top of page
  • Writer's pictureΑναστασία Σκούλη

Σίλβερεϊκ - 2 χρόνια μετά...

Ο Άλεν είχε συχνά εφιάλτες. Τις περισσότερες φορές είχαν να κάνουν με τη ζωή του… πριν. Πριν την Άβα και την Ντρίττα, πολύ πριν ξαναβρεί τι σημαίνει το συναίσθημα της χαράς. Ξυπνούσε πάντοτε μπερδεμένος. Φοβόταν αν αγγίξει οτιδήποτε, φοβόταν πως η ζωή που ζούσε ήταν το όνειρο, και οι εφιάλτες του η πραγματικότητα. Η ανακούφιση που ένιωθε όταν κάτι του επισήμανε τι ήταν αλήθεια και τι ψέμα, ήταν ασύγκριτη.

Αυτό άλλαζε όταν ήταν άρρωστος. Τότε, ο ύπνος του γινόταν βαρύς και η ζέστη των παπλωμάτων γινόταν αποπνικτική, το κρεβάτι γινόταν επικίνδυνα απαλό, τόσο που ένιωθε πως το στρώμα θα τον έκλεινε μέσα του. Μέσα σε εκείνη τη δυσφορία, πάντοτε ονειρευόταν. Ήταν πάντοτε εκεί.

Λουσμένος με κρύο ιδρώτα, ένας δεκατριάχρονος Άλεν ήταν ξαπλωμένος σε μια γωνιά του παγωμένου δωματίου, μακριά απ’ τους τοίχους που άγγιζαν τον εξωτερικό αέρα. Αυτό βέβαια, δεν του παρείχε ιδιαίτερη προστασία, μιας και το παράθυρο του εγκαταλελειμμένου σπιτιού ήταν σπασμένο. Έκλαιγε με αναφιλητά, ο πόνος στο σώμα του βαρύς και ο πυρετός του ανυπόφορος. Στην απέναντι πλευρά του δωματίου, κοντά στην ξύλινη πόρτα, ο Γιόνα και ο τωρινός συνεργάτης του, Λέιρ, έπαιζαν χαρτιά σε ένα σκονισμένο ξύλινο τραπέζι.

Ο Άλεν τους παρατηρούσε, τα μάτια του μισόκλειστα και η όρασή του θολή. Κοίταζε το ξύλινο παγούρι που βρισκόταν στο πάτωμα. Ο λαιμός του ήταν στεγνός, το ίδιο και τα χείλη του και βρέθηκε να απλώνει το χέρι του αδύναμα προς το αντικείμενο του πόθου του, όταν το βλέμμα του έπεσε και κλείδωσε πάνω στα μάτια του Γιόνα, ο οποίος τον κοιτούσε με το κενό ύφος απαξίωσης που του έδειχνε συχνά. Ο Λέιρ, ο νεαρός με τις καστανές μπούκλες και τα μεγάλα μάτια που ξεγελούσε τον κόσμο με τη γλυκιά του φυσιογνωμία, κοίταζε σχεδόν επικριτικά τον Γιόνα όσο περπατούσε με το παγούρι στο χέρι προς τον Άλεν. Σταμάτησε μπροστά στην ντουλάπα, μέσα από την οποία έβγαλε μια κουβέρτα. Την πέταξε προς το αγόρι, το οποίο τυλίχτηκε με αυτήν όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε το καταπονημένο σώμα του.

«Θέλεις;» ρώτησε σχεδόν γρυλίζοντας ο Γιόνα και ο Άλεν κατένευσε.

Ο Λέιρ άναψε ένα τσιγάρο. Βγήκε έξω, στο χιονισμένο τοπίο, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη, ώστε να μπορεί να ακούει όσα εκτυλίσσονταν.

Ο Άλεν τελείωσε όσο νερό υπήρχε στο παγούρι ανάμεσα σε βήχα και αναφιλητά. Βαριανασαίνοντας, κοίταξε τον Γιόνα. «Δεν… δεν αντέχω άλλο…» ψέλλισε, και ακόμη και μέσα στη ζάλη του, ήταν σίγουρος πως αν δεν ήταν ημιλιπόθυμος δεν θα ξεστόμιζε ποτέ αυτές τις λέξεις μπροστά στον ιδιοκτήτη του. «Σας παρακαλώ… δεν μπορώ…» οι ανάσες του δεν του επέτρεπαν να μιλήσει παραπάνω.

Ο Γιόνα έσκυψε δίπλα στο αγόρι. Πάντοτε έσκυβε -ποτέ δεν γονάτιζε. Ο Άλεν τσίτωσε, έκλεισε τα μάτια του με τρόμο, φοβόταν τον επικείμενο πόνο, φοβόταν, φοβόταν, φοβόταν-

Ο άνδρας χάιδεψε τα μπερδεμένα και βρώμικα μαλλιά του αγοριού, σχεδόν στοργικά. Τα μάτια του Άλεν άνοιξαν διάπλατα και πήρε μια κοφτή ανάσα. Στα τρία χρόνια που ήταν εκεί, αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ.

«Δεν σου αρέσει που σε ακουμπάω», ξεκίνησε να μιλάει, ενοχλημένος με το τρέμουλο του παιδιού, «όμως είμαι ο μόνος που έχεις».

Ο Άλεν ξεροκατάπιε όσο ένιωθε τις αισθήσεις του να απομακρύνονται περισσότερο από ότι πριν. Είμαι ο μόνος που έχεις. Είχε δίκιο, ο μόνος που είχε απομείνει στη ζωή του ήταν ο μεγαλύτερός του φόβος.

Τον χάιδεψε μερικά δευτερόλεπτα ακόμη, πριν ακολουθήσει το παράδειγμα του Λέιρ, σιάχνοντας το παλτό του και βγαίνοντας από το δωμάτιο.

«Καλά, παρηγορείς τον σκλάβο;» είπε ο Λέιρ με έναν κοροϊδευτικό τόνο.

«Ναι», είπε, αφήνοντας τον καπνό να γίνει ένα με τις χιονονιφάδες. «Πίστεψέ με, ούτε εγώ θέλω. Απλά το κλάμα μου έσπαγε τα νεύρα». Ακολούθησε μια μικρή παύση. «Δεν ξέρεις πόσο μεγάλος πονοκέφαλος είναι».

Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσε ο Άλεν, πριν χάσει τις αισθήσεις του.


Άνοιξε τα βαριά μάτια του με δυσκολία. Τίναξε τους ώμους του όταν ένιωσε το κρύο κομμάτι υφάσματος να αγγίζει το ζεστό του μέτωπο. Η Ντρίττα άλλαζε την κομπρέσα του. Βρήκε τον εαυτό του να χαμογελάει αχνά.

«Σε ξύπνησα; Συγγνώμη», αναστέναξε η Ντρίττα, περνώντας το χέρι της από το μάγουλό του. Κάθισε στο κρεβάτι, αρκετά μακριά του ώστε να έχει χώρο ο νεαρός να αναπνεύσει μα αρκετά κοντά ώστε να μπορεί να αγγίξει στοργικά το μέτωπό του. «Ανησύχησα όταν μου είπε η Αλσάττια πως έπεσες. Φαινόσουν από το πρωί ότι δεν ήσουν καλά, έπρεπε να σε αφήσω στο σπίτι…»

Ο Άλεν εξέπνευσε απ’ τη μύτη του και έγειρε το κεφάλι του στο άγγιγμα της Ντρίττα. «Είμαι καλά, είναι απλά ένας πυρετός», απάντησε χαμογελώντας.

«Έχει πολύ κρύο αυτές τις μέρες, ίσως δεν ήσουν αρκετά ντυμένος-»

«Είναι εντάξει, Ντρίττα», τη διέκοψε, τα μάτια του κουρασμένα και γυαλιστερά από τον πυρετό μα το χαμόγελό του αληθινό. Ο δεκαεξάχρονος νεαρός την κοίταζε, με τις λέξεις του εφιάλτη του να τριγυρίζουν στο μυαλό του. Είμαι ο μόνος που έχεις. Παρότι ήξερε πως είχε πλέον οικογένεια, παρότι ήξερε πως δεν ήταν μόνος του πλέον, υπήρχαν στιγμές που η μοναξιά που ένιωθε ήταν αποπνικτική, σαν το σκοτάδι που τον κατέκλυζε τις νύχτες. Η θαλπωρή που του προσέφερε η Ντρίττα ήταν αληθινή, μόνο για όσο το μυαλό του την άφηνε να είναι.

«Ντρίττα», αναφώνησε αδύναμα όταν η γυναίκα σηκώθηκε από το κρεβάτι.

Εκείνη τον κοίταξε στοργικά. Προσπάθησε να τον σταματήσει όσο εκείνος ανάγκαζε τον εαυτό του να ανασηκωθεί.

«Μπορείς να… να με αγκαλιάσεις;» προέφερε σιγανά. «Θέλω, θέλω να νιώσω ότι αυτό είναι αληθινό».

Η Ντρίττα έσπευσε στο πλευρό του, κάθισε δίπλα του και τον τύλιξε στην αγκαλιά της, και ο Άλεν πήρε μια βαθιά ανάσα, εισέπνευσε τη στιγμή, την χάραξε στο μυαλό του. Ήταν εκεί, ήταν αληθινός και ήταν δίπλα στη μητρική του φιγούρα, τη γυναίκα που του προσέφερε προστασία περισσότερο από κάθε άλλο άτομο, αν και μικρόσωμη. Η Ντρίττα τον έσωζε καθημερινά κι ο Άλεν δεν ήταν σίγουρος πως εκείνη το ήξερε. Γύρω της μπορούσε να νιώσει την παιδικότητα και την αθωότητα που η μοίρα δεν τον άφησε να ζήσει.

«Όλο αυτό είναι αληθινό, Άλεν. Έχεις εμένα, την Άβα, όλοι όσοι ανήκουν σε αυτό το σπίτι είναι η οικογένειά σου. Δεν είσαι μόνος σου, πια».

Αυτό ήταν που τον έσπασε. Τόσο απλά λόγια, και τον έκαναν να κλάψει. Πάντοτε συνέβαινε αυτό, η Ντρίττα θα μπορούσε να του πει πως διαβάζει το μυαλό του και ο Άλεν θα το πίστευε.

Τα δάκρυά του έσταζαν στο φόρεμα της Ντρίττα και παρότι αυτό δεν ήταν κάτι καινούριο, ήταν κάτι που πάντοτε του έφερνε ένα πικρό συναίσθημα. Ένα αίσθημα αβοηθησίας, μικρότητας.

«Είσαι αγαπητός από όλους εδώ μέσα, Άλεν γλυκό μου».

Η ζεστασιά της φωνής της, η θαλπωρή της αγκαλιάς της, τα λόγια της, αυτά ήταν που τον έσωσαν εξαρχής, αυτά σε συνδιασμό με τις πράξεις της και τις πράξεςι των υπολοίπων ατόμων της βίλλας, κατάφεραν να τον κάνουν να σταθεί στα πόδια του ξανά.

Κατάφεραν να τον κάνουν χαρούμενο ξανά.

Η Ντρίττα πήρε τα χέρια της από γύρω του με αργές κινήσεις. «Ίσως πρέπει να πέσεις ξανά για ύπνο», του είπε στοργικά, βάζοντας τούφες της φράντζας του πίσω από το αυτί του.

Εκείνος χαμογέλασε, ξάπλωσε στο απαλό μαξιλάρι και την άφησε να επανατοποθετήσει το πανί στο μέτωπό του. Έπιασε το χέρι της πριν φύγει. «Σ’ ευχαριστώ», της είπε με πνιγμένη φωνή, κι εκείνη απλώς χάιδεψε τα μαλλιά του.

«Δεν χρειάζεται. Θα είμαι πάντα εδώ για εσένα, Άλεν».

Δυο χρόνια αφότου η Ντρίττα τον είχε σώσει απο τον Γιόνα, απο βέβαιο θάνατο, κι εκείνος ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει το πόσο τυχερός ήταν, που κατάφερε να γνωρίσει αυτή την οικογένεια.

Η γυναίκα τον άφησε με αυτά τα λόγια κι εκείνος έμεινε να κοιτάζει την πόρτα, πριν μεταφέρει το βλέμμα του στο ηλιοβασίλεμα που φαινόταν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα που στόλιζαν τον μεγαλοπρεπή κήπο της βίλλας. Άναψε το κερί που θα έδινε φως στο δωμάτιό του και έκλεισε τα μάτια του.

Αυτή τη φορά, δεν είδε εφιάλτη.



775 views0 comments

Recent Posts

See All

Το Αγόρι στο Εργαστήριο - Κεφάλαιο 1

Δεν μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν είχε σκεφτεί πως οι πράξεις του θα επέφεραν τέτοια αποτελέσματα. Τα πόδια του μπερδεύονταν μεταξύ τους καθώς έτρεχε. Η κόκκινη, μεταλλική γεύση

Το Αγόρι στο Εργαστήριο

Σε μια γη που το περιβάλλον έχει καταστραφεί σε ακραίο βαθμό, άνθρωποι κρατούνται ως "μοντέλα" σε εργαστήρια, ώστε οι επιστήμονες να μπορούν να βασίσουν και να δοκιμάσουν τις δημιουργίες του. Ο Άρθουρ

bottom of page