισέβαλλε μέσα στο σώμα του.
«Η ψυχή σου θα γίνει μαύρη», η φωνή αντήχησε διακεκομμένη και διεστραμμένη, «όπως κάθε Μάγου».
Ο Μάιλο προσπάθησε να απαντήσει, αλλά έπρεπε πρώτα να βρει πώς να αναπνεύσει.
«Εσύ, που είσαι ανάμεσα στους ανθρώπους και τους Μάγους, θα έχεις τη πιο σκοτεινή ψυχή από όλους. Το μισός τους θα σε καταστρέψει από μέσα προς τα έξω».
Η μορφή τον έπνιγε, λίγο λίγο, μέχρι που εισέβαλλε και μέσα στο μυαλό του, τρώγοντας τις αισθήσεις του.
Ο Μάιλο μπορούσε μόνο να φωνάξει μέσα στη σκέψη του: Όχι, όχι… όχι…
Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά, προσπάθησε να κρατήσει τη ζωή του, προσπάθησε να μη παραδοθεί. Τελικά, όμως, η μορφή πήρε και την τελευταία του ανάσα.
Ο Έλιοτ άνοιξε τα μάτια του στον ήχο βογκητών. Ο Μάιλο στριφογυρνούσε στο κρεβάτι, σφίγγοντας τη μπλούζα του στο χέρι του, αγκομαχώντας. Ήταν ιδρωμένος και φώναζε. Ο Έλιοτ σηκώθηκε όρθιος, αλλά δίστασε να τον πλησιάσει.
Ο έφηβος πρίγκιπας τινάχτηκε όρθιος, ανασαίνοντας γρήγορα και ο ιππότης πισωπάτησε. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα. Με το ένα του χέρι κρατούσε τη πληγή του και με το άλλο τη καρδιά του. Ένιωθε άρρωστος, αναγούλιαζε, όμως κατάπιε τη φρίκη που απλωνόταν μέσα του και προσπάθησε να ανασάνει, κοιτώντας μανιακά τριγύρω, ψάχνοντας τη μορφή. Τα μάτια του, του έπαιζαν παιχνίδια. Στις σκοτεινές γωνίες του δωματίου, όπου το φως του φαναριού δεν έφτανε, την έβλεπε να τον καταβροχθίζει.
Τινάχτηκε στο πλάι όταν είδε τον Έλιοτ, αλλά χαλάρωσε όταν τον αναγνώρισε.
«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ξεψυχισμένος, μα δεν πήρε απάντηση.
«Τι έπαθες;»
«Τίποτα. Είδα έναν εφιάλτη, απλά. Γιατί γύρισες;»
«Επειδή το υποσχέθηκα στον Βασιλιά», είπε, και παρατήρησε την έκπληκτη έκφραση του αγοριού. «Ότι θα σε επιστρέψω ζωντανό».
Ο Μάιλο έσκυψε το κεφάλι του. «Δεν έχει νόημα, πια. Και να με επιστρέψεις ζωντανό θα με διώξουν, ή θα με σκοτώσουν. Αφού έγινε αυτό, πια, δεν έχει νόημα να γυρίσω. Θα κάνω ό,τι μπορώ για την Αποστολή, για τον Νόμο και τη περηφάνια του πατέρα μου, και μετά θα… δεν ξέρω, θα εξαφανιστώ μάλλον, αν δεν είμαι ήδη νεκρός».
«Το τι θα γίνει αφού γυρίσεις στο Παλάτι είναι δικό σου θέμα. Εγώ θα φέρω εις πέρας την υπόσχεσή μου. Είμαι ιππότης, είναι η δουλειά μου». Ο Έλιοτ επέστρεψε στην καρέκλα του, κάθισε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. «Εσύ το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να επιβιώσεις αρκετά ώστε να γυρίσουμε πίσω. Και τώρα κοιμήσου. Αν νομίζεις πως θα σε αφήσω να ξεκουραστείς παραπάνω επειδή είσαι πληγωμένος, κάνεις λάθος. Θα συνεχίσουμε το ταξίδι το πρωί».
Στα λόγια του Έλιοτ, ο πρίγκιπας δεν απάντησε. Έμεινε να τον κοιτάζει βουβός για λίγα δευτερόλεπτα, πριν πέσει πίσω στο στρώμα. Σκέπασε το πρόσωπό του με το πανωφόρι του, όπως έκανε όταν ήταν παιδί και φοβόταν μην του επιτεθεί κάποιο τέρας, έτσι μόνος του που ήταν στη καλύβα. Φοβόταν να κλείσει τα μάτια του, να κοιμηθεί. Δεν ήθελε να ξέρει αν η μορφή θα επέστρεφε. Ήθελε, όμως, να σταματήσει να σκέφτεται τον εφιάλτη του. Αποφάσισε να δώσει περισσότερη βάση στην πραγματικότητα, μέχρι να ηρεμίσει και να προσπαθήσει να ξανακοιμηθεί.
Δεν ήξερε αν ήταν εκνευρισμένος ή χαρούμενος με την επιστροφή του ιππότη. Δεν του άρεζε που θα έμενε μαζί του από υποχρέωση. Και δεν του άρεζε ακόμα περισσότερο που θα έπρεπε, μαζί με όλα όσα είχε στο κεφάλι του ο Μάιλο, να αντιμετωπίσει και την επιθετική συμπεριφορά του Έλιοτ. Από την άλλη, ένιωθε ασφάλεια μαζί του. Ήξερε τι έκανε, κάθε φορά που τραβούσε το σπαθί του. Ήξερε πώς να αντιμετωπίσει κάποιον εχθρό. Ήξερε πώς να τον προστατεύσει. Και αυτό ήταν σημαντικό για την επιβίωσή του.
«Έλιοτ;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Τι;»
«Με φοβάσαι;»
«Όχι. Έχω σκοτώσει πολλούς Μάγους για να φοβάμαι κάποιον σαν εσένα. Όμως, σε μισώ. Τις δυνάμεις σου, συγκεκριμένα».
«Δεν μπορείς να αποδείξεις πως είμαι… κακός».
«Με δουλεύεις;» γέλασε ο νεαρός, «Το πρώτο πράγμα που έκανες με τις δυνάμεις σου, έστω και ασυναίσθητα, ήταν να δολοφονήσεις τη Μάγισσα».
Ο Μάιλο ξεσκεπάστηκε και ανασηκώθηκε, αγνοώντας τον πόνο στη κοιλιά του. Κοίταξε τον Έλιοτ με σοβαρότητα και ένα ίχνος παιδικού θυμού. «Μπορεί να έγινε για να μας προστατεύσω», είπε, «όπως έγινε όταν πήγες να με σκοτώσεις, το πρωί».
«Αν μου αποδείξεις ότι δεν είσαι σαν τους άλλους Μάγους, σαν αυτούς του δολοφόνους που έχω αντιμετωπίσει, τότε θα αλλάξω τη στάση μου απέναντί σου».
«Μα δεν ξέρεις αν είναι όλοι έτσι… θα σου το αποδείξω, πως δεν είναι όλοι τους κακοί. Θα δεις. Εξάλλου κι εσύ, αν και είναι λογικό γιατί είσαι ιππότης, δολοφόνος είσαι».
Τα γαλάζια μάτια του Έλιοτ έλαμψαν στο φως του φαναριού, όσο γυρνούσε το κεφάλι του προς τον πρίγκιπα. «Μην με συγκρίνεις με αυτά τα τέρατα».
Όσο γρήγορα είχε πάρει την απόφαση να κάνει εκείνη την ερώτηση ο Μάιλο, τόσο γρήγορα βρήκε τον εαυτό του να εύχεται να μην την είχε κάνει ποτέ. Ο Μάιλο είχε διαβάσει πάρα πολλά βιβλία για τους Μάγους, αλλά όλα τόνιζαν την επικινδυνότητά τους.
«Δεν γίνεται να γεννήθηκαν κακοί, ούτε να είναι όλοι κακοί, Σάε», της είχε πει όταν ήταν ακόμη εννέα χρονών.
«Το πιστεύω κι εγώ αυτό, πρίγκιπα, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Μέχρι να σιγουρευτούμε πως δεν είναι όλοι επικίνδυνοι, καλό θα είναι να τους φοβόμαστε. Ο φόβος σε προστατεύει, σε κάνει να αμφισβητείς και να σκέφτεσαι διεξοδικά», του είχε απαντήσει εκείνη.
Ακόμη και τώρα, επτά χρόνια μετά, δεν καταλάβαινε πού ήταν χρήσιμος ο φόβος. Το μόνο που έκανε ο φόβος του, ήταν να στεκόταν μπροστά του επιβλητικός, ένα εμπόδιο που έπρεπε αλλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει. Και τώρα που ήταν στ’ αλήθεια Μάγος, ο φόβος του είχε ψηλώσει, ήταν πια τετραπέρατος μπροστά του, σαν γίγαντας μπροστά σε νάνο. Δεν τον ήθελε, δεν τον χρειαζόταν. Ήθελε απλά, για μια στιγμή στη ζωή του, η τύχη να είναι με το μέρος του. Ήθελε να αποδείξει στον Έλιοτ πως εκείνος, τουλάχιστον, ήταν καλός. Αν κατάφερνε να το αποδείξει αυτό σε εκείνον, τότε ίσως, ίσως θα μπορούσε και να γυρίσει σπίτι.
Αυτό, όμως, του φαινόταν ακόμη ως άπιαστο όνειρο.
Με την αυγή, οι δυο τους ξεκίνησαν από τον ξενώνα, με σκοπό να έχουν φτάσει στο κοντινότερο ξέφωτο μέχρι τη νύχτα. Όσο ο ήλιος ήταν στον ουρανό, τα πλάσματα του Δάσους δεν έβγαιναν από τις σκιές, πράγμα ευχάριστο, εφόσον ο Μάιλο δεν ήταν σε κατάσταση αρκετά καλή ώστε να παλέψει, και δεν ήταν σίγουρος πως ο Έλιοτ θα τον προστάτευε στ’ αλήθεια, παρόλα τα όσα είχε πει το περασμένο βράδυ. Δεν μπορούσε να του έχει εμπιστοσύνη.
Και ο Έλιοτ από την πλευρά του, περπατούσε πίσω από τον πρίγκιπα, αντί από μπροστά του. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί πως δεν θα έκανε κάτι που θα τον εξόντωνε. Θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξυπνήσει το άγριο ένστικτο που θα έπρεπε να έχει ως Μάγος, και να του επιτεθεί με αυτή την ανεξήγητη δύναμη, τη Μαγεία, που ήταν βαμμένη με αίμα ως τις ρίζες της, βαθιά φυτρωμένες σε ματωμένο χώμα, εκατοντάδες χρόνια στο παρελθόν.
Δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη ολόκληρη την ημέρα. Στην δύση του ηλίου, όμως, ο Έλιοτ σταμάτησε το άλογό του.
«Πρόσεχε», είπε χαμηλόφωνα. «Κάτι είναι κοντά».
Ο Μάιλο με τη σειρά του, τράβηξε το χαλινάρι και κατέβηκε από το άτι. «Δεν ακούω κάτι», αποκρίθηκε. Άνοιξε τον χάρτη και προσπάθησε να προσανατολιστεί, αλλά ο Έλιοτ του τον πήρε από τα χέρια.
«Να πάρει, είμαστε σε περιοχή Μάγων. Πρέπει να φυγ-»
Λέξεις μια άλλης γλώσσας διέκοψαν τον ιππότη. Ακούγονταν από παντού.
«Είναι στην αρχαία γλώσσα. Είναι ξόρκια», του είπε ο πρίγκιπας προσπαθώντας να εντοπίσει έστω και έναν από τους Μάγους.
Αντί για τους Μάγους, όμως, από τους θάμνους και τα δέντρα ξεπηδούσαν σκοτεινές σκιές, με κίτρινα φωτεινά μάτια. Τα άλογά τους χλιμίντριζαν πανικοβλημένα, και τελικά ξέφυγαν από τα χέρια τους, όταν και εκείνοι πάγωσαν από το θέαμα μπροστά τους. Υπερμεγέθεις χαολύκοι, γαιολέοντες, όντα που δεν ανήκαν στο ζωικό βασίλειο, με μεγάλα νύχια και δόντια, σαν να είχαν βγει από κάποιο εφιαλτικό παραμύθι, γρύλιζαν και ούρλιαζαν, και πίσω από εκείνους τους θορύβους, τα ξόρκια των Μάγων συνέχιζαν, δημιουργώντας επιθετικές σκιές.
Πρίγκιπας και ιππότης τράβηξαν τα ξίφη τους και ετοιμάστηκαν για μια άνιση μάχη.
«Μην πεθάνεις εδώ», είπε ο Έλιοτ.
«Αυτό είναι στο χέρι σου», απάντησε ο έφηβος με ειρωνεία, ακόμη τσαντισμένος με τα χθεσινά λόγια του ιππότη.
Τα τέρατα τους επιτίθονταν άγρια, ασταμάτητα και χωρίς να υπολογίζουν τις ζωές τους. Ο Έλιοτ χτυπήθηκε, τον έκοψαν στο στήθος τα ματωμένα νύχια ενός χαολύκου. Τα κοράκια που ούρλιαζαν κάλυψαν τα επίπονα βογκητά του νεαρού που έπεσε κάτω γονατιστός, στηριζόμενος από το σπαθί του. Η πληγή ήταν βαθιά, το ήξερε, αλλά είχε χτυπηθεί και χειρότερα. Αν όχι για τον Μάιλο, τότε έπρεπε να σηκωθεί για τον εαυτό του. Γιατί ήθελε να ζήσει, κι ας έπαιζε τη ζωή του κορώνα γράμματα καθημερινά, ως ιππότης.
Ο Μάιλο δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί ώσπου άκουσε τον νεαρό να προσπαθεί να πνίξει τα επιφωνήματά του. «Είσαι καλά;» του φώναξε, προσπαθώντας να τινάξει τα δόντια ενός άλλου τέρατος μακριά του με το σπαθί του.
Ο Έλιοτ δεν του απάντησε, σηκώθηκε ξανά στα πόδια του και συνέχισε να μάχεται.
Δεν ήξεραν πόση ώρα είχε περάσει από την αρχή της μάχης, όμως αντί για το γλυκό ηλιοβασίλεμα, πλέον το σκοτάδι ήταν απλωμένο παχύ γύρω τους. Είχαν εξαντληθεί και οι δύο, ήταν χτυπημένοι, δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν για πολύ ακόμη. Τα ξόρκια είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν πια και μερικές από τις σκιές και τα τέρατα εξαφανίζονταν από μόνα τους.
Ο Μάιλο έψαχνε μια ευκαιρία, ένα δευτερόλεπτο ήταν αρκετό, ένα δευτερόλεπτο που τα πλάσματα θα σταματούσαν να κινούνται τόσο γρήγορα. Αυτό συνέβαινε όταν κάποιο από αυτά εξαφανιζόταν, όμως όσες φορές είχε γίνει αυτό ήδη, το αγόρι ήταν πολύ μακριά από τον Έλιοτ. Τώρα όμως, είχε φροντίσει να είναι αρκετά κοντά του. Και το δευτερόλεπτο που τα τέρατα έκαναν παύση, άδραξε την ευκαιρία. Άρπαξε το χέρι του ιππότη και ξεκίνησε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την κατεύθυνση από όπου είχαν έρθει.
«Τι κάνεις;» φώναξε ο Έλιοτ εξαντλημένα.
«Μας σώζω».
Έτρεξαν για όσο φάνηκε σαν μια αιωνιότητα, μέχρι να φτάσουν σε ένα ξέφωτο που δεν υπήρχε στον χάρτη τους. Σωριάστηκαν κάτω, προσπαθώντας να ανασάνουν. Αφού ήρθαμε ως εδώ, δεν υπάρχει περίπτωση να μας βρουν… σκέφτηκε ο Μάιλο και έκλεισε τα μάτια του ανακουφισμένος.
«Ποτέ δεν τρέχω από μια μάχη», η φωνή του Έλιοτ ακούστηκε εξουθενωμένη.
«Προτιμούσες να πεθάνεις;»
«Όχι. Προτιμούσα να πεθάνουν αυτοί», απάντησε και ανασηκώθηκε. «Τώρα το κατάλαβες, έτσι; Όλοι τους είναι δολοφόνοι».
Ξαφνικές ριπές ανέμου διαπέρασαν τους θάμνους και σκόρπισαν τα φύλλα τριγύρω. Ο Έλιοτ σηκώθηκε όρθιος και ο Μάιλο γονάτισε, καλύπτοντας τα μάτια του. Τρεις από τις σκιές τους έφτασαν.
«Αποκλείεται…» αποκρίθηκε έντρομο το αγόρι.
Δεν άντεχαν να κάνουν ούτε βήμα, πόσο μάλλον να συνεχίσουν να μάχονται. Το ήξεραν και οι δυο. Παρόλα αυτά, σήκωσαν τα σπαθιά τους σε μια τελευταία προσπάθεια για να ζήσουν. Ο Έλιοτ έπεσε αναίσθητος μερικά λεπτά αργότερα, ένας χαολύκος του έσκισε την πλάτη. Μια από τις ανεξήγητες σκιές κόλλησε τον Μάιλο στον κορμό ενός δέντρου, χτυπώντας του το κεφάλι. Έχασε τις αισθήσεις του σύντομα. Και δεν ήθελε, θεοί, πόσο δεν ήθελε να γίνει αυτό. Ήθελε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, για μια στιγμή, να προστατεύσει τον Έλιοτ, ή έστω τον ίδιο τον εαυτό του.
Προσπαθούσε, από τη πρώτη στιγμή που οι Μάγοι ξεκίνησαν τα ξόρκια τους, να ενεργοποιήσει τη Μαγεία του. Όμως δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κάνει κάτι. Ίσως, το μήνυμα που προσπαθούσε η μοίρα να του περάσει από πάντα, ήταν ότι δεν έπρεπε να κάνει τίποτα. Ότι, όπως έλεγαν και οι άνθρωποι της Βασιλικής Αυλής, θα ήταν καλύτερα για όλους αν ο Μάιλο ήταν νεκρός. Ίσως, έπρεπε απλά να αποδεχτεί το αναπόφευκτο.
Ο Μάιλο συνήλθε σε ένα σκοτεινό, μικρό χώρο, που μύριζε αίμα. Το κεφάλι του πονούσε, ζαλιζόταν και αναγούλιαζε. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα και ήταν ξαπλωμένος στο πλάι. Τα βλέφαρα του αριστερού ματιού του ήταν κολλημένα μεταξύ τους με αίμα. Μούγκρισε επίπονα και προσπάθησε να γυρίσει το σώμα του, αλλά τα χέρια του βρήκαν σε κάτι. Κάτι ζεστό και μαλακό, σαν ανθρώπινο δέρμα.
«Έλιοτ;» ρώτησε αδύναμα. «Έλιοτ, εσύ είσαι; Απάντησέ μου…»
Ό,τι βρισκόταν πίσω του, δεν του απάντησε. Ούτε κουνήθηκε. Ο έφηβος αναστέναξε απογοητευμένος.
Σκόνη και χώμα έπεσαν ξαφνικά στο πάτωμα και στο πρόσωπο του Μάιλο. Έβηξε μερικές φορές, και εξέπνεε, σε μια προσπάθεια να τα διώξει από τη μύτη του. Όσο οι βρωμιές έπεφταν, φως πλημμύριζε το δωματιάκι. Δεν ήταν έντονο, ήταν το φως από ένα φανάρι, αλλά ήταν αρκετό για να τον κάνει να σκύψει το πρόσωπό του προς το χώμα. Αυτό που έπεσε πάνω του αυτή τη φορά, ήταν νερό. Ο Μάιλο έβρισε χαμηλόφωνα όταν το παγωμένο νερό άγγιξε το πρόσωπό του.
«Αυτός ξύπνησε!» ακούστηκε μια χοντρή φωνή.
«Ο άλλος;»
«Σιγά μη ξυπνήσει. Μάλλον είναι ήδη νεκρός».
Ο Μάιλο ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Την ένιωσε να πιάνεται στον λαιμό του και να κολλάει εκεί. «Τι εννοείτε;» προσπάθησε να φωνάξει με όση δύναμη είχε «Τι κάνατε;»
Κάποιος έφτυσε και τον πέτυχε στον ώμο. «Δεν σου πέφτει λόγος, άνθρωπε. Κι εσύ θα τον ακολουθήσεις σε λίγο, όταν θα σε εκτελέσουμε δημόσια».
«Περίμενε», είπε απεγνωσμένα, «δεν, δεν είμαι άνθρωπος… είμαι Μάγος».
Ένας μεγαλόσωμος άνδρας γλίστρησε την σκάλα που ήταν φτιαγμένη από σκοινί, και προσγειώθηκε μπροστά του. Φορούσε ένα σκισμένο μπλουζάκι, ένα φθαρμένο παντελόνι και είχε επιδέσμους στα χέρια του. Το πρόσωπό του ήταν βρώμικο. Έσκυψε, και άρπαξε τα μαλλιά του. Έφερε το πρόσωπο του αγοριού κοντά στο δικό του και το φώτισε με το φανάρι.
«Άνοιξε τα μάτια σου», πρόσταξε.
Ο Μάιλο υπάκουσε, άνοιξε το δεξί του μάτι, εφόσον μόνο εκείνο μπορούσε, αλλά αυτό ήταν αρκετό. Δεν υπήρχαν άνθρωποι με λιλά μάτια.
Ο άνδρας άφησε τον έφηβο να πέσει ξανά στο έδαφος, και η σύγκρουση έστειλε άλλο ένα επίπονο κύμα ζάλης στο κεφάλι του. Χωρίς κανένα ξόρκι, ο άνδρας τον έκανε να αιωρηθεί και τον πήρε μαζί του. Ο Μάιλο δεν μπορούσε να φέρει καμία αντίσταση. Τον πέταξε κάτω στο ξύλο, και η πλάτη του ούρλιαξε με πόνο. Ο ίδιος, όμως, δεν άφησε κανέναν ήχο να ξεφύγει από το στόμα του. Έπρεπε να φανεί αρκετά δυνατός ώστε να απαιτήσει να φροντίσουν τον Έλιοτ. Απέναντί του στεκόταν τρεις άνδρες. Ο μεγαλόσωμος που τον μεταχειριζόταν, ένας κοντός, λεπτός ανθρωπάκος και ένας μεσήλικας με σκληρό πρόσωπο. Και οι τρεις ήταν ντυμένοι με κουρέλια, ήταν βρώμικοι και μελανιασμένοι, γρατζουνισμένοι και κομμένοι σε σημεία των σωμάτων τους.
«Ποιος είσαι; Γιατί είσαι με έναν άνθρωπο;» ρώτησε βροντερά ο ίδιος άντρας με πριν, κόβοντας με μια κίνηση του χεριού του, τα σκοινιά που έδεναν τα χέρια και τα πόδια του εφήβου.
«Είμαι ο πρίγκιπας του Βασιλείου Λούκις. Με λένε Μάιλο Λουξ». Είπε, με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε να βγάλει. «Ο άνθρωπος εκεί κάτω… πρέπει να τον φροντίσετε, είναι φίλος μου».
Οι τρεις Μάγοι απέναντί του τον κοίταξαν με απορία και ξέσπασαν σε γέλια.
«Είσαι Μάγος και είσαι φίλος με έναν άνθρωπο;» είπε ο μεσήλικας ανάμεσα σε δυνατά γέλια. Τα μάτια του είχαν δακρύσει και κρατούσε τη κοιλιά του. «Και θες και να τον σώσουμε κιόλας;»
Ο Μάιλο τους κοιτούσε αποστομωμένος. Δεν ήταν καλή η πρώτη του έκθεση σε Μάγους. Αμφέβαλλε για τη φύση τους μέχρι τότε, αλλά βλέποντάς τους, σκεφτόταν ότι, ίσως, ήταν όλοι τους έτσι.
«Σοβαρολογώ», φώναξε και ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του. Ο πόνος και η ζαλάδα δεν υποχωρούσαν. «Πρέπει να τον βοηθήσετε, δεν πρέπει να πεθάνει. Είναι-» σταμάτησε μόνος του τα λόγια του.
Τι ήταν ο Έλιοτ για εκείνον; Δεν ήταν σίγουρος πως ήξερε να απαντήσει. Είχε πει με πολλή αυτοπεποίθηση πως ήταν φίλος του προηγουμένως, αλλά ταίριαζε εκείνη η λέξη; Δεν είχε ποτέ του κάποιον φίλο για να είναι σίγουρος. Είχε μόνο ό,τι είχε διαβάσει σε βιβλία για βοήθημα. Τι ήταν, λοιπόν; Φίλος; Προστάτης; Του είχε μιλήσει πολύ άσχημα, φαινόταν σαν να τον μισούσε, αφότου έμαθε πως ήταν Μάγος, όμως, ήταν αρκετό αυτό για να μην σώσει κάποιον γνωστό του από βέβαιο θάνατο;
«Είναι φίλος μου», αποφάσισε να πει, «και τον χρειάζομαι ζωντανό».
«Κρίμα», απάντησε ο αδύνατος, «ακόμα και να είναι ζωντανός τώρα, έχουμε εντολές να τον εκτελέσουμε. Και αν μάθει το αφεντικό πως είσαι προδότης, θα εκτελέσουμε κι εσένα».
«Προδότης;»
«Ναι. Των Μάγων», ο άνδρας που τον είχε ανεβάσει στη ξύλινη καλύβα τον έπιασε από τον γιακά και τον πέταξε πάλι πίσω στην τρύπα όπου βρισκόταν προηγουμένως. Του κατέβασε και ένα φανάρι. «Θα μείνεις εδώ μέχρι να αναφέρουμε τι έγινε στον Μεγάλο», είπε, κλείνοντας τη στρόγγυλη πόρτα πίσω του.
Ο Μάιλο έμεινε ξαπλωμένος μερικά λεπτά, κοιτάζοντας ζαλισμένος τη φλόγα που τρεμόπαιζε μέσα στο φαναράκι. Σκέφτηκε να μη κουνηθεί καθόλου, να αφήσει τις αισθήσεις του να πνιγούν στο σκοτάδι. Όμως, άκουσε ένα αδύναμο, μακρόσυρτο βογκητό να έρχεται από πίσω του και η εικόνα του Έλιοτ άστραψε στο μυαλό του. Στηρίχθηκε στα χέρια του και κάθισε άγαρμπα στο χώμα. Πήρε το φανάρι στο χέρι του και κοίταξε τον ιππότη. Φώτισε το σώμα του, φόρεσε μια δύσκολη έκφραση όταν είδε τις πληγές του. Γύρω του, το αίμα ήταν μια κολλώδης λίμνη.
Διστακτικά, άγγιξε τον ώμο του, ταρακουνώντας τον ελαφρά. «Έλιοτ;»
«Σε άκουσα», ψέλλισε αδύναμα και διακεκομμένα ο νεαρός. Τα μάτια του ήταν κλειστά, τα λόγια του, ξεψυχισμένα. «Δεν θα προλάβουν-» έβηξε δυνατά και έφτυσε αίμα, «Δεν θα με σώσουν…»
«Μη το λες αυτό».
«Ευχαριστώ που τους το ζήτησες…»
«Έλιοτ».
«Μισώ τους Μάγους… αλλά εσύ, ίσως και να μην είσαι… τόσο κακός…» με κάθε του λέξη, η φωνή του ακουγόταν όλο και λιγότερο.
Ο Μάιλο είχε βουρκώσει εξαρχής, μα τώρα δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυά του, γιατί ήξερε τι θα ακολουθούσε. Ήξερε πως ο Έλιοτ δεν θα επιβίωνε. Και μετάνιωνε που του είχε θυμώσει, μετάνιωνε που δεν προσπάθησε να καταλάβει και τη δική του πλευρά.
«Έλιοτ… δεν, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Πρέπει να σου δείξω πως οι Μάγοι είναι καλοί, θυμάσαι;» κράτησε το ματωμένο χέρι του ιππότη, το έφερε κοντά στο πρόσωπό του, βρέχοντάς το με δάκρυα. «Συγγνώμη, που δεν προσπάθησα να σε καταλάβω… ήμουν τόσο προστατευτικός προς τον εαυτό μου με όλα όσα έγιναν, που δεν κατάλαβα ότι η αντίδρασή σου ήταν φυσιολογική… θα προσπαθήσω περισσότερο ώστε να τα βρούμε και να γυρίσουμε μαζί σπίτι, οπότε, μη πεθάνεις, σε παρακαλώ…»
Ο νεαρός δεν ανταποκρίθηκε στα λόγια του αγοριού. Ο Μάιλο έσκυψε προς το πρόσωπό του, για να βεβαιωθεί πως ανέπνεε. Δεν εξεπλάγην όταν παρατήρησε πως ο Έλιοτ είχε σταματήσει να αναπνέει, όμως δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Χωρίς να το καταλάβει, ξεκίνησε να κλαίει περισσότερο, εντονότερα. Το κεφάλι του θα έσπαγε από τον πόνο και το σώμα του πάσχιζε να ξεκουραστεί, μα εκείνος ήταν επικεντρωμένος στους λυγμούς του, που ξεκίνησαν σιγά σιγά να ταρακουνούν τον χώρο.
Ένιωσε το σώμα του να ζεσταίνεται, τις ανάσες του να γίνονται ταχύτερες, ένας ξαφνικός, δυνατός αέρας σήκωνε χώματα προκαλώντας ένα αποπνικτικό κλίμα. Ήξερε πως η Μαγεία του δούλευε από μόνη της εκείνη τη στιγμή, το είχε καταλάβει, αλλά δεν μπορούσε να δώσει σημασία. Και να έδινε, δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει για να σταματήσει αυτό που συνέβαινε –ό,τι κι αν ήταν αυτό.
Ο αέρας πήρε χρώμα, φαινόταν κίτρινος στην αρχή, και κοκκίνιζε όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα. Η έντασή του μεγάλωνε, και εξαπλωνόταν στον μικρό χώρο. Η πίεση έσπασε την πόρτα που βρισκόταν στο ταβάνι του κελαριού. Όταν πάνω στους λυγμούς του, ο Μάιλο φώναξε έξαλλος, με μία ριπή του ανέμου οι τοίχοι που τον κύκλωναν εκτινάχθηκαν. Πάνω του έπεσαν χώματα και ξύλα και ένα κομμάτι του πατώματος του πάνω ορόφου. Έθαψαν εκείνον και το πτώμα του Έλιοτ, για λίγο, ώσπου ο άνεμος τα τίναξε και εκείνα μακριά.
Σύντομα, οι δυνάμεις του Μάιλο ησύχασαν από μόνες τους, σαν παιδί που εκτονώθηκε στο παιχνίδι και ύστερα έπεσε για ύπνο. Ο ίδιος ο Μάιλο, έπεσε χλωμός και εξουθενωμένος πάνω στο άψυχο σώμα του ιππότη. Είχε τις αισθήσεις του, όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί.
«Τι έγινε εδώ;» φώναξε η γνωστή βροντερή φωνή. Ο άνδρας πήδηξε από το κενό του πατώματος στο κελάρι και κοίταξε γύρω του, με γουρλωμένα μάτια. Έπιασε τον Μάιλο από τον λαιμό. «Εσύ το έκανες αυτό;»
Εκείνος έκανε μόνο έναν επίπονο θόρυβο και σήκωσε τα χέρια του αδύναμα, σε μια προσπάθεια να κάνει τον Μάγο να τον αφήσει κάτω.
«Λέγε!»
Ο Μάιλο κατένευσε, προσπαθώντας να ανασάνει. Ο άνδρας τον άφησε να πέσει κάτω, για άλλη μια φορά. Φάνηκε να του άρεζε αυτή η διαδικασία, την είχε επαναλάβει αρκετές φορές, τώρα. Ένας ακόμη άνδρας κατέβηκε στο κελάρι. Δεν ήταν τεράστιος, όπως ο πρώτος, όμως τα κόκκινα μάτια του ήταν ανατριχιαστικά και επιβλητικά.
«Αυτός είναι;» ρώτησε. Η φωνή του ήταν βραχνή αλλά απαλή. Δεν μίλησε με απαιτητικό τόνο, περισσότερο με εμπάθεια.
«Ναι, κύριε».
«Φροντίστε τον. Και θάψτε τον άνθρωπο». Με μία κίνηση ήταν πάλι στον πάνω όροφο. «Όταν τελειώσετε, φέρτε τον σε εμένα. Έχουμε πολλά να πούμε».
Comments