top of page

Το Αγόρι στο Εργαστήριο - Κεφάλαιο 1

  • Writer: Αναστασία Σκούλη
    Αναστασία Σκούλη
  • Jan 21, 2021
  • 12 min read

Πώς άλλαξαν έτσι οι ρόλοι.


***


Χαμένος στους διαδρόμους του εργαστηρίου, που έμοιαζαν με λαβυρίνθους, ο Άρθουρ έψαχνε να βρει κάποιον αριθμό, κάτι που θα μπορούσε να εκλάβει ως σημάδι για το πού βρισκόταν. Δεν ήταν δύσκολο να χαθεί κανείς σε εκείνο το μέρος. Οι διάδρομοι ήταν όλοι παρόμοιοι μεταξύ τους, ντυμένοι με τα ίδια παγωμένα, γκρίζα χρώματα και με τις ίδιες σιδερένιες πόρτες να απλώνονται παντού. Είχε χάσει πια τα αριθμημένα δωμάτια. Τώρα, ήταν σε έναν πλατύ διάδρομο, στον οποίο υπήρχε μόνο μια πόρτα. Ήταν συρόμενη, μάλλον κολλημένη, μια χαραμάδα της ήταν ανοιχτή. Ελπίζοντας πως θα αντίκριζε κάποιο γραφείο, ο Άρθουρ κοίταξε μέσα.

Στο τέλος της κατά τα άλλα άδειας αίθουσας, υπήρχε ένα γυάλινο δωμάτιο. Οι τετράγωνοι, διάφανοι τοίχοι, πρόδιδαν την ύπαρξη ενός μικρότερου δωματίου, με γκρίζους τοίχους. Δεν φαινόταν τι είχε εκείνο μέσα. Εκτός από το δωματιάκι, η «γυάλα» είχε μέσα ένα κρεβάτι, ένα καθιστικό κι ένα τραπέζι που έμοιαζε με γραφείο. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, ένα αγόρι.

Ο Άρθουρ έφερε τα νύχια του στα χείλη του και τα δάγκωσε. Σχεδόν γεύτηκε το μελάνι με το οποίο είχε κατά λάθος λερωθεί προηγουμένως. Έσπρωξε τα δυο φύλλα της πόρτας και την άνοιξε περισσότερο. Πλησίασε το δωμάτιο σιωπηλός, παρατηρώντας το αγόρι. Ήταν έφηβος, δεν θα μπορούσε να ήταν παραπάνω από δεκαοκτώ. Ήταν χλωμός, ίσως παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Φορούσε μια στενή, μαύρη ολόσωμη φόρμα. Τούφες από τα τζίντζερ, σγουρά μαλλιά του κάλυπταν τα καστανά μάτια του, που τον κοιτούσαν με απορία. Γύρισε το σώμα του προς τον Άρθουρ, κάπως διστακτικά.

«Ποιος είσαι εσύ; Δεν σε έχω ξαναδεί», ψέλλισε, προσπαθώντας να καθίσει όσο πιο ακίνητος μπορούσε.

«Γιατί είσαι εδώ;» ρώτησε ο Άρθουρ, περπατώντας λίγο πιο αργά όσο πλησίαζε παραπάνω.

«Εσύ γιατί είσαι εδώ;»

Ήξερε τη φωνή που ακούστηκε από πίσω του, ήξερε και το πρόσωπο που αντίκρισε όταν γύρισε το κεφάλι του.

Σπαστά μαύρα μαλλιά περίτεχνα πιασμένα σε μια μακριά αλογοουρά, ανοιχτόχρωμο δέρμα. Μια ψηλή γυναίκα με λαμπερά καστανά μάτια, η καθηγήτριά του. Μια σχετικά απειλητική γυναίκα, λόγω του ύφους που φορούσε συνήθως.

«Κυρία Άνια…» ξεροκατάπιε «Να, σας έψαχνα, και-»

«Και είπες να μπεις σε κάθε αίθουσα που θα έβρισκες ανοιχτή;»

Ο Άρθουρ χαμήλωσε το βλέμμα του και έτριψε τον σβέρκο του. «Συγγνώμη», ψέλλισε. Απομακρύνθηκε από το γυάλινο δωμάτιο και βγήκε από την αίθουσα, χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Όσο η Άνια, η καθηγήτρια και υπεύθυνη για την πρακτική του στα Εργαστήρια Μηχανολογικής Οργανολογίας Ε.Μ.Ο, τον οδηγούσε στην αίθουσα όπου θα έκαναν μάθημα, εκείνος έπαιζε την ίδια ερώτηση στο μυαλό του. Ποιος ήταν αυτός και γιατί ήταν κλεισμένος εκεί; Ήθελε να μάθει και, περιέργως, δεν δίστασε να ρωτήσει.

«Κυρία… το αγόρι από πριν, γιατί-»

«Δεν θα ρωτάς για αυτόν, θα ξεχάσεις ότι τον είδες. Οι πληροφορίες είναι απόρρητες».

Η Άνια δεν του έδωσε το περιθώριο να συνεχίσει να μιλάει. Ο τόνος της φωνής της ήταν αυστηρότερος από ότι συνήθως και ο Άρθουρ κατάλαβε πως δεν έπρεπε να συνεχίσει να αγγίζει εκείνο το θέμα. Θα τηρούσε τις διαταγές της καθηγήτριάς του, αν η περιέργειά του δεν ήταν μεγαλύτερη από την υπακοή του.

Στο τέλος του μαθήματος, η σιδερένια, αυτόματη πόρτα της αίθουσας άνοιξε αιφνίδια. Πίσω της, στεκόταν ένας άνδρας. Η κορμοστασιά του και μόνο, ήταν επιβλητική. Ασημένια μαλλιά, φρύδια και βλεφαρίδες, χλωμό δέρμα και ένα σχετικά νέο πρόσωπο. Δεν θα μπορούσε να είναι παραπάνω από σαράντα και ο Άρθουρ ίσως υπολόγιζε παραπάνω από ότι έπρεπε. Η Άνια έγνεψε στον Άρθουρ να μαζέψει τα πράγματά του και βγήκε έξω. Η πόρτα γλίστρησε οριζόντια στο δάπεδο και έκλεισε πίσω της.

Ο Άρθουρ ξεροκατάπιε. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε και σηκώθηκε αργά από το γραφείο. Η φωνή στο κεφάλι του τον προειδοποιούσε ώστε να μη κάνει τίποτα, αλλά ένιωθε ιδιαίτερα τολμηρός σήμερα. Η τσάντα της καθηγήτριας ήταν ανοιχτή και η κάρτα που της έδινε πρόσβαση στις αίθουσες, φαινόταν κάτω από την ομπρέλα της. Ο Άρθουρ την πήρε στο χέρι του και έβγαλε το σκάνερ από το δάχτυλό του. Το μηχάνημα που ο νέος είχε μετατρέψει σε δαχτυλίδι για πιο εύκολη μεταφορά, εμφάνισε ένα κόκκινο φως που τύλιξε την κάρτα. Γυρνώντας την δυο φορές και από τις δυο πλευρές, ο Άρθουρ σιγουρεύτηκε πως η αντιγραφή της είχε γίνει σωστά. Τοποθέτησε την κάρτα ξανά κάτω από την ομπρέλα και επέστρεψε στο γραφείο, όπου και κάθισε για να συμμαζέψει τα πράγματά του. Μέχρι την στιγμή που η Άνια επέστρεψε στην αίθουσα, εκείνος ήταν έτοιμος να γίνει καπνός.

Έτρεξε μέχρι το διαμέρισμά του. Έκλεισε τις κουρτίνες, σκοτεινιάζοντας τον χώρο περισσότερο. Ο μουντός, συννεφιασμένος καιρός, ήταν μια αλλαγή από τη συνεχόμενη βροχή που έπεφτε δύο βδομάδες τώρα. Άνοιξε το κουτί με τα χάπια του και πήρε ένα, κατεβάζοντας κι ένα ποτήρι νερό. Κάθισε στο γραφείο του και συνέδεσε το σκάνερ με τον υπολογιστή του, συνθέτοντας ένα πιστό αντίγραφο της κάρτας της Άνια. Μέχρι και οι κωδικοί της, ήταν πλέον στα χέρια του, χάρις στην εσωτερική ανίχνευση που έτρεξε στην κάρτα. Η διαδικασία δεν του πήρε παραπάνω από μία ώρα. Είχε κάνει δυσκολότερα πράγματα στο παρελθόν. Έκανε δυσκολότερα πράγματα και τώρα. Έστρεψε το βλέμμα του προς τον πάγκο εργασίας στο τέλος του δωματίου. Όχι, όχι σήμερα, σκέφτηκε και γύρισε το κεφάλι του πίσω στον υπολογιστή.

Την επόμενη μέρα, τρύπωσε στο εργαστήριο λίγη ώρα πριν το μάθημά του. Προσπάθησε να θυμηθεί τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει την προηγούμενη μέρα, τις λάθος στροφές, τις σκάλες, τις αίθουσες. Σημείωνε τη διαδρομή στο κινητό του.

Έφτασε, τελικά, όμως δεν του έμενε πολύς χρόνος. Χρησιμοποιώντας την κάρτα που είχε φτιάξει, άνοιξε τη σιδερένια πόρτα, που ήταν κολλημένη την προηγούμενη μέρα. Χαμήλωσε τους ώμους του με ανακούφιση. Ευτυχώς, δουλεύει, σκεφτόταν όσο περίμενε τα δυο φύλλα της πόρτας να ακουμπήσουν τους τοίχους.

Με το άνοιγμα και το κλείσιμο της πόρτας το φυλακισμένο αγόρι κοίταξε τον Άρθουρ.

«Πάλι εσύ;» ρώτησε, χαμογελώντας στραβά. Φαινόταν πιο άνετος από ότι ήταν τη προηγούμενη μέρα.

«Ναι, βλέπεις μου κίνησες το ενδιαφέρον». Ο φοιτητής σταμάτησε μερικά μέτρα πριν το γυαλί. Δεν ήθελε να πλησιάσει παραπάνω από όσο έπρεπε.

«Αλήθεια; Αφού είσαι ξανά εδώ, δεν το κρύβεις πολύ καλά», γέλασε.

«Το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω από έναν φυλακισμένο ήταν ειρωνεία».

Το αγόρι φόρεσε μια απορημένη έκφραση. «Δεν είμαι φυλακισμένος, είμαι σε καραντίνα. Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό, αφού δουλεύεις εδώ».

Ο Άρθουρ σήκωσε το φρύδι του και κοίταξε κατάματα το αγόρι. «Δεν δουλεύω εδώ, κάνω πρακτική. Και, καραντίνα; Για ποιον λόγο;»

«Γιατί δεν είμαι σαν εσάς».

Η απάντηση βγήκε φυσικά από το στόμα του, σαν να έλεγε κάτι αυτονόητο, κάτι που ο Άρθουρ θα έπρεπε να είχε σκεφτεί πριν ρωτήσει. Οπότε, όταν ο φοιτητής τον κοίταξε απορημένος, σαν να είχε ακούσει κάτι εξωπραγματικό, δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο αυτής της αντίδρασης.

«Τι εννοείς με-»

Την ερώτηση του Άρθουρ διέκοψε το ξυπνητήρι του ρολογιού του. Έπρεπε να πάει στο μάθημα.

«Πρέπει… πρέπει να φύγω», άρπαξε το σακίδιό του και έφυγε για από την αίθουσα, αλλάζοντας τη φορά του σε όπισθεν, κοιτώντας το αγόρι μέχρι οι πόρτες να τον κρύψουν πια.

«Άρθουρ».

Όταν ο αυστηρός τόνος της Άνια τον επανέφερε στη πραγματικότητα, οι μουτζούρες του είχαν σκίσει τη σελίδα του τετραδίου του.

«Δεν παρακολουθείς».

«Όχι, κυρία. Συγγνώμη».

«Τι έγινε;» τον ρώτησε με ένα ανακριτικό βλέμμα.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Εγώ… δεν, δεν κοιμήθηκα αρκετά, οπότε δεν μπορώ να συγκεντρωθώ».

«Κατάλαβα. Λόγω του πρότζεκτ σου;»

«Όχι, όχι», γέλασε αμήχανα, τρίβοντας τον σβέρκο του, «δεν πάει και πολύ καλά. Έχω κολλήσει κάπως».

«Λοιπόν, είσαι ο πρώτος στον κόσμο που επιδιώκει κάτι τέτοιο στην πράξη… οπότε δεν μπορεί να ξέρει κανένας πώς να σε βοηθήσει. Καλή τύχη, πάντως. Αφού είσαι τόσο επιδέξιος ώστε να βάλεις χέρι στην κάρτα μου -νομίζοντας- πως δεν το έχω καταλάβει, θα τα καταφέρεις και με το πρότζεκτ. Και, πριν ρωτήσεις, είχε πάνω μελάνι από το στυλό σου. Τα χέρια σου λερώνονται συχνά».

Ο Άρθουρ ξεροκατάπιε και χαμήλωσε το βλέμμα του, προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό του.

«Γιατί το έκανες αυτό;»

«Να…» ψέλλισε, ανασηκώνοντας ελάχιστα τα μάτια του. «Το αγόρι από χθες… μου κίνησε το ενδιαφέρον. Θέλω να μάθω περισσότερα γι αυτόν. Είπε πως δεν είναι ένας από εμάς…» η τελευταία του πρόταση δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος, και η Άνια του ένευσε να σηκωθεί.

«Στο γραφείο μου».


Ο Άρθουρ ακολούθησε σιωπηλός την καθηγήτρια σε ανιαρά φωτισμένους διαδρόμους και μονότονα γκρίζα σκαλοπάτια, μέχρι να φτάσουν στο γραφείο της. Το ξεκλείδωσε με την κάρτα της, και τον προσκάλεσε μέσα με μια κίνηση του χεριού της.

«Κάθισε», είπε στο τσιτωμένο αγόρι, που ακολούθησε την εντολή της. «Τι θέλεις να μάθεις;»

O Άρθουρ δάγκωσε το εσωτερικό του χείλους του. «Εμ, σίγουρα μπορείτε να μου πείτε τέτοιες-»

«Πες μου. Αυτό θα μείνει μεταξύ μας».

Καταπίνοντας τις αμφιβολίες του, ο νεαρός φόρεσε ένα σοβαρό βλέμμα και την κοίταξε στα μάτια.

«Είπε πως είναι διαφορετικός από εμάς. Θέλω… να ξέρω τι εννοούσε».

Η Άνια άλλαξε τη στάση της στη καρέκλα και κάθισε σταυροπόδι. Κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του και ξεκίνησε: «Στη σημερινή κατάντια του κόσμου, επειδή ο αέρας δεν είναι βιώσιμος, όλοι μας χρειαζόμαστε τεχνητά όργανα για να ζήσουμε. Μας κάνουν τις μεταμοσχεύσεις μετά τη γέννησή μας, αν δουν πως οι ζωτικές μας ενδείξεις δεν είναι καλές. Έτσι μπορούμε να ζούμε, όσο λίγο ή πολύ κι αν είναι αυτό».

Ο Άρθουρ κατένευσε σιωπηλά.

«Έχεις σκεφτεί ποτέ, από πού βρήκαμε τα πρωτότυπα των οργάνων; Πώς μπορούμε να τα κατασκευάσουμε ώστε να δουλεύουν;»

«Τα βρίσκουμε από… τις προηγούμενες γενιές; Υπάρχουν αρκετά βιβλία που-»

Η Άνια γέλασε. Ποτέ το γέλιο της δεν σήμαινε κάτι καλό. Το καλύτερο σενάριο ήταν η ειρωνεία. «Δεν μπορείς να φτιάξεις ένα ακριβές αντίγραφο που να λειτουργεί, μόνο από βιβλία και πλαστικές αναπαραστάσεις. Πρέπει να ζήσεις, να δεις και να επεξεργαστείς το αληθινό. Σε αυτό, μας βοηθούν άνθρωποι σαν τον Πήτερ, το αγόρι που γνώρισες. Είναι από τους λίγους, των οποίων τα όργανα μπορούν να λειτουργήσουν, κάτω από συνθήκες απόλυτης καραντίνας. Παίρνουμε αίμα, δείγματα DNA, δοκιμάζουμε καινούρια ‘μοντέλα’ οργάνων… το κακό είναι, πως αν αυτοί οι άνθρωποι εκτεθούν στον αέρα έξω από το εργαστήριο, θα πεθάνουν μέσα σε ώρες. Α, και, όταν είπα ότι είναι το μυστικό μας το εννοούσα -κανείς δεν ξέρει για την ύπαρξή τους».

Ο Άρθουρ την κοιτούσε αποσβολωμένος. Οι τρίχες στον σβέρκο του, και σε όλο του το σώμα, ήταν σηκωμένες. Η ανατριχίλα που τον διαπερνούσε τον έκανε να τρέμει. Ήθελε να πει τόσα πολλά πράγματα, που δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Ή μάλλον, ήξερε. Απλά δεν ήταν σίγουρος πως μπορούσε να το ξεστομίσει.

Με μια ανάσα και δίχως να τη κοιτάζει, ψέλλισε: «Κάνετε… πειράματα πάνω τους; Όσο… όσο είναι ζωντανοί;»

Η Άνια δεν του απάντησε με λόγια. Το βλέμμα της ήταν αρκετό.

«Φεύγω», ψιθύρισε και της γύρισε την πλάτη.

Η πόρτα έκλεισε αργά πίσω του, μα εκείνος παρέμεινε εκεί, έξω από το γραφείο της, σαστισμένος. Οι γροθιές του ήταν σφιγμένες, το ίδιο και τα χείλη του. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του πόσο χαλαρά μιλούσε η Άνια για αυτό, σαν να ήταν φυσιολογικό να κάνει κάποιος πειράματα πάνω σε ανθρώπους. Σαν να ήταν φυσιολογική μια τέτοια έκταση εκμετάλλευσης. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Πήτερ φαινόταν συνηθισμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ανήξερος ίσως, για τα παιχνίδια που παίζονταν εις βάρος του. Ο Άρθουρ δεν μπορούσε να το διανοηθεί αυτό.

Γύρισε στο σπίτι του αργά το απόγευμα. Περιπλανιόταν χωρίς λόγο και προορισμό για μερικές ώρες στην πόλη. Έπεσε στο κρεβάτι του χωρίς να αλλάξει τα ρούχα του. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ένιωθε πως το χρειαζόταν. Πήρε δυο χάπια εκείνο το απόγευμα, όμως δεν μπορούσε να ηρεμίσει. Γυρνούσε στο κρεβάτι, ανακατεύοντας τα σκεπάσματα και το σεντόνι του. Σκεφτόταν, σκεφτόταν ασταμάτητα. Τι μπορούσε να κάνει, πώς μπορούσε να βοηθήσει. Τον έτρωγε.

Κάποια στιγμή ευχήθηκε να μην είχε μάθει την αλήθεια -του ήταν εμφανές πια πως δεν μπορούσε να την διαχειριστεί. Αναστέναξε και έριξε το μαξιλάρι πάνω στο πρόσωπό του. Σύντομα, και αυτό κατάντησε αποπνικτικό. Σηκώθηκε όρθιος και έπλυνε το πρόσωπό του, φόρεσε πρόχειρα ρούχα και ξανακάθισε στο κρεβάτι. Έβγαλε το κινητό του, το οποίο μόλις ενεργοποίησε, αναδύθηκε η ψηφιακή οθόνη.

«Αυτόματη λειτουργία», αναφώνησε το αγόρι και η οθόνη έγινε άσπρη.

«Καλησπέρα, Άρθουρ. Τι θα θέλατε να κάνετε;» μίλησε η ηχογραφημένη γυναικεία φωνή του κινητού του.

«Κάλεσε την Πέρσυ», είπε εκείνος όσο προσπαθούσε να βγάλει το μελάνι από τα χέρια του με ένα υγρό μαντήλι.

«Αμέσως», απάντησε η φωνή και η αιωρούμενη οθόνη έδειχνε τώρα τη φωτογραφία μιας κοπέλας με μελαχρινό δέρμα σαν το δικό του, σκούρα κόκκινα μαλλιά και γαλάζια μάτια.

Ακούστηκαν μερικά μπιπ μέχρι η σταθερή εικόνα να αντικατασταθεί από το γραφείο και την καρέκλα που υπήρχαν στο δωμάτιο της Πέρσυ.

«Εδώ είμαι! Μισό!», ακούστηκε η θηλυκή φωνή που ο Άρθουρ ήξερε και εμπιστευόταν.

«Περιμένω», απάντησε κι εκείνος και πάτησε μερικές φορές στην κενή, μαύρη οθόνη του κινητού του, ώστε εκείνη που είχε αναδυθεί από πάνω του, να κατέβει πιο κοντά στο πρόσωπό του.

«Γεια», του είπε και βολεύτηκε στη καρέκλα. Ακούμπησε τα γόνατά της στο γραφείο και στερεώθηκε έτσι.

«Γεια, Πέρσυ. Πώς είσαι;»

«Εγώ καλά. Εσύ, φαίνεσαι έτοιμος να εκραγείς. Τι έγινε; Πήρες τα χάπια σου;»

«Ναι, πήρα. Και ναι είμαι έτοιμος να εκραγώ. Να… γνώρισα κάποιον».

«Με πήρες για να σου δώσω συμβουλές για τη σχέση σου;»

«Όχι, όχι αυτό Πέρσυ. Πώς να το εξηγήσω…» ο Άρθουρ κάλυψε το πρόσωπό του με ένα μαξιλάρι. «Λοιπόν, δεν πρέπει να στο πω κανονικά αλλά, άκου πώς έχει το πράγμα…»

Όσο ο νεαρός της εξηγούσε τα συμβάντα των προηγούμενων ημερών, η Περσεφόνη είχε κατεβάσει τα πόδια της κάτω και είχε φέρει την οθόνη κοντά στο πρόσωπό της, το οποίο φορούσε μια έκφραση απορίας και έκπληξης.

«Είναι αλήθεια αυτό; Υπάρχουν ακόμα κανονικοί άνθρωποι;» τον ρώτησε όταν εκείνος σταμάτησε να αφηγείται.

«Ναι. Δεν βγάζει νόημα αλλιώς».

Η Πέρσυ αναστέναξε. «Αν αυτά είναι αλήθεια, τότε καταλαβαίνω γιατί να είσαι έτοιμος να εκραγείς».

«Ναι, όμως δεν είναι μόνο αυτό», της απάντησε εκείνος γρήγορα. «Είναι ο Πήτερ που με απασχολεί. Και ο κάθε ένας που είναι σαν τον Πήτερ. Αυτό το αγόρι ενδεχομένως μεγάλωσε φυλακισμένο εκεί. Δεν είναι άδικο αυτό; Μπορούσαν απλά να του κάνουν κι εκείνου μεταμόσχευση αν κάποιο από τα όργανά του δεν άντεχε παραπάνω. Αντιθέτως, το έκλεψαν λογικά από την οικογένειά του και το κράτησαν εκεί για… για πειράματα…»

«Ναι… αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για αυτό;»

Ο Άρθουρ χαμήλωσε το βλέμμα του. «Τίποτα. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Ελπίζω στο μέλλον να μπορώ να κάνω κάτι… ξες, κάτι σαν δομές ειδικά για τέτοιους ανθρώπους. Ελπίζω να μπορέσω να τους ελευθερώσω».

«Ονειρεύεσαι, Αρτ. Τελείωσε πρώτα το πρότζεκτ σου και τα λέμε για δομές», χαχάνισε η Πέρσυ όμως ο Άρθουρ την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια.

«Αυτό είναι…» ψέλλισε.

«Ποιο;»

«Σε κλείνω, Περσεφόνη, τα λέμε αύριο. Καληνύχτα, Ευχαριστώ!»

«Άρθουρ, περί-»

Η κλήση τερματίστηκε πριν η Περσεφόνη προλάβει να τελειώσει την πρότασή της.

Ήξερε πώς μπορούσε να βοηθήσει. Ήξερε τι μπορούσε να κάνει.

Κινήθηκε προς τη σιδερένια επιφάνεια εργασίας. Τράβηξε το σεντόνι και αποκάλυψε το πρότζεκτ του. Ξεκίνησε να δουλεύει, χωρίς να δίνει σημασία στην ώρα.

Μέσα του, έκαιγε το αίσθημα της αδικίας. Το αγόρι –ο Πήτερ, ήταν άνθρωπος. Ήταν άνθρωπος, σαν εκείνον, σαν την Άνια. Πώς μπορούσαν να κάνουν πειράματα πάνω του, ξέροντας πως νιώθει πόνο, φόβο; Δεν μπορούσε να καταλάβει, και αυτό τον τρέλαινε. Δεν γινόταν να είναι εκείνος ο περίεργος της υπόθεσης. Όχι, οι υπόλοιποι ήταν οι ανισόρροποι. Δεν είναι φυσιολογικό. Δεν είναι ανθρώπινο. Τέτοια εκμετάλλευση… είναι έγκλημα.

Όταν πήρε πρώτη φορά τα μάτια του από τον πάγκο, είχε ήδη ξημερώσει. Κάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε το ρολόι του: 6.43π.μ. Ο ήλιος είχε βγει, αλλά για μια φορά ακόμα, τον σκέπαζαν τα σκούρα, απειλητικά σύννεφα. Πήρε ένα χάπι, ρύθμισε το ξυπνητήρι του ώστε να χτυπήσει μια ώρα αργότερα και ξάπλωσε.

Ξύπνησε πριν ηχήσει το ξυπνητήρι. Κάλυψε το πρότζεκτ του ξανά με το σεντόνι, πήρε το σακίδιό του και ξεκίνησε τη διαδρομή του προς το εργαστήριο. Αυτή τη φορά πήγε πολύ νωρίτερα να δει τον Πήτερ. Ήθελε να βεβαιωθεί πως θα είχαν αρκετή ώρα για να μιλήσουν. Ήταν αποφασισμένος πως ήθελε να έρθει πιο κοντά του, να γίνει έστω φίλος του. Ειδάλλως το σχέδιό του δεν θα δούλευε. Μπήκε επιφυλακτικά στην αίθουσα, χαμογελώντας αμήχανα.

«Καλημέρα», είπε.

«Καλημέρα. Ξαναήρθες. Δεν το περίμενα, αφού δεν δουλεύεις εδώ». Εκείνος σηκώθηκε από το καθιστικό.

«Σου είπα, κάνω πρακτική. Μπορώ να έρχομαι για λίγες μέρες ακόμα». Στάθηκε ένα μέτρο από το γυαλί, «Δεν νομίζω ότι κάναμε πολύ καλή αρχή», είπε. Ακούμπησε το χέρι του στο τζάμι και χαμογέλασε στοργικά, σαν να απευθύνεται σε μικρό παιδί. «Με λένε Άρθουρ».

«Τι κάνεις;» «Οι άνθρωποι κάνουν χειραψία όταν γνωρίζονται. Εσύ είσαι πίσω από το γυαλί, οπότε, ακούμπησε το χέρι σου στο δικό μου απλά, απ’ τη δική σου πλευρά». «Είμαι ο Πήτερ», χαμογέλασε στραβά και ακολούθησε την πράξη του Άρθουρ. «Ήρθες από έξω, έτσι;»

«Ε, ναι… προφανώς», απάντησε στη ξαφνική του ερώτηση και μετάνιωσε λίγο τη τελευταία του λέξη. Για τον Πήτερ δεν ήταν προφανές.

«Πες μου για έξω… πώς είναι;» ο Πήτερ κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα και έκανε σήμα στον Άρθουρ να κάνει το ίδιο. Φορούσε ένα περίεργο χαμόγελο.

«Πώς είναι…» επανέλαβε ο φοιτητής όσο έκανε τις κινήσεις για να καθίσει. «Λοιπόν, δεν ξέρω τι έχεις ακούσει, αλλά θα στα πω όπως τα βλέπω εγώ».

Ο Πήτερ κατένευσε και ο Άρθουρ ξεκίνησε να μιλάει:

«Δεν έχει και πολλά να δεις. Τα κτίρια είναι καινούρια, όμορφα και ψηλά, από όλη τη χώρα, μόνο σε αυτή τη πόλη. Είναι ενισχυμένα με ελαφριά μέταλλα για να είναι πιο γερά. Α, αυτό είναι γιατί εδώ είναι η πρωτεύουσα. Δεν έχει πουθενά δέντρα, όλος ο κόσμος είναι καλυμμένος με άμμο. Α, δέντρα είναι αυτά», είπε και του έδειξε μια φωτογραφία από μια εγκυκλοπαίδεια στο κινητό του.

Ο Πήτερ γούρλωσε τα μάτια του ενθουσιασμένος, και πίσω από το γυαλί, το χρώμα τους έμοιαζε να έχει πάρει φωτιά.

«Σπάνια θα δεις δέντρα πλέον. Σε θερμοκήπια κυρίως».

«Και, ο ήλιος πώς είναι; Είναι ζεστός;»

«Πολύ. Κανονικά είναι χειμώνας, αλλά δεν χρειάζεται να φοράω τίποτα πέρα από μια ζακέτα πάνω από τη μπλούζα για να μη κρυώσω», είπε κι έδειξε την πλεκτή, μακριά ζακέτα που του είχε κάνει κάποτε δώρο η Πέρσυ.

«Έχω διαβάσει πως τον χειμώνα χιονίζει».

«Ναι, κάποτε συνέβαινε κι αυτό. Πλέον μόνο στα βιβλία θα το βρεις. Σε αυτή τη πλευρά του κόσμου, τουλάχιστον. Δεν μαθαίνουμε εύκολα τι γίνεται αλλού».

«Και η βροχή;»

«Καλά, η βροχή είναι συνεχόμενη», γέλασε ο Άρθουρ και συνέχισε να μιλάει για το φαινόμενο.

Τα μάτια του Πήτερ έλαμπαν όσο ο Άρθουρ του μιλούσε για τη δύση και την ανατολή του ηλίου, κάτι που σπάνια μπορούσε να δει λόγω της συννεφιάς, όπως είπε. Για τεράστια κτίρια -φανταχτερά και μη, για εφευρέσεις τις οποίες το αγόρι δεν καταλάβαινε, για ζώα που δεν είχε δει. Και ο ίδιος ο Άρθουρ, φαινόταν πολύ χαρούμενος με την επιτυχία του. Δεν περίμενε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του τόσο γρήγορα.

Οι ώρες που είχε αφήσει κενές ο Άρθουρ πέρασαν σαν λεπτά, και σύντομα, έπρεπε να φύγει.

«Θα έρθεις και αύριο;» ρώτησε ο Πήτερ σιγανά, βλέποντας τον Άρθουρ να κατευθύνεται προς την πόρτα.

«Βέβαια, αν θες. Τα λέμε αύριο, φίλε».

Η πόρτα έκλεισε.

«Ναι… φίλε…» ψέλλισε το αγόρι, με ένα αχνό χαμόγελο. Φίλε…

Recent Posts

See All
Το Αγόρι στο Εργαστήριο

Σε μια γη που το περιβάλλον έχει καταστραφεί σε ακραίο βαθμό, άνθρωποι κρατούνται ως "μοντέλα" σε εργαστήρια, ώστε οι επιστήμονες να...

 
 
 

Comments


© 2023 by T.S. Hewitt. Proudly created with Wix.com

bottom of page